Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.191.1-4.196.3)

[4.191.1] Τὸ δὲ πρὸς ἑσπέρης τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ Αὐσέων ἔχονται ἀροτῆρες ἤδη Λίβυες καὶ οἰκίας νομίζοντες ἐκτῆσθαι, τοῖσι οὔνομα κεῖται Μάξυες, οἳ τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κομῶσι, τὰ δ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερὰ κείρουσι, τὸ δὲ σῶμα μίλτῳ χρίονται. φασὶ δὲ οὗτοι εἶναι τῶν ἐκ Τροίης ἀνδρῶν. [4.191.2] ἡ δὲ χώρη αὕτη τε καὶ ἡ λοιπὴ τῆς Λιβύης ἡ πρὸς ἑσπέρην πολλῷ θηριωδεστέρη τε καὶ δασυτέρη ἐστὶ τῆς τῶν νομάδων χώρης. [4.191.3] ἡ μὲν γὰρ δὴ πρὸς τὴν ἠῶ τῆς Λιβύης, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι, ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ, ἡ δὲ ἀπὸ τούτου τὸ πρὸς ἑσπέρης, ἡ τῶν ἀροτήρων, ὀρεινή τε κάρτα καὶ δασέα καὶ θηριώδης· [4.191.4] καὶ γὰρ οἱ ὄφιες οἱ ὑπερμεγάθεες καὶ οἱ λέοντες κατὰ τούτους εἰσὶ καὶ οἱ ἐλέφαντές τε καὶ ἄρκτοι καὶ ἀσπίδες τε καὶ ὄνοι οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες καὶ οἱ κυνοκέφαλοι καὶ οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῖσι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ὡς δὴ λέγονταί γε ὑπὸ Λιβύων, καὶ οἱ ἄγριοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἄγριαι καὶ ἄλλα πλήθεϊ πολλὰ θηρία ἀκατάψευστα. [4.192.1] κατὰ τοὺς νομάδας δέ ἐστι τούτων οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλα τοιάδε, πύγαργοι καὶ ζορκάδες καὶ βουβάλιες καὶ ὄνοι, οὐκ οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες ἀλλ᾽ ἄλλοι ἄποτοι (οὐ γὰρ δὴ πίνουσι), καὶ ὄρυες, τῶν τὰ κέρεα τοῖσι φοίνιξι οἱ πήχεες ποιεῦνται (μέγαθος δὲ τὸ θηρίον τοῦτο κατὰ βοῦν ἐστι), [4.192.2] καὶ βασσάρια καὶ ὕαιναι καὶ ὕστριχες καὶ κριοὶ ἄγριοι καὶ δίκτυες καὶ θῶες καὶ πάνθηρες καὶ βόρυες, καὶ κροκόδειλοι ὅσον τε τριπήχεες χερσαῖοι, τῇσι σαύρῃσι ἐμφερέστατοι, καὶ στρουθοὶ κατάγαιοι καὶ ὄφιες σμικροί, κέρας ἓν ἕκαστος ἔχοντες. ταῦτά τε δὴ αὐτόθι ἐστὶ θηρία καὶ τά περ τῇ ἄλλῃ, πλὴν ἐλάφου τε καὶ ὑὸς ἀγρίου· ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύῃ πάμπαν οὐκ ἔστι. [4.192.3] μυῶν δὲ γένεα τριξὰ αὐτόθι ἐστί· οἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες (τὸ δὲ οὔνομα τοῦτο ἐστὶ μὲν Λιβυστικόν, δύναται δὲ κατ᾽ Ἑλλάδα γλῶσσαν βουνοί), οἱ δὲ ἐχινέες. εἰσὶ δὲ καὶ γαλαῖ ἐν τῷ σιλφίῳ γινόμεναι, τῇσι Ταρτησσίῃσι ὁμοιόταται. τοσαῦτα μέν νυν θηρία ἡ τῶν νομάδων Λιβύων γῆ ἔχει, ὅσον ἡμεῖς ἱστορέοντες ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεθα ἐξικέσθαι. [4.193.1] Μαξύων δὲ Λιβύων Ζαύηκες ἔχονται, τοῖσι αἱ γυναῖκες ἡνιοχέουσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον. [4.194.1] τούτων δὲ Γύζαντες ἔχονται, ἐν τοῖσι μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλέον λέγεται δημιοργοὺς ἄνδρας ποιέειν. μιλτοῦνται δ᾽ ὦν πάντες οὗτοι καὶ πιθηκοφαγέουσι· οἱ δέ σφι ἄφθονοι ὅσοι ἐν τοῖσι ὄρεσι γίνονται. [4.195.1] κατὰ τούτους δὲ λέγουσι Καρχηδόνιοι κεῖσθαι νῆσον τῇ οὔνομα εἶναι Κύραυιν, μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων, πλάτος δὲ στεινήν, διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐλαιέων τε μεστὴν καὶ ἀμπέλων. [4.195.2] λίμνην δὲ ἐν αὐτῇ εἶναι, ἐκ τῆς αἱ παρθένοι τῶν ἐπιχωρίων πτεροῖσι ὀρνίθων κεχριμένοισι πίσσῃ ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ. ταῦτα εἰ μὲν ἔστι ἀληθέως οὐκ οἶδα, τὰ δὲ λέγεται γράφω. εἴη δ᾽ ἂν πᾶν, ὅκου καὶ ἐν Ζακύνθῳ ἐκ λίμνης καὶ ὕδατος πίσσαν ἀναφερομένην αὐτὸς ἐγὼ ὥρων. [4.195.3] εἰσὶ μὲν καὶ πλεῦνες αἱ λίμναι αὐτόθι, ἡ δ᾽ ὦν μεγίστη αὐτέων ἑβδομήκοντα ποδῶν πάντῃ, βάθος δὲ διόργυιός ἐστι· ἐς ταύτην κοντὸν κατιεῖσι ἐπ᾽ ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες, καὶ ἔπειτα ἀναφέρουσι τῇ μυρσίνῃ πίσσαν, ὀδμὴν μὲν ἔχουσαν ἀσφάλτου, τὰ δ᾽ ἄλλα τῆς Πιερικῆς πίσσης ἀμείνω· ἐσχέουσι δὲ ἐς λάκκον ὀρωρυγμένον ἀγχοῦ τῆς λίμνης· ἐπεὰν δὲ ἀθροίσωσι συχνήν, οὕτω ἐς τοὺς ἀμφορέας ἐκ τοῦ λάκκου καταχέουσι. [4.195.4] ὅ τι δ᾽ ἂν ἐσπέσῃ ἐς τὴν λίμνην, ὑπὸ γῆν ἰὸν ἀναφαίνεται ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἡ δὲ ἀπέχει ὡς τέσσερα στάδια ἀπὸ τῆς λίμνης. οὕτω ὦν καὶ τὰ ἀπὸ τῆς νήσου τῆς ἐπὶ Λιβύῃ κειμένης οἰκότα ἐστὶ ἀληθείῃ. [4.196.1] λέγουσι δὲ καὶ τάδε Καρχηδόνιοι, εἶναι τῆς Λιβύης χῶρόν τε καὶ ἀνθρώπους ἔξω Ἡρακλέων στηλέων κατοικημένους, ἐς τοὺς ἐπεὰν ἀπίκωνται καὶ ἐξέλωνται τὰ φορτία, θέντες αὐτὰ ἐπεξῆς παρὰ τὴν κυματωγήν, ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῖα τύφειν καπνόν· τοὺς δ᾽ ἐπιχωρίους ἰδομένους τὸν καπνὸν ἰέναι ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ ἔπειτα ἀντὶ τῶν φορτίων χρυσὸν τιθέναι καὶ ἐξαναχωρέειν πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων. [4.196.2] τοὺς δὲ Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι, καὶ ἢν μὲν φαίνηταί σφι ἄξιος ὁ χρυσὸς τῶν φορτίων, ἀνελόμενοι ἀπαλλάσσονται, ἢν δὲ μὴ ἄξιος, ἐσβάντες ὀπίσω ἐς τὰ πλοῖα κατέαται, οἱ δὲ προσελθόντες ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν, ἐς οὗ ἂν πείθωσι. [4.196.3] ἀδικέειν δὲ οὐδετέρους· οὔτε γὰρ αὐτοὺς τοῦ χρυσοῦ ἅπτεσθαι πρὶν ἄν σφι ἀπισωθῇ τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων, οὔτ᾽ ἐκείνους τῶν φορτίων ἅπτεσθαι πρότερον ἢ αὐτοὶ τὸ χρυσίον λάβωσι.

