Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (6.18.1-6.25.2)

[6.18.1] Οἱ δὲ Πέρσαι ἐπείτε τῇ ναυμαχίῃ ἐνίκων τοὺς Ἴωνας, τὴν Μίλητον πολιορκέοντες ἐκ γῆς καὶ θαλάσσης [καὶ] ὑπορύσσοντες τὰ τείχεα καὶ παντοίας μηχανὰς προσφέροντες αἱρέουσι κατ᾽ ἄκρης ἕκτῳ ἔτεϊ ἀπὸ τῆς ἀποστάσιος τῆς Ἀρισταγόρεω· καὶ ἠνδραποδίσαντο τὴν πόλιν, ὥστε συμπεσεῖν τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ τῷ ἐς Μίλητον γενομένῳ. [6.19.1] χρεωμένοισι γὰρ Ἀργείοισι ἐν Δελφοῖσι περὶ σωτηρίης τῆς πόλιος τῆς σφετέρης ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρηστήριον, τὸ μὲν ἐς αὐτοὺς τοὺς Ἀργείους φέρον, τὴν δὲ παρενθήκην ἔχρησε ἐς Μιλησίους. [6.19.2] τὸ μέν νυν ἐς τοὺς Ἀργείους ἔχον, ἐπεὰν κατὰ τοῦτο γένωμαι τοῦ λόγου, τότε μνησθήσομαι, τὰ δὲ τοῖσι Μιλησίοισι οὐ παρεοῦσι ἔχρησε, ἔχει ὧδε·
καὶ τότε δή, Μίλητε, κακῶν ἐπιμήχανε ἔργων,
πολλοῖσιν δεῖπνόν τε καὶ ἀγλαὰ δῶρα γενήσῃ,
σαὶ δ᾽ ἄλοχοι πολλοῖσι πόδας νίψουσι κομήταις,
νηοῦ δ᾽ ἡμετέρου Διδύμοις ἄλλοισι μελήσει.
[6.19.3] τότε δὴ ταῦτα τοὺς Μιλησίους κατελάμβανε, ὅτε γε ἄνδρες μὲν οἱ πλεῦνες ἐκτείνοντο ὑπὸ τῶν Περσέων ἐόντων κομητέων, γυναῖκες δὲ καὶ τέκνα ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ἐγίνοντο, ἱρὸν δὲ τὸ ἐν Διδύμοισι, ὁ νηός τε καὶ τὸ χρηστήριον, συληθέντα ἐνεπίμπρατο. τῶν δ᾽ ἐν τῷ ἱρῷ τούτῳ χρημάτων πολλάκις μνήμην ἑτέρωθι τοῦ λόγου ἐποιησάμην. [6.20.1] ἐνθεῦτεν οἱ ζωγρηθέντες τῶν Μιλησίων ἤγοντο ἐς Σοῦσα. βασιλεὺς δέ σφεας Δαρεῖος κακὸν οὐδὲν ἄλλο ποιήσας κατοίκισε ἐπὶ τῇ Ἐρυθρῇ καλεομένῃ θαλάσσῃ, ἐν Ἄμπῃ πόλι, παρ᾽ ἣν Τίγρης ποταμὸς παραρρέων ἐς θάλασσαν ἐξίει. τῆς δὲ Μιλησίων χώρης αὐτοὶ μὲν οἱ Πέρσαι εἶχον τὰ περὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ πεδίον, τὰ δὲ ὑπεράκρια ἔδοσαν Καρσὶ Πηδασεῦσι ἐκτῆσθαι. [6.21.1] παθοῦσι δὲ ταῦτα Μιλησίοισι πρὸς Περσέων οὐκ ἀπέδοσαν τὴν ὁμοίην Συβαρῖται, οἳ Λᾶόν τε καὶ Σκίδρον οἴκεον τῆς πόλιος ἀπεστερημένοι. Συβάριος γὰρ ἁλούσης ὑπὸ Κροτωνιητέων Μιλήσιοι πάντες ἡβηδὸν ἀπεκείραντο τὰς κεφαλὰς καὶ πένθος μέγα προσεθήκαντο· πόλιες γὰρ αὗται μάλιστα δὴ τῶν ἡμεῖς ἴδμεν ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν. [6.21.2] οὐδὲν ὁμοίως καὶ Ἀθηναῖοι· Ἀθηναῖοι μὲν γὰρ δῆλον ἐποίησαν ὑπεραχθεσθέντες τῇ Μιλήτου ἁλώσι τῇ τε ἄλλῃ πολλαχῇ καὶ δὴ καὶ ποιήσαντι Φρυνίχῳ δρᾶμα Μιλήτου ἅλωσιν καὶ διδάξαντι ἐς δάκρυά τε ἔπεσε τὸ θέητρον καὶ ἐζημίωσάν μιν ὡς ἀναμνήσαντα οἰκήια κακὰ χιλίῃσι δραχμῇσι, καὶ ἐπέταξαν μηκέτι μηδένα χρᾶσθαι τούτῳ τῷ δράματι.
