Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (272-303)


Ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι·
οὐ μικρόν με πλήσσει Μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην
Ἅρπαξ ἐν βατράχοισιν ἀμείβεται· ἀλλὰ τάχιστα
275Παλλάδα πέμψωμεν πολεμόκλονον ἢ καὶ Ἄρηα,
οἵ μιν ἐπισχήσουσι μάχης κρατερόν περ ἐόντα.
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη Κρονίδης· Ἄρης δ᾽ ἀπαμείβετο μύθῳ·
οὔτ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίης Κρονίδη σθένος οὔτε Ἄρηος
ἰσχύει βατράχοισιν ἀμυνέμεν αἰπὺν ὄλεθρον.
280ἀλλ᾽ ἄγε πάντες ἴωμεν ἀρηγόνες· ἢ τὸ σὸν ὅπλον
κινείσθω μέγα τιτανοκτόνον ὀβριμοεργόν·
ὥς ποτε καὶ Καπανῆα κατέκτανες ὄβριμον ἄνδρα
καὶ μέγαν Ἐγκελάδοντα καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων,
κινείσθω· οὕτω γὰρ ἁλώσεται ὅς τις ἄριστος.
285Ὣς ἄρ᾽ ἔφη· Κρονίδης δὲ βαλὼν ἀργῆτα κεραυνὸν
πρῶτα μὲν ἐβρόντησε, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.
αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς ὅπλον
ἧκ᾽ ἐπιδινήσας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος.
πάντας μέν ῥ᾽ ἐφόβησε βαλὼν βατράχους τε μύας τε·
290ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἀπέληγε μυῶν στρατός, ἀλλ᾽ ἔτι μᾶλλον
ἔλπετο πορθήσειν βατράχων γένος αἰχμητάων,
εἰ μὴ ἀπ᾽ Οὐλύμπου βατράχους ἐλέησε Κρονίων,
ὅς ῥα τότ᾽ ἐν βατράχοισιν ἀρωγοὺς εὐθὺς ἔπεμψεν.
Ἦλθον δ᾽ ἐξαίφνης νωτάκμονες, ἀγκυλοχεῖλαι,
295λοξοβάται, στρεβλοί, ψαλιδόστομοι, ὀστρακόδερμοι,
ὀστοφυεῖς, πλατύνωτοι, ἀποστίλβοντες ἐν ὤμοις,
βλαισοί, χειλοτένοντες, ἀπὸ στέρνων ἐσορῶντες,
ὀκτάποδες, δικάρηνοι, ἀχειρέες, οἱ δὲ καλεῦνται
καρκίνοι, οἵ ῥα μυῶν οὐρὰς στομάτεσσιν ἔκοπτον
300ἠδὲ πόδας καὶ χεῖρας· ἀνεγνάμπτοντο δὲ λόγχαι.
τοὺς δὴ ὑπέδεισαν δειλοὶ μύες οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔμειναν,
ἐς δὲ φυγὴν ἐτράποντο· ἐδύετο δ᾽ ἥλιος ἤδη,
καὶ πολέμου τελετὴ μονοήμερος ἐξετελέσθη.


Επέμβαση του Δία — Η πολύνεκρη μάχη παίρνει τέλος

― Αλί, τρανό κακό τα μάτια μου θωρούν, τρανή λαχτάρα·
τρέμω καθώς στη λίμνη μ᾽ άρματα τον Κομματά ξανοίγω
στο βατραχόστρατο να χύνεται· καθόλου μην αργείτε,
275την Αθηνά την πολεμόχαρη να στείλουμε ή τον Άρη,
να τον κρατήσουν απ᾽ τον πόλεμο μακριά, κι ας μην κρατιέται.
Έτσι του Κρόνου ο γιος εμίλησε· και του αποκρίθη ο Άρης.
― Της Αθηνάς πια τώρα η δύναμη και του Άρη, γιε του Κρόνου,
δεν το μπορούν τον άφευχτο όλεθρο να διώξουν των βατράχων.
280Γι᾽ αυτό να τους συνδράμουμε όλοι μας· ή το δικό σου το όπλο
βρόντα το, που Τιτάνες ρήμαξε κι έργα τρανά τελειώνει.
Κι ως αστραπόκαψες τον άσεβο τον Καπανέα, το γαύρο,
και τον τρανό των Εγκελάδοντα κι άγριες φυλές Γιγάντων,
έτσι καθέναν που είναι ακράτητος θα τον καταδαμάσεις.
285Έτσι είπε αυτός· και τ᾽ αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος αρπάζει.
Πρώτα μπουμπούνισε, τον Όλυμπο τον αψηλό τραντάζει,
κι ευθύς μετά στριφογυρίζοντας το τρομερό του το όπλο
το σφεντονάει, κι εκείνο πέταξε απ᾽ του βασιλιά το χέρι·
κι ως έπεφτε απ᾽ το φόβο ζάρωσαν βατράχια και ποντίκια.
290Μα κι έτσι οι ποντικοί δεν έπαυαν τη μάχη, κι είχαν τώρα
πιότερη ελπίδα πως θα κούρσευαν τους μαχητές βατράχους,
αν απ᾽ τον Όλυμπο θωρώντας τους δεν τους ψυχοπονούσε
του Κρόνου ο γιος, που ευθύς τους έστειλε βοηθούς να τους γλιτώσουν.
Μακροχειλάτα ξάφνου πρόβαλαν, μ᾽ αρματωσιά στη ράχη,
295λοξοπερπάτητα, στραβόκορμα, με ψαλιδένιο στόμα,
σκληρά, πλακουτσωτά, όλο κόκκαλα, μ᾽ αστραφτερούς τούς ώμους,
μακρόνυχα και στραβοπόδαρα, με μάτια μπρος στο στήθος,
μ᾽ οχτώ ποδάρια και δικέφαλα, κουλά, και που καβούρια
τα λεν, και με τα στόματα έκοβαν των ποντικών τα πόδια,
300τα χέρια, τις ουρές, κι απάνω τους στραβώναν τα κοντάρια.
Τρομάζουν τότε οι φοβητσιάρηδες οι ποντικοί, το βάζουν
στα πόδια κι άλλο πια δεν άντεξαν· βασίλευε πια ο ήλιος,
κι έπαψε ο πόλεμος, που κράτησε μονάχα μιαν ημέρα.


