Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (1-8)


Ἀρχόμενος πρώτης σελίδος χορὸν ἐξ Ἑλικῶνος
ἐλθεῖν εἰς ἐμὸν ἦτορ ἐπεύχομαι εἵνεκ᾽ ἀοιδῆς,
ἣν νέον ἐν δέλτοισιν ἐμοῖς ἐπὶ γούνασι θῆκα,
δῆριν ἀπειρεσίην, πολεμόκλονον ἔργον Ἄρηος,
5εὐχόμενος μερόπεσσιν ἐς οὔατα πᾶσι βαλέσθαι
πῶς μύες ἐν βατράχοισιν ἀριστεύσαντες ἔβησαν,
γηγενέων ἀνδρῶν μιμούμενοι ἔργα Γιγάντων,
ὡς λόγος ἐν θνητοῖσιν ἔην· τοίην δ᾽ ἔχεν ἀρχήν.


Επίκληση στις Μούσες

Την πρώτη μου σελίδα αρχίζοντας, ω Μούσες του Ελικώνα,
γεμίστε την καρδιά μου δύναμη, να ψάλω το τραγούδι
που τώρα στο χαρτί κρατώντας το τα γόνατα μού κόβει·
η άσωτη μάχη που ο Άρης άναψεν, ο βροντοπολεμάρχος
5παρακαλώ σας κοσμοξάκουστη στ᾽ αυτιά ολωνών να φτάσει,
οι ποντικοί πώς αντραγάθησαν σε μάχη με βατράχους,
τολμώντας έργα σαν τους Γίγαντες, της Γης τους γιους τους γαύρους,
κατά πώς ιστορούσαν οι άνθρωποι· και τέτοια στάθη η αρχή της.


ΒΑΤΡΑΧΟΜΥΟΜΑΧΙΑ

ΗΤΟΙ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΠΑΚΑΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΩΝ


Σ᾽ εσάς που θέλα κάμετε τον κόπο ν᾽ αναγνώστε,
και ή καλήν ή αχαμνή, μια γνώμη θέλα δώστε,
το λέει αυτός που ιστοράει, καθόλου δεν τον μέλλει·
ας κάμει την απόφαση καθένας, όπως θέλει.
5Καλό ειπεί, κακό ειπεί, τ᾽ αρέσει δεν τ᾽ αρέσει,
ο στιχουργός δεν έχασε, μήτ᾽ έχει να κερδαίσει·
γιατί δεν αφηκράστηκε, παρά την όρεξή του,
και το κοντύλι του έπιακε για ξάχλιαση δική του.
Ή τον παινέστε το λοιπόν, ή τον κατηγορήστε,
10σας είπε, να είστε ελεύθεροι, και κάμετ᾽ ό,τι ορίστε.
Μια χάρη θέλει μοναχά από την αφεντιά σας,
να μη τον αντραλέψετε με τα ζητήματά σας,
για να σας φέρει μαρτυριές σε ποιούς καιρούς και τόπους
τα ζώα γλώσσες έκρεναν σαν όλους τους ανθρώπους,
15και με ποιά χέρια ημπόρηγαν τα άρματα να πιάσουν,
και σαν κι εκείνους γνωστικά πολλές δουλειές να σιάσουν.
Αυτός με το κεφάλι του δεν τα ᾽χει εφευρεμένα,
αλλούθε τα δανείστηκε, κι απ᾽ άλλον συγγραμμένα.
Από ᾽ναν κάποιον ποιητή τα πήρε, ξαϊκουσμένον,
20στους αλλοτεσινούς καιρούς σε τέτοια προκομμένον,
που σ᾽ όσα κι αν εσύνθεσε παρόμοια παραμύθια,
ποτέ δεν παραστράτησε οχ τη σωστήν αλήθεια.
Και λέγει από ᾽ναν τα ήκουσε, που κείνος τα ᾽χε μάθει
απ᾽ άλλον, που τα διάβασε σε ποίημα, που χάθη·
25πως μια φορά εσυνέβηκε, πως κάποτ᾽ είχε λάχει
σε Ποντικούς ανάμεσα και σε Μπακάκους μάχη,
και πως σ᾽ αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκεια
στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια,
οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν,
30κι από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβήσουν

Ω Μούσες που κοιτάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα,
και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα,
μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομώσει θάρρος,
να δυνηθώ ν᾽ αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος.
35Δεν ψάλλω εδώ της Αθηνάς τα έργα και τη δόξα
ή του πανούργου Έρωτα τα φλογισμένα τόξα·
μόν᾽ τραγουδώ τον άπονο τον ταραχώδην Άρη,
που στα νεκρά κορμιά πατάει με πρόθυμο ποδάρι,
τις μάχες πάντα ορέγεται, τον κόσμο ανακατώνει,
40για να πληθαίνει ο πόλεμος, για ν᾽ αβγατάν οι φόνοι,
και μ᾽ απερίγραφτη ασπλαχνιά και μ᾽ άγρια σκληροσύνη
των ζωντανών τα αίματα ωσάν ποτάμι χύνει.
Καλοθελήτρες Μούσες μου, σ᾽ αυτήν την ιστορία,
αναθυμήστε μου καλά της μάχης την αιτία,
45και πώς σ᾽ αυτό το μάλωμα των Ποντικών το πλήθος
Γιγάντων δείχνει αποκοτιά, Γιγάντων δείχνει στήθος.