Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.112.1-7.120.2)

[7.112.1] Παραμειψάμενος δὲ ὁ Ξέρξης τὴν εἰρημένην δεύτερα τούτων παραμείβετο τείχεα τὰ Πιέρων, τῶν ἑνὶ Φάγρης ἐστὶ οὔνομα καὶ ἑτέρῳ Πέργαμος. ταύτῃ μὲν δὴ παρ᾽ αὐτὰ τὰ τείχεα τὴν ὁδὸν ἐποιέετο, ἐκ δεξιῆς χειρὸς τὸ Πάγγαιον ὄρος ἀπέργων, ἐὸν μέγα τε καὶ ὑψηλόν, ἐν τῷ χρύσεά τε καὶ ἀργύρεα ἔνι μέταλλα, τὰ νέμονται Πίερές τε καὶ Ὀδόμαντοι καὶ μάλιστα Σάτραι. [7.113.1] ὑπεροικέοντας δὲ τὸ Πάγγαιον πρὸς βορέω ἀνέμου Παίονας Δόβηράς τε καὶ Παιόπλας παρεξιὼν ἤιε πρὸς ἑσπέρην, ἐς ὃ ἀπίκετο ἐπὶ ποταμόν τε Στρυμόνα καὶ πόλιν Ἠιόνα, τῆς ἔτι ζωὸς ἐὼν ἦρχε Βόγης, τοῦ περ ὀλίγῳ πρότερον τούτων λόγον ἐποιεύμην. [7.113.2] ἡ δὲ γῆ αὕτη ἡ περὶ τὸ Πάγγαιον ὄρος καλέεται Φυλλίς, κατατείνουσα τὰ μὲν πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην ἐκδιδόντα ἐς τὸν Στρυμόνα, τὰ δὲ πρὸς μεσαμβρίην τείνουσα ἐς αὐτὸν τὸν Στρυμόνα· ἐς τὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς. [7.114.1] φαρμακεύσαντες δὲ ταῦτα ἐς τὸν ποταμὸν καὶ ἄλλα πολλὰ πρὸς τούτοισι ἐν Ἐννέα ὁδοῖσι τῇσι Ἠδωνῶν ἐπορεύοντο κατὰ τὰς γεφύρας, τὸν Στρυμόνα εὑρόντες ἐζευγμένον. Ἐννέα δὲ ὁδοὺς πυνθανόμενοι τὸν χῶρον τοῦτον καλέεσθαι, τοσούτους ἐν αὐτῷ παῖδάς τε καὶ παρθένους ἀνδρῶν τῶν ἐπιχωρίων ζώοντας κατώρυσσον. [7.114.2] Περσικὸν δὲ τὸ ζώοντας κατορύσσειν, ἐπεὶ καὶ Ἄμηστριν τὴν Ξέρξεω γυναῖκα πυνθάνομαι γηράσασαν δὶς ἑπτὰ Περσέων παῖδας, ἐόντων ἐπιφανέων ἀνδρῶν, ὑπὲρ ἑωυτῆς τῷ ὑπὸ γῆν λεγομένῳ εἶναι θεῷ ἀντιχαρίζεσθαι κατορύσσουσαν. [7.115.1] ὡς δὲ ἀπὸ τοῦ Στρυμόνος ἐπορεύετο ὁ στρατός, ἐνθαῦτα πρὸς ἡλίου δυσμέων ἐστὶ αἰγιαλὸς ἐν τῷ οἰκημένην Ἄργιλον πόλιν Ἑλλάδα παρεξήιε· αὕτη δὲ καὶ ἡ κατύπερθε ταύτης καλέεται Βισαλτίη. [7.115.2] ἐνθεῦτεν δὲ κόλπον τὸν ἐπὶ Ποσιδηίου ἐξ ἀριστερῆς χειρὸς ἔχων ἤιε διὰ Συλέος πεδίου καλεομένου, Στάγιρον πόλιν Ἑλλάδα παραμειβόμενος, καὶ ἀπίκετο ἐς Ἄκανθον, ἅμα ἀγόμενος τούτων ἕκαστον τῶν ἐθνέων καὶ τῶν περὶ τὸ Πάγγαιον ὄρος οἰκεόντων, ὁμοίως καὶ τῶν πρότερον κατέλεξα, τοὺς μὲν παρὰ θάλασσαν ἔχων οἰκημένους ἐν νηυσὶ στρατευομένους, τοὺς δ᾽ ὑπὲρ θαλάσσης πεζῇ ἑπομένους. [7.115.3] τὴν δὲ ὁδὸν ταύτην, τῇ βασιλεὺς Ξέρξης τὸν στρατὸν ἤλασε, οὔτε συγχέουσι Θρήικες οὔτ᾽ ἐπισπείρουσι, σέβονταί τε μεγάλως τὸ μέχρι ἐμεῦ. [7.116.1] ὡς δὲ ἄρα ἐς τὴν Ἄκανθον ἀπίκετο, ξεινίην τε ὁ Ξέρξης τοῖσι Ἀκανθίοισι προεῖπε καὶ ἐδωρήσατό σφεας ἐσθῆτι Μηδικῇ ἐπαίνεέ τε, ὁρέων αὐτοὺς προθύμους ἐόντας ἐς τὸν πόλεμον καὶ τὸ ὄρυγμα †ἀκούων†. [7.117.1] ἐν Ἀκάνθῳ δὲ ἐόντος Ξέρξεω συνήνεικε ὑπὸ νούσου ἀποθανεῖν τὸν ἐπεστεῶτα τῆς διώρυχος Ἀρταχαίην, δόκιμον ἐόντα παρὰ Ξέρξῃ καὶ γένος Ἀχαιμενίδην, μεγάθεΐ τε μέγιστον ἐόντα Περσέων (ἀπὸ γὰρ πέντε πήχεων βασιληίων ἀπέλειπε τέσσερας δακτύλους) φωνέοντά τε μέγιστον ἀνθρώπων, ὥστε Ξέρξην συμφορὴν ποιησάμενον μεγάλην ἐξενεῖκαί τε αὐτὸν κάλλιστα καὶ θάψαι· ἐτυμβοχόεε δὲ πᾶσα ἡ στρατιή. [7.117.2] τούτῳ δὲ τῷ Ἀρταχαίῃ θύουσι Ἀκάνθιοι ἐκ θεοπροπίου ὡς ἥρωϊ, ἐπονομάζοντες τὸ οὔνομα. βασιλεὺς μὲν δὴ Ξέρξης ἀπολομένου Ἀρταχαίεω ἐποιέετο συμφορήν· [7.118.1] οἱ δὲ ὑποδεκόμενοι Ἑλλήνων τὴν στρατιὴν καὶ δειπνίζοντες Ξέρξην ἐς πᾶν κακοῦ ἀπίκατο, οὕτως ὥστε ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἴκων ἐγίνοντο, ὅκου γε Θασίοισι ὑπὲρ τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ πολίων τῶν σφετέρων δεξαμένοισι τὴν Ξέρξεω στρατιὴν καὶ δειπνίσασι Ἀντίπατρος ὁ Ὀργέος ἀραιρημένος, τῶν ἀστῶν ἀνὴρ δόκιμος ὅμοια τῷ μάλιστα, ἀπέδεξε ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα ἀργυρίου τετελεσμένα. [7.119.1] ὣς δὲ παραπλησίως καὶ ἐν τῇσι ἄλλῃσι πόλισι οἱ ἐπεστεῶτες ἀπεδείκνυσαν τὸν λόγον. τὸ γὰρ δεῖπνον τοιόνδε τι ἐγίνετο, οἷα ἐκ πολλοῦ χρόνου προειρημένον καὶ περὶ πολλοῦ ποιευμένων. [7.119.2] τοῦτο μέν, ὡς ἐπύθοντο τάχιστα τῶν κηρύκων τῶν περιαγγελλόντων, δασάμενοι σῖτον ἐν τῇσι πόλισι οἱ ἀστοὶ ἄλευρά τε καὶ ἄλφιτα ἐποίευν πάντες ἐπὶ μῆνας συχνούς· τοῦτο δέ, κτήνεα σιτεύεσκον ἐξευρίσκοντες τιμῆς τὰ κάλλιστα, ἔτρεφόν τε ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους ἔν τε οἰκήμασι καὶ λάκκοισι, ἐς ὑποδοχὰς τοῦ στρατοῦ· τοῦτο δέ χρύσεά τε καὶ ἀργύρεα ποτήριά τε καὶ κρητῆρας ἐποιεῦντο καὶ τἆλλα ὅσα ἐπὶ τράπεζαν τιθέαται πάντα· [7.119.3] ταῦτα μὲν αὐτῷ τε βασιλέϊ καὶ τοῖσι ὁμοσίτοισι μετ᾽ ἐκείνου ἐπεποίητο, τῇ δὲ ἄλλῃ στρατιῇ τὰ ἐς φορβὴν μοῦνα τασσόμενα. ὅκως δὲ ἀπίκοιτο ἡ στρατιή, σκηνὴ μὲν ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη ἐς τὴν αὐτὸς σταθμὸν ποιεέσκετο Ξέρξης, ἡ δὲ ἄλλη στρατιὴ [ἔσκε] ὑπαίθριος. [7.119.4] ὡς δὲ δείπνου γίνοιτο ὥρη, οἱ μὲν δεκόμενοι ἔχεσκον πόνον, οἱ δὲ ὅκως πλησθέντες νύκτα αὐτοῦ ἀγάγοιεν, τῇ ὑστεραίῃ τήν τε σκηνὴν ἀνασπάσαντες καὶ τὰ ἔπιπλα πάντα λαβόντες οὕτω ἀπελαύνεσκον, λείποντες οὐδὲν ἀλλὰ φερόμενοι. [7.120.1] ἔνθα δὴ Μεγακρέοντος ἀνδρὸς Ἀβδηρίτεω ἔπος εὖ εἰρημένον ἐγένετο, ὃς συνεβούλευσε Ἀβδηρίτῃσι πανδημεὶ αὐτοὺς καὶ γυναῖκας, ἐλθόντας ἐς τὰ σφέτερα ἱρά ἵζεσθαι ἱκέτας τῶν θεῶν παραιτεομένους καὶ τὸ λοιπόν σφι ἀπαμύνειν τῶν ἐπιόντων κακῶν τὰ ἡμίσεα, τῶν τε παροιχομένων ἔχειν σφι μεγάλην χάριν, ὅτι βασιλεὺς Ξέρξης οὐ δὶς ἑκάστης ἡμέρης ἐνόμισε σῖτον αἱρέεσθαι· [7.120.2] παρέχειν γὰρ ἂν Ἀβδηρίτῃσι, εἰ καὶ ἄριστον προείρητο ὅμοια τῷ δείπνῳ παρασκευάζειν, ἢ μὴ ὑπομένειν Ξέρξην ἐπιόντα ἢ καταμείναντας κάκιστα πάντων ἀνθρώπων ἐκτριβῆναι.

[7.112.1] Ο Ξέρξης λοιπόν προσπερνώντας την περιοχή για την οποία κάναμε λόγο, στη συνέχεια προσπέρασε τα φρούρια των Πιέρων, που το ένα τους ονομάζεται Φάγρης και τ᾽ άλλο Πέργαμος. Κι ακολουθούσε το δρόμο δίπλα απ᾽ αυτά τα φρούρια, αφήνοντας στο δεξί του χέρι το όρος Παγγαίο, μεγάλο και ψηλό, που έχει μεταλλεία χρυσού και ασημιού που τα εκμεταλλεύονται οι Πίερες και οι Οδόμαντοι και προπάντων οι Σάτρες.
[7.113.1] Και προσπερνώντας τους Δόβηρες και τους Παιόπλες, φυλές των Παιόνων, που κατοικούσαν πέρ᾽ από το Παγγαίο προς τον άνεμο του βορρά, πορευόταν προς τα δυτικά, ώσπου έφτασε στον ποταμό Στρυμόνα και την πόλη Ηιόνα, όπου ακόμα ζούσε και κυβερνούσε ο Βόγης, για τον οποίο έκανα λόγο λίγο παραπάνω. [7.113.2] Κι αυτή η περιοχή, που βρίσκεται γύρω απ᾽ το Παγγαίο, λέγεται Φυλλίδα, κι εκτείνεται προς τα δυτικά ώς τον ποταμό Αγγίτη που χύνει τα νερά του στον Στρυμόνα, ενώ προς τα νότια εκτείνεται ώς τον ίδιο τον Στρυμόνα, στον οποίο οι μάγοι, για να πάρουν αίσιους οιωνούς, έσφαζαν κάτασπρα άλογα.