«Ω τί μεγάλη συφορά, προβλέπω, θελά γένει
570στους Μπακακάδες σήμερα· Ω τί κακό συμβαίνει!
Του Ροκανούλη η δύναμη παραπολύ με σκιάζει·
ξεπατωμό αθεράπευτο θωρώ να τους τοιμάζει».
Έτζι είπε ο Δίας και σ᾽ αυτά τα θεϊκά του λόγια,
για τους Μπακάκους θλιβερά και μαύρα μοιριολόγια,
575ο Άρης αποκρίθηκε, και λέγει προς τον Δία·
«Δεν είν᾽ δουλειά της Αθηνάς, μήτ᾽ εδική μου αντρεία,
στο χαλασμό των Μπακακών να βάλομεν εμπόδιο·
μόν᾽ αν το κρίνεις εύλογο, το στοχαστείς αρμόδιο,
καταπώς είμαστε μαζί να τρέξομε όλοι αντάμα,
580βοήθεια να τους δώκομε με λόγο και με πράμα·
ή το φριχτό και φλογερό δικό σου αστροπελέκι,
που στων ποδιών σου το θρονί πάντ᾽ αναμμένο στέκει,
οπού Γιγάντους φλόγισε, Τιτάνες έχει κάψει,
αυτό να ρίξεις με βροντή, αυτό σ᾽ αυτούς ν᾽ αστράψει·
585σ᾽ αυτούς να πέσει ανάμεσα, να νιώσουν την οργή σου,
να χωριστούν, σα δοκηθούν, πως είναι προσταγή σου».
Ο Δίας τότε με θυμό αστράφτει και βροντάει,
που ο ουρανός εσείστηκε, η γη βαθιά αντηχάει.
Μες στα στρατέματα η φωτιά οχ τα ουράνια πέφτει,
590αλλ᾽ η ορμή των Ποντικών τελείως δεν ξεπέφτει.
Κοιτάζει ο Δίας φοβερός την τόση αποκοτιά τους,
Και στους Μπακάκους έστειλε βοηθούς από κοντά τους.
Αιφνίδια βγαίνουν οχ τη γη ανάποδα στο σχήμα,
απ᾽ όσα ζιούν εις τη στεριά, ή κολυμπάν στο κύμα,
595πλατζιουκωτά, αστηθόστομα, με κοκκαλένια ράχη,
με δυο ψαλίδες ομπροστά, με μάτια οχ το στομάχι,
μ᾽ οχτώ ποδάρια σκλεπωτά, που στο πλευρό βαδίζουν·
κι αυτά τα τερατόμορφα Καβούρια ονοματίζουν.
Οι δυνατές κοπίδες τους το μέρος που δαγκάσουν,
600θελά το κόψουν άφευχτα, θελά το κομματιάσουν.
Νορές λοιπόν των Ποντικών ποδάρια τούς λιανίζουν,
κι οχ τ᾽ αποδέλοιπο κορμί με πόνους τα χωρίζουν.
Χτυπάν μ᾽ αγώνα οι Ποντικοί και με τα δυνατά τους,
δεν κατορθώνουν τίποτες σ᾽ εκείνους τ᾽ άρματά τους.
605Ας προσπαθούν όσο ημπορούν, του κάκου τυραγνιούνται,
των Καβουριών τα καύκαλα καθόλου δεν τρυπιούνται.
Οχτρούς παρόμοιους να ιδούν ελπίδα δεν τους μένει,
μηδέ βαστάν στον πόλεμο, και φεύγουν τρομασμένοι.
Κοντά βασίλεμα ηλιού το πράμα αυτό ακλουθάει,
610και σε μιας μέρας διάστημα η μάχη αυτή σκολνάει.