Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (199-229)


καὶ τότε κώνωπες μεγάλας σάλπιγγας ἔχοντες
200δεινὸν ἐσάλπιγξαν πολέμου κτύπον· οὐρανόθεν δὲ
Ζεὺς Κρονίδης βρόντησε, τέρας πολέμοιο κακοῖο.
Πρῶτος δ᾽ Ὑψιβόας Λειχήνορα οὔτασε δουρὶ
ἑσταότ᾽ ἐν προμάχοις κατὰ γαστέρα ἐς μέσον ἧπαρ·
κὰδ δ᾽ ἔπεσεν πρηνής, ἁπαλὰς δ᾽ ἐκόνισεν ἐθείρας.
205δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
Τρωγλοδύτης δὲ μετ᾽ αὐτὸν ἀκόντισε Πηλείωνος,
πῆξεν δ᾽ ἐν στέρνῳ στιβαρὸν δόρυ· τὸν δὲ πεσόντα
εἷλε μέλας θάνατος, ψυχὴ δ᾽ ἐκ σώματος ἔπτη.
Σευτλαῖον δ᾽ ἂρ ἔπεφνε βαλὼν κέαρ Ἐμβασίχυτρος,
210Ἀρτοφάγος δὲ Πολύφωνον κατὰ γαστέρα τύψε·
ἤριπε δὲ πρηνής, ψυχὴ δὲ μελέων ἐξέπτη.
Λιμνόχαρις δ᾽ ὡς εἶδεν ἀπολλύμενον Πολύφωνον,
Τρωγλοδύτην ἁπαλοῖο δι᾽ αὐχένος τρῶσεν ἐπιφθὰς
Ὠκιμίδην δ᾽ ἄχος εἷλε καὶ ἤλασεν ὀξέϊ σχοίνῳ
215οὐδ᾽ ἐξέσπασεν ἔγχος ἐναντίον· ὡς δ᾽ ἐνόησε
Λειχήνωρ δ᾽ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ
καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε καθ᾽ ἧπαρ· ὡς δ᾽ ἐνόησε
Κοστοφάγον φεύγοντα βαθείαις ἔμπεσεν ὄχθαις.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἀπέληγε μάχης ἀλλ᾽ ἤλασεν αὐτόν·
220κάππεσε δ᾽, οὐκ ἀνένευσεν, ἐβάπτετο δ᾽ αἵματι λίμνη
πορφυρέῳ, αὐτὸς δὲ παρ᾽ ἠιόν᾽ ἐξετανύσθη,
χορδῇσιν λιπαρῇσί τ᾽ ἐπορνύμενος λαγόνεσσιν.
Τυροφάγον δ᾽ αὐτῇσιν ἐπ᾽ ὄχθαις ἐξενάριξεν.
Πτερνογλύφον δὲ ἰδὼν Καλαμίνθιος ἐς φόβον ἦλθεν,
225ἥλατο δ᾽ ἐς λίμνην φεύγων τὴν ἀσπίδα ῥίψας.
Λιτραῖον δ᾽ ἀρ᾽ ἔπεφνεν ἀμύμων Βορβοροκοίτης,
Ὑδρόχαρις δ᾽ ἔπεφνεν Πτερνοφάγον βασιλῆα,
χερμαδίῳ πλήξας κατὰ βρέγματος· ἐγκέφαλος δὲ
ἐκ ῥινῶν ἔσταξε, παλάσσετο δ᾽ αἵματι γαῖα.


Η φονική μάχη

Και τότε σάλπιγγες αρπάζοντας στα χέρια τα κουνούπια
200το φοβερό της μάχης σάλπισμα σαλπίσαν· κι απ᾽ τα ουράνια
του Κρόνου ο γιος ο Δίας εβρόντησε, σημάδι του πολέμου.
Με δόρυ πρώτος ο Βροντόλαλος χτυπάει τον Αντρογλύφτη
μες στους προμάχους στο κατώκοιλο και του τρυπάει το σκώτι.
Μπρούμυτα αυτός σωριάστη, γέμισε η λεπτή του χαίτη σκόνη.
205Με βρόντο πέφτει κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του.
Κι ο Τρυποφράκτης τότε χτύπησε και το βαρύ κοντάρι
στο στήθος του Λασπίδη κάρφωσε· σωριάστη αυτός και μαύρος
χάρος τον βρήκε, κι απ᾽ το σώμα του μακριά πετάει η ψυχή του.