[6.22.1] Μίλητος μέν νυν Μιλησίων ἠρήμωτο· Σαμίων δὲ τοῖσί τι ἔχουσι τὸ μὲν ἐς τοὺς Μήδους ἐκ τῶν στρατηγῶν τῶν σφετέρων ποιηθὲν οὐδαμῶς ἤρεσκε, ἐδόκεε δὲ μετὰ τὴν ναυμαχίην αὐτίκα βουλευομένοισι, πρὶν ἤ σφι ἐς τὴν χώρην ἀπικέσθαι τὸν τύραννον Αἰάκεα, ἐς ἀποικίην ἐκπλέειν μηδὲ μένοντας Μήδοισί τε καὶ Αἰάκεϊ δουλεύειν. [6.22.2] Ζαγκλαῖοι γὰρ οἱ ἀπὸ Σικελίης τὸν αὐτὸν χρόνον τοῦτον πέμποντες ἐς τὴν Ἰωνίην ἀγγέλους ἐπεκαλέοντο τοὺς Ἴωνας ἐς Καλὴν ἀκτήν, βουλόμενοι αὐτόθι πόλιν κτίσαι Ἰώνων· ἡ δὲ Καλὴ αὕτη ἀκτὴ καλεομένη ἔστι μὲν Σικελῶν, πρὸς δὲ Τυρσηνίην τετραμμένη τῆς Σικελίης. τούτων ὦν ἐπικαλεομένων οἱ Σάμιοι μοῦνοι Ἰώνων ἐστάλησαν, σὺν δέ σφι Μιλησίων οἱ ἐκπεφευγότες. [6.23.1] ἐν ᾧ τοιόνδε δή τι συνήνεικε γενέσθαι· Σάμιοί τε κομιζόμενοι ἐς Σικελίην ἐγίνοντο ἐν Λοκροῖσι τοῖσι Ἐπιζεφυρίοισι καὶ Ζαγκλαῖοι αὐτοί τε καὶ ὁ βασιλεὺς αὐτῶν, τῷ οὔνομα ἦν Σκύθης, περικατέατο πόλιν τῶν Σικελῶν ἐξελεῖν βουλόμενοι. [6.23.2] μαθὼν δὲ ταῦτα ὁ Ῥηγίου τύραννος Ἀναξίλεως, τότε ἐὼν διάφορος τοῖσι Ζαγκλαίοισι, συμμείξας τοῖσι Σαμίοισι ἀναπείθει ὡς χρεὸν εἴη Καλὴν μὲν ἀκτήν, ἐπ᾽ ἣν ἔπλεον, ἐᾶν χαίρειν, τὴν δὲ Ζάγκλην σχεῖν, ἐοῦσαν ἔρημον ἀνδρῶν. [6.23.3] πειθομένων δὲ τῶν Σαμίων καὶ σχόντων τὴν Ζάγκλην, ἐνθαῦτα οἱ Ζαγκλαῖοι, ὡς ἐπύθοντο ἐχομένην τὴν πόλιν [ἑωυτῶν], ἐβοήθεον αὐτῇ καὶ ἐπεκαλέοντο Ἱπποκράτεα τὸν Γέλης τύραννον· ἦν γὰρ δή σφι οὗτος σύμμαχος. [6.23.4] ἐπείτε δὲ αὐτοῖσι καὶ ὁ Ἱπποκράτης σὺν τῇ στρατιῇ ἧκε βοηθέων, Σκύθην μὲν τὸν μούναρχον τῶν Ζαγκλαίων ὡς ἀποβαλόντα τὴν πόλιν ὁ Ἱπποκράτης πεδήσας καὶ τὸν ἀδελφεὸν αὐτοῦ Πυθογένεα ἐς Ἴνυκα πόλιν ἀπέπεμψε, τοὺς δὲ λοιποὺς Ζαγκλαίους κοινολογησάμενος τοῖσι Σαμίοισι καὶ ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος προέδωκε. [6.23.5] μισθὸς δέ οἱ ἦν εἰρημένος ὅδε ὑπὸ τῶν Σαμίων, πάντων τῶν ἐπίπλων καὶ ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα μεταλαβεῖν τῶν ἐν τῇ πόλι, τὰ δ᾽ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν πάντα Ἱπποκράτεα λαγχάνειν. [6.23.6] τοὺς μὲν δὴ πλεῦνας τῶν Ζαγκλαίων αὐτὸς ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ εἶχε δήσας, τοὺς δὲ κορυφαίους αὐτῶν