[7.114.1] Λοιπόν, αφού έκαναν αυτές τις μαγικές τελετές στον ποταμό και, κοντά σ᾽ αυτές, κι άλλα πολλά στην πόλη Εννέα οδοί των Ηδωνών, διάβαιναν από τη γέφυρα του Στρυμόνα, καθώς βρήκαν τις όχθες του ζεμένες με γέφυρα. Κι όταν έμαθαν πως ο τόπος αυτός ονομαζόταν Εννέα οδοί, εκεί κατάχωσαν ζωντανούς στη γη εννιά παλικάρια κι εννιά κοπέλες του εντόπιου πληθυσμού. [7.114.2] Κι είναι περσικό έθιμο να καταχώνουν στη γη ζωντανούς· έτσι, έχω την πληροφορία πως και η Άμηστρις, η γυναίκα του Ξέρξη, στα γηρατειά της έκανε χάρισμα στο θεό, που καταπώς πιστεύουν βασιλεύει στον Κάτω κόσμο, δυο επτάδες αγόρια, γιους επισήμων Περσών, καταχώνοντάς τα στη γη — ήταν το ευχαριστώ της στο θεό που της χάριζε ζωή.
[7.115.1] Ο στρατός συνέχιζε την πορεία του από τον Στρυμόνα· εκεί, κατά τη μεριά που βασιλεύει ο ήλιος, σε μια παραλία είναι χτισμένη η ελληνική πόλη Άργιλος, που την προσπέρασε· η περιοχή αυτή, όπως κι εκείνη που βρίσκεται στα βορινά της, λέγεται Βισαλτία. [7.115.2] Κι αποκεί, έχοντας στο αριστερό του χέρι τον κόλπο που γειτονεύει με το ναό του Ποσειδώνος, πορευόταν διασχίζοντας την πεδιάδα που ονομαζόταν του Συλέως, προσπερνώντας την ελληνική πόλη Στάγιρο κι έφτασε στην Άκανθο, ενσωματώνοντας στο εκστρατευτικό του σώμα τον ένα ύστερ᾽ από τον άλλο τους στρατούς όλων των εθνών αυτής της περιοχής κι εκείνων που κατοικούσαν γύρω από το όρος Παγγαίο, με τον τρόπο που είχε ενσωματώσει αυτούς που τον κατάλογό τους έδωσα προηγουμένως: όσους κατοικούσαν στα παραθαλάσσια τους στρατολόγησε και τους ενσωμάτωσε στο ναυτικό, ενώ όσοι κατοικούσαν στα μεσόγεια τον ακολουθούσαν πεζοί. [7.115.3] Και το δρόμο αυτόν, απ᾽ τον οποίο προέλασε ο βασιλιάς Ξέρξης με το στρατό του, οι Θράκες ούτε τον σκάβουν ούτε σπέρνουν απάνω του, αλλά του δείχνουν μεγάλο σεβασμό, ώς τις μέρες μας.
[7.116.1] Κι όταν ο Ξέρξης έφτασε στην Άκανθο, ανακήρυξε την πόλη των Ακανθίων φιλική του βασιλιά και της έκανε δώρο μηδική ενδυμασία· κι έκανε το εγκώμιό τους, βλέποντάς τους να δείχνουν μεγάλο ζήλο για τις πολεμικές επιχειρήσεις του κι έχοντας τις πληροφορίες για τη διώρυγα.
[7.117.1] Κι όσο ο Ξέρξης ήταν στην Άκανθο, συνέβη να πεθάνει από αρρώστια ο αρχιεπιστάτης της διώρυγας, ο Αρταχαίης, που είχε την ιδιαίτερη εκτίμηση του Ξέρξη· από καταγωγή ήταν Αχαιμενίδης και στο ανάστημα ήταν ο πιο ψηλός Πέρσης (γιατί τέσσερα δάχτυλα του έλειπαν για να φτάσει τους πέντε βασιλικούς πήχεις), κι ήταν ο άνθρωπος με την πιο δυνατή φωνή στον κόσμο· κι έτσι ο Ξέρξης πήρε το θάνατό του για μεγάλη συμφορά και του έκανε την πιο μεγαλόπρεπη εκφορά, και τάφο· κι όλος ο στρατός σώρευε χώμα για να του κάνει τύμβο. [7.117.2] Σ᾽ ετούτον τον Αρταχαίη οι Ακάνθιοι, ύστερ᾽ από χρησμό, προσφέρουν θυσίες σα σε ημίθεο, κραυγάζοντας τ᾽ όνομά του. Λοιπόν πόνεσε η ψυχή του βασιλιά Ξέρξη για το θάνατο του Αρταχαίη.