[4.191.1] Τώρα, αμέσως ύστερ᾽ από τους Αυσείς, προς τα δυτικά του ποταμού Τρίτωνα, βρίσκονται πια Λίβυες γεωργοί και που συνηθίζουν να κατοικούν σε σπίτια· αυτοί ονομάζονται Μάξυες, που αφήνουν μακριά μαλλιά στη δεξιά μεριά του κεφαλιού τους, κουρεύουν όμως την αριστερή, κι αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι· ισχυρίζονται πως κατάγονται από άντρες που ήρθαν από την Τροία. [4.191.2] Λοιπόν αυτά τα μέρη, όπως και η υπόλοιπη Λιβύη που πέφτει δυτικότερα, έχουν άγρια θηρία και δάση πολύ περισσότερα απ᾽ ό,τι η χώρα των νομάδων. [4.191.3] Γιατί η γη της ανατολικής Λιβύης, όπου ζουν οι νομάδες, ώς τον ποταμό Τρίτωνα, είναι χαμηλή κι όλο άμμο, τα μέρη όμως των γεωργών, από τον ποταμό αυτό και δυτικότερα, είναι πολύ ορεινά και με πυκνά δάση και γεμάτα άγρια θηρία. [4.191.4] Γιατί κι εκείνα τα φίδια τα τεράστια και τα λιοντάρια σ᾽ αυτά τα μέρη βρίσκονται, κι οι ελέφαντες κι οι αρκούδες και τα φίδια ασπίδες και γαϊδούρια που έχουν κέρατα και οι σκυλοκέφαλοι και οι ακέφαλοι, που έχουν τα μάτια στο στήθος, καταπώς λένε οι Λίβυες, και οι άντρες οι άγριοι και οι γυναίκες οι άγριες κι ένα πλήθος άλλα θηρία που μπορείς να τα δεις με τα μάτια σου.
[4.192.1] Από τα ζώα αυτά κανένα δε ζει στα μέρη των νομάδων, αλλά άλλες ράτσες, τέτοιας λογής: αντιλόπες και ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα και γαϊδούρια, όχι αυτά που έχουν κέρατα, αλλά άλλη ράτσα, που δεν πίνουν νερό, και όρυες (το ζώο αυτό είναι μεγάλο όσο ένα βόδι, και με τα κέρατά του κάνουν τους βραχίονες της φοινικικής κιθάρας) [4.192.2] και αλεπουδίτσες και ύαινες και σκαντζόχοιροι και άγρια κριάρια και δίκτυες και τσακάλια και πάνθηρες και βόρυες και κροκόδειλοι, της στεριάς, με τρεις πήχες περίπου μάκρος, ολόιδιοι με τις σαύρες, και στρουθοκάμηλοι και μικρά φίδια, που καθένα τους έχει κι από ένα κέρατο. Αυτά τα ζώα λοιπόν ζουν σ᾽ αυτή την περιοχή, όπως κι εκείνα που ζουν σ᾽ άλλα μέρη, εκτός από το ελάφι και το αγριογούρουνο· ελάφια κι αγριογούρουνα δε βρίσκεις πουθενά στη Λιβύη. [4.192.3] Από ποντίκια σ᾽ αυτά τα μέρη έχουμε τρεις ράτσες· τη μια τη λένε δίποδες, τη δεύτερη ζεγέριες (η λέξη είναι λιβυκή, στα ελληνικά θα τη λέγαμε λόφοι) και την τρίτη σκαντζοχοιροπόντικα. Υπάρχουν και γατιά, που ζουν μες στο σίλφιο, ολόιδια με της Ταρτησσού. Λοιπόν τόσες ράτσες άγριων ζώων έχει η γη των νομάδων Λιβύων, όσες μπορέσαμε να καταγράψουμε ύστερα από αναζήτηση που κράτησε πολλά χρόνια.
[4.193.1] Αμέσως ύστερ᾽ από τους Λιβύους Μάξυες έρχονται οι Ζαύηκες, που οι γυναίκες τους οδηγούν τ᾽ άρματά τους στον πόλεμο.