τριηκοσίους ἔδωκε τοῖσι Σαμίοισι κατασφάξαι. οὐ μέντοι οἵ γε Σάμιοι ἐποίησαν ταῦτα. [6.24.1] Σκύθης δὲ ὁ τῶν Ζαγκλαίων μούναρχος ἐκ τῆς Ἴνυκος ἐκδιδρήσκει ἐς Ἱμέρην, ἐκ δὲ ταύτης παρῆν ἐς τὴν Ἀσίην καὶ ἀνέβη παρὰ βασιλέα Δαρεῖον. καί μιν ἐνόμισε Δαρεῖος πάντων ἀνδρῶν δικαιότατον εἶναι ὅσοι ἐκ τῆς Ἑλλάδος παρ᾽ ἑωυτὸν ἀνέβησαν· [6.24.2] καὶ γὰρ παραιτησάμενος βασιλέα ἐς Σικελίην ἀπίκετο καὶ αὖτις ἐκ τῆς Σικελίης ὀπίσω παρὰ βασιλέα, ἐς ὃ γήραϊ μέγα ὄλβιος ἐὼν ἐτελεύτησε ἐν Πέρσῃσι. Σάμιοι δὲ ἀπαλλαχθέντες Μήδων ἀπονητὶ πόλιν καλλίστην Ζάγκλην περιεβεβλέατο. [6.25.1] μετὰ δὲ τὴν ναυμαχίην τὴν ὑπὲρ Μιλήτου γενομένην Φοίνικες κελευσάντων Περσέων κατῆγον ἐς Σάμον Αἰάκεα τὸν Συλοσῶντος ὡς πολλοῦ τε ἄξιον γενόμενον σφίσι καὶ μεγάλα κατεργασάμενον· [6.25.2] καὶ Σαμίοισι μούνοισι τῶν ἀποστάντων ἀπὸ Δαρείου διὰ τὴν ἔκλειψιν τῶν νεῶν [τῶν] ἐν τῇ ναυμαχίῃ οὔτε ἡ πόλις οὔτε τὰ ἱρὰ ἐνεπρήσθη. Μιλήτου δὲ ἁλούσης αὐτίκα καὶ Καρίην ἔσχον οἱ Πέρσαι, τὰς μὲν ἐθελοντὴν τῶν πολίων ὑποκυψάσας, τὰς δὲ ἀνάγκῃ προσηγάγοντο.

[6.18.1] Και οι Πέρσες, αφού νίκησαν στη ναυμαχία τους Ίωνες, πολιορκούσαν τη Μίλητο από στεριά και θάλασσα, σκάβοντας λαγούμια κάτω απ᾽ τα τείχη και βάζοντας σ᾽ ενέργεια κάθε λογής τεχνάσματα· λοιπόν την κυρίεψαν κατά κράτος τον έκτο χρόνο από την επανάσταση του Αρισταγόρα· κι έκαναν ανδράποδα τους κατοίκους της, έτσι που να βγει αληθινός ο χρησμός που δόθηκε στους Μιλησίους για τη συμφορά.
[6.19.1] Δηλαδή, όταν οι Αργείοι ζητούσαν χρησμό στους Δελφούς για τη σωτηρία της πόλης τους, δόθηκε χρησμός κοινός, που το ένα μέρος του αφορούσε στους ίδιους τους Αργείους, αλλά ως προσθήκη δόθηκε χρησμός και στους Μιλησίους. [6.19.2] Λοιπόν, το μέρος που αφορά στους Αργείους, όταν φτάσω στο σχετικό σημείο της εξιστόρησής μου, τότε θα το αναφέρω. Τώρα, ο χρησμός που δόθηκε στους Μιλησίους, που δεν ήταν παρόντες, είναι ο εξής:
Και τότε, πρωτομάστορα κάθε κακούργας πράξης,
Μίλητε, θενά γίνεις
το φαγοπότι για πολλούς και δώρα που θαμπώνουν·
και μακρυμάλληδων πολλών θα πλένουνε τα πόδια
της Μίλητος γυναίκες·
κι όσο για το μαντείο μου στα Δίδυμα, σε άλλους
περνά να το φροντίζουν.