[7.118.1] Όσοι από τους Έλληνες δέχτηκαν στις πόλεις τους το στρατό και πρόσφεραν δείπνο στον Ξέρξη, και ποιό κακό δεν τους βρήκε, έτσι που παρατούσαν τα σπίτια τους κι έφευγαν άρον άρον· για παράδειγμα, όταν οι Θάσιοι υποδέχτηκαν το εκστρατευτικό σώμα του Ξέρξη και του πρόσφεραν δείπνο —και το ᾽καναν αυτό εξαιτίας των πόλεων που είχαν ιδρύσει στη στεριά—, ο Αντίπατρος, ο γιος του Οργέως, πολίτης από τους πρώτους ανάμεσα στους πρώτους, που είχε εκλεγεί επί τούτο, παρουσίασε τον εξής απολογισμό: είχαν δαπανηθεί για το δείπνο τετρακόσια τάλαντα ασήμι.
[7.119.1] Παρόμοιοι ήταν κι οι απολογισμοί που παρουσίαζαν οι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση στις άλλες πόλεις. Γιατί νά τί λογής περίπου ήταν αυτό το δείπνο, αφού μάλιστα είχε παραγγελθεί από πολύ καιρό και του έδιναν εξαιρετική σημασία: [7.119.2] απ᾽ τη μια, αμέσως μόλις άκουαν την αγγελία από τους κήρυκες που τη μετέφεραν παντού ένα γύρο, μοίραζαν σιτάρι στις πόλεις και οι πολίτες όλοι άλεθαν αλεύρι από σιτάρι και κριθάρι δουλεύοντας μήνες πολλούς· κι από την άλλη, σίτευαν ζώα, αναζητώντας με πολύ χρήμα τα πρώτα και καλύτερα, και τάιζαν πουλερικά της στεριάς και υδρόβια μες σε κοτέτσια και πισίνες, για να τραπεζώσουν το στρατό· τέλος, κατασκεύαζαν χρυσά κι ασημένια ποτήρια και κρατήρες κι όλα τ᾽ άλλα που βάζουν πάνω στο τραπέζι. [7.119.3] Βέβαια ετούτα είχαν κατασκευαστεί για τον βασιλιά και τους ομοτράπεζούς του, ενώ για τον υπόλοιπο στρατό μονάχα αυτά που είχαν παραγγελθεί για τροφή του. Τώρα, μόλις έφτανε το στράτευμα, τους περίμενε μια σκηνή καλοστημένη, που σ᾽ αυτήν κατέλυε ο Ξέρξης, ενώ ο υπόλοιπος στρατός κατέλυε στο ύπαιθρο. [7.119.4] Κι όταν έφτανε η ώρα του δείπνου, αυτοί που φιλοξενούσαν κοψομεσιάζονταν, ενώ οι άλλοι, καλοχορτασμένοι και με το παραπάνω, περνούσαν εκεί τη νύχτα και την άλλη μέρα έριχναν κάτω τη σκηνή και σηκώνονταν κι έφευγαν παίρνοντας κάθε φορά μαζί τους όλα τα έπιπλα και τα σκεύη· δεν άφηναν τίποτε, κουβαλούσαν όλα τα πάντα.
[7.120.1] Σ᾽ αυτή την περίσταση αποδείχτηκε πετυχημένη η φράση του Μεγακρέοντος από τα Άβδηρα, που συμβούλεψε τους Αβδηρίτες, όλη η πόλη, άντρες και γυναίκες, να πάνε στους ναούς τους και να καθίσουν ικέτες στους θεούς, παρακαλώντας τους να γλιτώνουν και στο μέλλον την πόλη τους από τις μισές από τις συμφορές που θα τους περιμένουν, κι εκδηλώνοντας τη μεγάλη ευγνωμοσύνη τους για ό,τι πέρασε και πάει, δηλαδή που ο βασιλιάς Ξέρξης δε συνήθιζε να κάθεται στο τραπέζι δυο φορές τη μέρα· [7.120.2] γιατί, αν οι Αβδηρίτες είχαν πάρει παραγγελία να ετοιμάσουν και γεύμα παρόμοιο με το δείπνο, θα ᾽χαν να κάνουν το έν᾽ από τα δυο: ή να μη μείνουν στην πόλη τους περιμένοντας την επίσκεψη του Ξέρξη ή, αν έμεναν, να εξαθλιωθούν όσο κανένας άλλος στον κόσμο.