[4.194.1] Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γύζαντες, που στη χώρα τους πολύ μέλι δίνουν οι μέλισσες, πολύ περισσότερο όμως λένε ότι κάνουν οι άνθρωποι που ξέρουν να το δουλεύουν. Κι όλοι τους αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι κι έχουν για τροφή τους τούς πιθήκους, που τους βρίσκουν άφθονους στα βουνά.
[4.195.1] Οι Καρχηδόνιοι λένε πως στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα νησί, που τ᾽ ονομάζουν Κύρανη, με μάκρος διακόσιους σταδίους, στο πλάτος όμως στενό, που μπορεί κανείς να περάσει σ᾽ αυτό απ᾽ τη στεριά με τα πόδια, γεμάτο λιόδεντρα κι αμπέλια. [4.195.2] Και πως στο νησί αυτό βρίσκεται μια λίμνη, που από το βούρκο του βυθού της οι παρθένες του τόπου βγάζουν απάνω, με φτερά πουλιών αλειμμένα με πίσσα, ψήγματα χρυσού. Τώρα, κατά πόσο αυτό είναι αληθινό, δεν το ξέρω — γράφω ό,τι μου είπαν. Τίποτε όμως δεν αποκλείεται, αφού είδα με τα μάτια μου να βγάζουν πίσσα από τα νερά λίμνης στη Ζάκυνθο, [4.195.3] όπου υπάρχουν και άλλες πολλές λίμνες, κι η πιο μεγάλη τους αυτή που, απ᾽ όποια μεριά κι αν μετρηθεί, έχει μάκρος εβδομήντα πόδια, ενώ το βάθος της είναι δυο οργιές· εκεί δένουν κλαδιά μυρτιάς σ᾽ ένα κοντάρι και το βυθίζουν στα νερά της και κατόπι βγάζουν απάνω την πίσσα, που έχει κολλήσει στα κλαδιά της μυρτιάς· έχει μυρωδιά ασφάλτου και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα είναι ανώτερη από την πίσσα της Πιερίας· τη ρίχνουν λοιπόν σε λάκκο που έχουν σκάψει κοντά στη λίμνη· κι αφού μαζευτεί αρκετή, την παίρνουν τότε απ᾽ το λάκκο και τη χύνουν σε αμφορείς. [4.195.4] Κι ό,τι κι αν ρίξεις στη λίμνη, περνά κάτω απ᾽ τη γη και ξαναπροβάλλει στη θάλασσα, που απέχει περίπου τέσσερες σταδίους από τη λίμνη. Με ανάλογο τρόπο λοιπόν φαίνονται αληθινά και τα όσα λέγονται για το νησί που βρίσκεται στις ακτές της Λιβύης.
[4.196.1] Λένε επίσης οι Καρχηδόνιοι πως είναι ένας τόπος της Λιβύης και άνθρωποι που ζουν πιο πέρα από τις Ηράκλειες στήλες, όπου, όταν οι έμποροι φτάνουν και βγάζουν από το καράβι τις πραμάτειες τους, τις αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη στην ακρογιαλιά, κι ύστερα ξαναμπαίνουν στο καράβι τους και σηκώνουν καπνό· κι οι άνθρωποι του τόπου βλέποντας τον καπνό κατεβαίνουν στη θάλασσα κι έπειτα βάζουν εκεί χρυσό, αντίτιμο για τις πραμάτειες, και αποτραβιούνται μακριά από τις πραμάτειες. [4.196.2] Τότε οι Καρχηδόνιοι βγαίνουν στη στεριά και κάνουν λογαριασμό, κι αν τους φανεί πως ο χρυσός είναι τόσος, όσο αξίζουν οι πραμάτειες τους, τον παίρνουν και πηγαίνουν στο καλό· αν όμως αυτές αξίζουν περισσότερο, ξαναμπαίνουν στα πλοία τους και περιμένουν, κι οι άλλοι πλησιάζουν και βάζουν κι άλλο χρυσό, ωσότου τους κάνουν να συμφωνήσουν. [4.196.3] Και λένε πως κανένας τους δεν τρώει το δίκιο του άλλου· δηλαδή πως ούτε οι ίδιοι τους αγγίζουν το χρυσάφι προτού φτάσει στο ποσό που αξίζουν οι πραμάτειες τους ούτε οι ντόπιοι αγγίζουν τις πραμάτειες προτού πάρουν οι άλλοι το χρυσάφι.