Τον Παντζαρά χτυπάει κατάστηθα, σκοτώνει ο Χυτροβούτας.
210Τον Φωνακλά στο κατωκοίλι του χτυπάει ο Ψωμοψάχτης,
σωριάστη πίστομα, απ᾽ τα μέλη του μακριά πετάει η ψυχή του.
Τον Φωνακλά σαν είδε οπού ᾽σβηνε, χυμά ο Βαλτίσιος, τρέχει,
τον Τρυποφράκτη φτάνει, τον χτυπά, στο σβέρκο τον πληγώνει.
Βλέπει ο Βασιλικιώτης, θύμωσε, και στο Βαλτίσιο μπήγει
215καλάμι σουβλερό και τ᾽ άφησε μπηγμένο· κι ως τους είδε,
με το λαμπρό του τον σημάδεψε κοντάρι κι ο Αντρογλύφτης
και τον καρφώνει, δεν αστόχησε, στο σκώτι· μα σαν είδε
το Ριζοφάγο, που γοργόφευγε, τον κυνηγάει στις όχθες,
και μήτε εκεί τον απαράτησε, του ρίχνει, πέφτει εκείνος
220κάτω και δε ματασηκώθηκε και με το σκούρο του αίμα
βάφτηκε η λίμνη· στην ακρογιαλιά μακρύς, φαρδύς ξαπλώθη
κι απάνω στ᾽ άντερά του πήδαγε και στα παχιά λαγόνια.
Στην όχθη κι ο Λιμνιώτης σκύλεψε νεκρό τον Τυροφάγο.
Τον Τσικνογλύφτη σαν αντίκρισε, με τρόμο ο Καλαμιώτης
225πέταξε την ασπίδα, πήδηξε και χώθηκε στη λίμνη.
Προβάλλει ο Λασποσπίτης ο άψεγος, τον Σαπουνά σκοτώνει.
Κι ο Νερορούφας εθανάτωσε το ρήγα Παστρουμάδη,
τρανή πετώντας στο κεφάλι του κοτρόνα· τα μυαλά του
χύθηκαν από τα ρουθούνια του κι η γης εγέμισε αίμα.


Ζευγάρι τότε Κουνουπιών ηκούστη στον αέρα,
410οπού βοάν με ταραχή ψηλά στην ατμοσφαίρα,
με της μακριές τους σάλπιγγες για να παρακινήσουν,
με το σημάδι της φωνής τη μάχη ν᾽ αρχινήσουν.
Ο Δίας προς βεβαίωση των σαλπιστών βροντάει,
που τα ουράνια ετρόμαξε, τη γη καταφοβάει.
415Εδώ του Φουσκομάγουλου αντίς ν᾽ ακολουθήσουν
το εξαίρετο στρατήγημα, και να μη πολεμήσουν,
μόν᾽ να δεχτούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν,
και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν,
πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμώνει,
420και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει,
το Λαδορούφη πὄστεκε στη μπροστινήν αράδα,
στρατιώτη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντρειά κι αξιάδα·
αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη,
μες στο πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκώτι.
425Έπεσ᾽ ευτύς τ᾽ ανάσκελα εκείνος λαβωμένος,
στον κουρνιαχτό ο ταλαίπωρος αιματοκυλημένος·
αλλά δε χάνει τη ζωή, για τότες δεν πεθνήσκει,
στους πρώτους πάλι βρίσκεται, στον τόπον απομνήσκει.
Μ᾽ αντρειά μεγάλη δεύτερα ο Τρυποφράχτης δίνει
430μες στου Βαλτίσιου την καρδιά του χάρου την οδύνη.
Τα ίσια σαν του τράβησε στ᾽ αστήθια τον καρφώνει,
νεκρό κουφάρι ακίνητο και κρύο τον ξαπλώνει.
Βλητρούδης ο αγέλαστος σ᾽ ένα άλλο μέρος πάλι
στο Λυχνοπήδαν ήφερε φριχτού θανάτου ζάλη·
435στο ψυχικό η κονταριά ορμητικά τον παίρει,
κι ως αστραπή τον έριξε το φονικό του χέρι.
Ο Κοροφάγος τρομερός με πείσμα του κινάει,
στο Φωναράν εχύμησε στη μέση τον χτυπάει·
στη γη σωρόν τον άφηκε, και κείθε σ᾽ άλλα μέρη
440διαβαίνει, κι αποπίσω του σφαγή και φόνο φέρει.