[6.19.3] Αυτές λοιπόν οι συμφορές έπεσαν τότε στους Μιλησίους, αφού οι περισσότεροι άντρες θανατώνονταν από τους Πέρσες που είναι μακρυμάλληδες, κι οι γυναίκες και τα παιδιά τους πουλήθηκαν κι έγιναν σκλάβοι, και το λατρευτικό κέντρο στα Δίδυμα, ο ναός και το μαντείο, συλήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες. Κι όσο για τους θησαυρούς που φυλάγονταν στο ναό, τους ανέφερα αλλού σε πολλά σημεία της εξιστόρησής μου.
[6.20.1] Αποκεί και πέρα, όσοι Μιλήσιοι πιάστηκαν ζωντανοί οδηγήθηκαν στα Σούσα. Λοιπόν, ο βασιλιάς Δαρείος, χωρίς να τους κάνει κανένα άλλο κακό, τους εγκατέστησε στην παραλία της λεγόμενης Ερυθράς θάλασσας, στην πόλη Άμπη, που στην περιοχή της ο ποταμός Τίγρης, προσπερνώντας τη, χύνεται στη θάλασσα. Τώρα, από τη χώρα της Μιλήτου οι Πέρσες κράτησαν για τον εαυτό τους τα γύρω από την πόλη και την πεδιάδα, ενώ τα ορεινά τα έδωσαν να τα ορίζουν οι Κάρες της Πηδάσου.
[6.21.1] Στους Μιλησίους, που έπαθαν αυτά τα δεινά από τους Πέρσες, οι Συβαρίτες που, αποδιωγμένοι από την πόλη τους, κατοικούσαν στις πόλεις Λάο και Σκίδρο, δεν ανταπέδωσαν τα ίσα. Δηλαδή, όταν η Σύβαρη κυριεύτηκε από τους Κροτωνιάτες, όλοι οι Μιλήσιοι, από έφηβοι και πάνω, έκοψαν τα μαλλιά της κεφαλής τους και κράτησαν μεγάλο πένθος· γιατί, απ᾽ όσες πολιτείες μάς είναι γνωστές, αυτές οι δυο συνδέθηκαν με την πιο μεγάλη φιλία ανάμεσά τους. [6.21.2] Πολύ διαφορετική όμως ήταν η στάση των Αθηναίων· γιατί οι Αθηναίοι τον πολύ μεγάλο πόνο τους για την άλωση της Μιλήτου τον εκδήλωσαν και με πολλούς άλλους τρόπους αλλά προπάντων μ᾽ αυτόν: όταν ο Φρύνιχος έγραψε τραγωδία «Μιλήτου Άλωσις» και την παρουσίασε στους δραματικούς αγώνες, τα μάτια όλων των θεατών βούρκωσαν απ᾽ τα δάκρυα· και τον καταδίκασαν σε πρόστιμο χιλίων δραχμών, γιατί τους θύμισε δικές τους συμφορές, κι έβγαλαν απόφαση κανένας ποτέ να μην παρουσιάσει αυτή την τραγωδία στο θέατρο.
[6.22.1] Έτσι ορφάνεψε από Μιλησίους η Μίλητος· τώρα, όσοι από τους Σαμίους είχαν κάποια περιουσία ήταν πολύ δυσαρεστημένοι με τους στρατηγούς τους για τις διαπραγματεύσεις που έκαναν με τους Πέρσες και, σε σύσκεψη αμέσως μετά τη ναυμαχία, αποφάσισαν, προτού φτάσει στη χώρα τους ο τύραννος Αιάκης, να σηκωθούν και να παν με τα καράβια τους να χτίσουν αποικία και να μη μείνουν για να ζουν δούλοι και των Περσών και του Αιάκη. [6.22.2] Γιατί ακριβώς αυτό τον καιρό οι κάτοικοι της Ζάγκλης της Σικελίας στέλνοντας αγγελιοφόρους στην Ιωνία προσκαλούσαν τους Ίωνες για την Καλή ακτή, θέλοντας να ιδρύσουν πόλη των Ιώνων σ᾽ αυτή την περιοχή· και η περιοχή αυτή που λέγεται Καλή ακτή κι ανήκει στους Σικελούς, βρίσκεται στο μέρος της Σικελίας που βλέπει προς την Τυρρηνία. Λοιπόν, ύστερ᾽ από την πρόσκληση των Ζαγκλαίων, μονάχα οι Σάμιοι από τους Ίωνες κίνησαν για αποικισμό, και μαζί τους όσοι Μιλήσιοι γλίτωσαν φεύγοντας απ᾽ την πόλη τους.
