Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (23.1-23.9)

ΚΓ. ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ


[23.1] [Ἀμέλει δὲ ἡ ἀλαζονεία δόξει εἶναι προσποίησίς τις ἀγαθῶν οὐκ ὄντων,] [23.2] ὁ δὲ ἀλαζὼν τοιοῦτός τις, οἷος ἐν τῷ διαζεύγματι ἑστηκὼς διηγεῖσθαι ξένοις ὡς πολλὰ χρήματα αὐτῷ ἐστιν ἐν τῇ θαλάττῃ· καὶ περὶ τῆς ἐργασίας τῆς δανειστικῆς διεξιέναι, ἡλίκη, καὶ αὐτὸς ὅσα εἴληφε καὶ ἀπολώλεκε· καὶ ἅμα ταῦτα πλεθρίζων πέμπειν τὸ παιδάριον εἰς τὴν τράπεζαν, δραχμῆς αὐτῷ κειμένης.
[23.3] καὶ συνοδοιπόρου δὲ ἀπολαῦσαι ἐν τῇ ὁδῷ δεινὸς λέγων ὡς μετ᾽ Ἀλεξάνδρου ἐστρατεύσατο καὶ ὡς αὐτῷ εἶχε καὶ ὅσα λιθοκόλλητα ποτήρια ἐκόμισε. καὶ περὶ τῶν τεχνιτῶν τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὅτι βελτίους εἰσὶ τῶν ἐν τῇ Εὐρώπῃ, ἀμφισβητῆσαι· καὶ ταῦτα φῆσαι, οὐδαμοῖ ἐκ τῆς πόλεως ἀποδεδημηκώς.
[23.4] καὶ γράμματα δὲ εἰπεῖν ὡς πάρεστι παρ᾽ Ἀντιπάτρου τριττὰ δὴ λέγοντα παραγενέσθαι αὑτὸν εἰς Μακεδονίαν· καὶ διδομένης αὑτῷ ἐξαγωγῆς ξύλων ἀτελοῦς ὅτι ἀπήρνηται, ὅπως μηδ᾽ ὑφ᾽ ἑνὸς συκοφαντηθῇ περαιτέρω ὡς φίλος ὢν πλεῖν ἢ προσήκει Μακεδόσι.
[23.5] καὶ ἐν τῇ σιτοδείᾳ δὲ ‹εἰπεῖν› ὡς πλείω ἢ πέντε τάλαντα αὑτῷ ἐγένετο τὰ ἀναλώματα διδόντι τοῖς ἀπόροις τῶν πολιτῶν· ἀνανεύειν γὰρ οὐ δύνασθαι.
[23.6] καὶ ἀγνώτων δὲ παρακαθημένων κελεῦσαι θεῖναι τὰς ψήφους ἕνα αὐτῶν καὶ ποσῶν κατὰ χιλίας καὶ κατὰ μίαν καὶ προστιθεὶς πιθανὰ ἑκάστοις τούτων ὀνόματα ποιῆσαι καὶ δέκα τάλαντα· καὶ τοῦτο φῆσαι εἰσενηνοχέναι εἰς ἐράνους αὐτῶν· καὶ τὰς τριηραρχίας εἰπεῖν ὅτι οὐ τίθησιν, οὐδὲ τὰς λειτουργίας, ὅσας λελειτούργηκε.
[23.7] καὶ προσελθὼν δ᾽ εἰς τοὺς ἵππους τοὺς ἀγαθοὺς τοῖς πωλοῦσι προσποιήσασθαι ὠνητιᾶν. [23.8] καὶ ἐπὶ τὰς σκηνὰς ἐλθὼν ἱματισμὸν ζητῆσαι εἰς δύο τάλαντα καὶ τῷ παιδὶ μάχεσθαι, ὅτι τὸ χρυσίον οὐκ ἔχων αὑτῷ ἀκολουθεῖ. [23.9] καὶ ἐν μισθωτῇ οἰκίᾳ οἰκῶν φῆσαι ταύτην εἶναι τὴν πατρῴαν πρὸς τὸν μὴ εἰδότα, καὶ ὅτι μέλλει πωλεῖν αὐτὴν διὰ τὸ ἐλάττω εἶναι αὑτῷ πρὸς τὰς ξενοδοκίας.

23. Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ


[23.1] [Χωρίς αμφιβολία η καυχησιολογία θα φανεί ότι είναι η προσποίηση ανύπαρκτων αγαθών,] [23.2] ενώ ο καυχησιάρης το είδος του ανθρώπου που κάθεται στην προκυμαία (του Πειραιά) και διηγείται στους ξένους ότι έχει επενδύσει πολλά χρήματα στη θάλασσα. Αναπτύσσει με λεπτομέρειες τη δανειοδοτική του δραστηριότητα, πόσο μεγάλη είναι και πόσα ο ίδιος κέρδισε και έχασε. Κι ενώ καυχιέται υπερβολικά γι᾽ αυτά τα πράγματα, στέλνει συνάμα και το δούλο του στην τράπεζα, αν και έχει κατάθεση μιας δραχμής.
[23.3] Είναι ικανός να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να πει σε κάποιον συνοδοιπόρο του στο δρόμο πώς εκστράτευσε με τον Αλέξανδρο και πώς ο Αλέξανδρος συμπεριφερόταν απέναντί του και πόσα ποτήρια στολισμένα με πολύτιμους λίθους αποκόμισε. Εκφράζει, μάλιστα, την άποψη ότι οι τεχνίτες της Ασίας είναι καλύτεροι από τους τεχνίτες της Ευρώπης. Κι όλα αυτά τα λέει, μολονότι δεν έχει πάει πουθενά έξω από την πόλη του.
[23.4] Προσθέτει ότι έχει λάβει ήδη τρεις επιστολές από τον Αντίπατρο, οι οποίες τον καλούν να επισκεφτεί τη Μακεδονία, ότι ενώ του προσφέρθηκε το προνόμιο της εξαγωγής ξυλείας δίχως πληρωμή τελών, αυτός αρνήθηκε, για να μην μπορεί ούτε ένας να τον συκοφαντήσει επιπλέον ότι είναι περισσότερο απ᾽ όσο αρμόζει φίλος με τους Μακεδόνες.
[23.5] Ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της σιτοδείας ξόδεψε πάνω από πέντε τάλαντα με το να δίνει στους άπορους πολίτες, γιατί τάχα δεν μπορεί να λέει όχι.
[23.6] Όταν κάθεται παρέα με αγνώστους, παρακαλεί έναν απ᾽ αυτούς να τοποθετεί τις ψηφίδες της αρίθμησης και, αριθμώντας από τη στήλη των χιλιάδων προς τη στήλη των μονάδων και συνάπτοντας, με τρόπο πειστικό, σε κάθε άθροισμα κι ένα όνομα, φτάνει μέχρι το ποσό ακόμη και των δέκα ταλάντων. Αυτό το ποσό ισχυρίζεται ότι το έχει προσφέρει σε εράνους υπέρ των προσώπων που ανέφερε και ότι μάλιστα σ᾽ αυτό δε συνυπολογίζει τα έξοδα ούτε για τις τριηραρχίες ούτε τις άλλες δημόσιες χορηγίες που ανέλαβε.
[23.7] Πηγαίνει εκεί όπου πωλούνται άλογα ράτσας και προσποιείται στους πωλητές ότι θέλει τάχα να αγοράσει. [23.8] Αφού πάει στα (εμπορικά) παραπήγματα, ζητά ρουχισμό για δύο τάλαντα και φιλονικεί με το δούλο του, γιατί τάχα τον ακολούθησε χωρίς να πάρει μαζί του τα χρήματα. [23.9] Και ενώ μένει σε νοικιασμένο σπίτι, ισχυρίζεται, σ᾽ εκείνον που δεν το γνωρίζει, ότι αυτό είναι το πατρικό του και ότι πρόκειται να το πουλήσει, γιατί δεν του φτάνει για τον κόσμο που συνήθως φιλοξενεί.