Το σκοτωμό του Φωναρά να ιδεί ο Νοτιάρης φρίζει
έτζι γοργόν παράστρατα, κι από θυμόν αφρίζει·
ατόφια κι ολοστρόγγυλη μια πέτρα ευτύς αρπάζει·
μ᾽ οργή πολλή και μάνητα καλά σαν τη χουφτιάζει,
445στον Τρυπαφράχτη απανωθιό, οπού τον αντικρύζει,
με γληγοράδα απίστευτη τα ίσια σφεντονίζει·
τον παίρει στο αντικέφαλο, κι αιώνιο σκοτάδι
εθάμπωσε τα μάτια του, τον προβοδάει στον άδη.
Ο Λαδορούφης αποκεί που λαβωμένος στέκει,
450δεν ησυχάζει ζωντανός να μένει αργός παρέκει·
στη δυνατή παλάμη του ζυγιάζει το κοντάρι,
το ρίχνει θανατώνοντας στον τόπο το Νοτιάρη.
Σαν το δοκήθη ο Λαχανάς λιγόστεψε η ψυχή του,
και μες στη λίμνη απήδησε να γλύσει τη ζωή του·
455αλλά κι εκεί που πάντεχε μ᾽ ασφάλεια να γλυτρώσει,
ο μαύρος χάρος κι άλαλος δεν έλειψε να σώσει·
τι ο Λαδορούφης νιώθοντας τον άναντρο σκοπό του,
κι από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του·
μια κονταριά σαν τὄσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει,
460κι από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει·
τα μέλη του ακίνητα κι αλύγιγα τεντώνουν,
και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ᾽ αμπώνουν.
Τον Τυρογλύφη σε γκρεμόν εγκύλησε ο Λιμνιώτης,
και σ᾽ άλλον τ᾽ όμοιο θέλησε να κάμει ο Καλαμιώτης·
465μόν᾽ στη στιγμή που βάνεται, να δείξει αντρειά βουλιέται,
τον Ασκοτρύπα τον τρανόν απάντεχα δοκέται,
που φόνευε αλεημόνητα καθέναν που απαντούσε,
σαν να όριζε το θάνατο, στο χέρι τον κρατούσε·
επάγωσε οχ το φόβο του, και τὄπεσε η ασπίδα,
470και μες στη λίμνη απόθεσε την παντοχή κι ελπίδα.
Του Καλαμιώτη οι Ποντικοί το κάμωμα θωρώντας,
στους Μπακακάδες όρμησαν περσότερο θαρρώντας·
και τους μαζώνουν ομπροστά μ᾽ αλαλαγμό και κρότο,
κατόπι κυνηγώντας τους ᾽χ τόν ύστερ᾽ ώς τον πρώτο.
475Μόν᾽ στων στρατιώτων τ᾽ άγνωστο δειλό ανακατωμά τους
ο Νερορούφας έφτακε τρεχάτα από κοντά τους,
και τους φωνάζει να σταθούν μ᾽ ασάλευτο ποδάρι,
και σκύφτει αδράζει από τη γη χοντρό βαρύ λιθάρι·
εκοντοστάθη, ετίναξε την παχουλή παλάμη,
480κι ανάγκασεν αλάθευτα την πέτρα ευθύς να δράμει
με βογκητό και σιουρισμό τα ίσια στο σημάδι,
που μάτιασε ο σκληρόκαρδος τον άξιον Παστρουμάδη,
μεγάλο αφεντόπουλο και νιο από τα χρόνια,
που των Μπακάκων έφερνε ζημιά και καταφρόνια.
485Στον καταπιόνα του λαιμού τον βάρεσεν η πέτρα,
και της ζωής του εχάλασε σε μια στιγμή τα μέτρα·
βουβός, ταμπηχτοκέφαλα, και καταματωμένος,
χωρίς ανάσα και πνοή διπλώθηκε σφασμένος.
Αυτός ο θάνατος μεμιάς τους Ποντικούς μουδιάζει,
490κι από την πρώτη τους ορμή ν᾽ αποκοπούν τους βιάζει.
Κι οι Μπακακάδες θάρρεψαν και χαμοξανασαίνουν,
και με καινούργιες δύναμες τη μάχη πάλι σταίνουν.