[6.23.1] Λοιπόν, αυτή η επιχείρηση είχε μια τέτοια περιπέτεια: την ώρα που οι Σάμιοι ήταν στο δρόμο κι έφταναν στη Σικελία, στη χώρα των Λοκρών των Επιζεφυρίων, οι Ζαγκλαίοι —ο στρατός τους κι ο βασιλιάς τους, που λεγόταν Σκύθης— πολιορκούσαν μια πόλη της Σικελίας με σκοπό να την κυριέψουν. [6.23.2] Μαθαίνοντας αυτό ο τύραννος του Ρηγίου Αναξίλαος, που τότε είχε προστριβές με τους Ζαγκλαίους, συνάντησε τους Σαμίους και τους γύρισε τα μυαλά, δηλαδή πως έπρεπε να παρατήσουν την Καλή ακτή, στην οποία κατευθύνονταν με τα καράβια τους, και να πάρουν τη Ζάγκλη, που βρισκόταν ορφανή από υπερασπιστές. Οι Σάμιοι τον άκουσαν και πήραν τη Ζάγκλη· [6.23.3] τότε οι Ζαγκλαίοι, μόλις έμαθαν ότι η πόλη τους κυριεύτηκε, έσπευδαν να τη σώσουν και καλούσαν για βοηθό τους τον Ιπποκράτη, τον τύραννο της Γέλας· γιατί ήταν σύμμαχός τους. [6.23.4] Κι όταν έφτασε, βοηθός τους, ο Ιπποκράτης με τα στρατεύματά του, τον Σκύθη, τον μονάρχη των Ζαγκλαίων, επειδή εξαιτίας του χάθηκε η πόλη, αλυσοδεμένο μαζί με τον αδερφό του τον Πυθογένη ο Ιπποκράτης τους έστειλε στην πόλη Ίνυκα, και τους υπόλοιπους Ζαγκλαίους, αφού ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Σαμίους κι έδωσε και πήρε όρκους, τους παρέδωσε σ᾽ αυτούς. [6.23.5] Κι οι Σάμιοι του είχαν υποσχεθεί την εξής αντιμισθία: να πάρει μερίδιό του τα μισά από το σύνολο της κινητής περιουσίας και των δούλων που ήταν στην πόλη, κι όλα όσα βρίσκονταν στ᾽ αγροκτήματα να πάνε στο μερίδιο του Ιπποκράτη. [6.23.6] Τους περισσότερους λοιπόν από τους Ζαγκλαίους τους κρατούσε σαν δούλους στη φυλακή, και τις κεφαλές της πόλης, τριακόσιους, τους παρέδωσε στους Σαμίους για να τους κατασφάξουν. Οπωσδήποτε όμως οι Σάμιοι δεν το έκαναν αυτό.
[6.24.1] Κι ο Σκύθης, ο μονάρχης των Ζαγκλαίων, δραπετεύει από την Ίνυκα και βρέθηκε στην Ιμέρα κι αποκεί έφτασε στην Ασία κι ανέβηκε στην αυλή του βασιλιά Δαρείου. Κι ο Δαρείος τον θεώρησε ως τον πιο δίκαιο άνθρωπο απ᾽ όλους όσοι ανέβηκαν στην αυλή του από την Ελλάδα· [6.24.2] γιατί ο Σκύθης, αφού ζήτησε και πήρε άδεια από τον βασιλιά, πήγε στη Σικελία και γύρισε πάλι από τη Σικελία στο βασιλιά, ώσπου ζώντας μες σε μεγάλα πλούτη πέθανε από γηρατειά. Και οι Σάμιοι, αφού γλίτωσαν από τους Μήδους, χωρίς αγώνα απόχτησαν πόλη ωραιότατη, τη Ζάγκλη.
[6.25.1] Κι ύστερ᾽ από τη ναυμαχία που έγινε στα νερά της Μιλήτου οι Φοίνικες, με διαταγή των Περσών, αποκατέστησαν τον Αιάκη, το γιο του Συλοσώντα, στην εξουσία στη Σάμο, σαν άνθρωπο που τους στάθηκε πολύτιμος και πρόσφερε εξαιρετικές υπηρεσίες· [6.25.2] κι οι Σάμιοι ήταν οι μόνοι απ᾽ όσους επαναστάτησαν εναντίον του Δαρείου που, για τη λιποταξία των καραβιών τους από τη ναυμαχία, ούτε η πόλη τους ούτε οι ναοί τους δόθηκαν στις φλόγες. Οι Πέρσες, αμέσως μετά την άλωση της Μιλήτου, πήραν την Καρία, καθώς άλλες πόλεις δήλωσαν υποταγή με τη θέλησή τους, ενώ τις υπόλοιπες τις προσάρτησαν με τη βία.