Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΟΥΣΑΙΟΣ

Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (272-308)


Ὣς ἡ μὲν παρέπεισεν. ὁ δ᾽ αὐτίκα λύσατο μίτρην
καὶ θεσμῶν ἐπέβησαν ἀριστονόου Κυθερείης.
ἦν γάμος, ἀλλ᾽ ἀχόρευτος· ἔην λέχος, ἀλλ᾽ ἄτερ ὕμνων.
275 οὐ ζυγίην Ἥρην τις ἐπευφήμησεν ἀείδων,
οὐ δαΐδων ἤστραπτε σέλας θαλαμηπόλον εὐνὴν
οὐδὲ πολυσκάρθμῳ τις ἐπεσκίρτησε χορείῃ,
οὐχ ὑμέναιον ἄειδε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.
ἀλλὰ λέχος στορέσασα τελεσσιγάμοισιν ἐν ὥραις
280 σιγὴ παστὸν ἔπηξεν, ἐνυμφοκόμησε δ᾽ ὀμίχλη
καὶ γάμος ἦν ἀπάνευθεν ἀειδομένων ὑμεναίων.
νὺξ μὲν ἔην κείνοισι γαμοστόλος οὐδέ ποτ᾽ ἠὼς
νυμφίον εἶδε Λέανδρον ἀριγνώτοις ἐνὶ λέκτροις.
νήχετο δ᾽ ἀντιπόροιο πάλιν ποτὶ δῆμον Ἀβύδου
285 ἐννυχίων ἀκόρητος ἔτι πνείων ὑμεναίων.
Ἡρὼ δ᾽ ἑλκεσίπεπλος ἑοὺς λήθουσα τοκῆας
παρθένος ἠματίη, νυχίη γυνή. ἀμφότεροι δὲ
πολλάκις ἠρήσαντο κατελθέμεν εἰς δύσιν ἠῶ.
Ὣς οἱ μὲν φιλότητος ὑποκλέπτοντες ἀνάγκην
290 κρυπταδίῃ τέρποντο μετ᾽ ἀλλήλων Κυθερείῃ.
Αλλ᾽ ὀλίγον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον οὐδ᾽ ἐπὶ δηρὸν
ἀγρύπνων ἀπόναντο πολυπλάγκτων ὑμεναίων.
ἀλλ᾽ ὅτε παχνήεντος ἐπήλυθε χείματος ὥρη
φρικαλέας δονέουσα πολυστροφάλιγγας ἀέλλας,
295 βένθεα δ᾽ ἀστήρικτα καὶ ὑγρὰ θέμεθλα θαλάσσης
χειμέριοι πνείοντες ἀεὶ στυφέλιζον ἀῆται
λαίλαπι μαστίζοντες ὅλην ἅλα· τυπτομένην δὲ
ἤδη νῆα μέλαιναν ἐφείλκυσε διψάδι χέρσῳ
χειμερίην καὶ ἄπιστον ἀλυσκάζων ἅλα ναύτης.
300 ἀλλ᾽ οὐ χειμερίης σε φόβος κατέρυκε θαλάσσης,
καρτερόθυμε Λέανδρε. διακτορίη δέ σε πύργου
ἠθάδα σημαίνουσα φαεσφορίην ὑμεναίων
μαινομένης ὤτρυνεν ἀφειδήσαντα θαλάσσης
νηλειὴς καὶ ἄπιστος. ὄφελλε δὲ δύσμορος Ἡρὼ
305 χείματος ἱσταμένοιο μένειν ἀπάνευθε Λεάνδρου
μηκέτ᾽ ἀναπτομένη μινυώριον ἀστέρα λέκτρων.
ἀλλὰ πόθος καὶ μοῖρα βιήσατο. θελγομένη δὲ
Μοιράων ἀνέφαινε καὶ οὐκέτι δαλὸν Ἐρώτων.


Είπε, κι εκείνος άνοιξε της κορασιάς τα στήθη
και της χρυσής Παφίτισσας το θέλημα εγενήθη.
Και γάμος, μόν᾽ αχόρευτος, χαρά, μ᾽ ανεύλογη, ήτον!
275Την Ήρα δεν εδόξασε τραγουδιστής ή ψάλτης,
δεν άστραψε λαμπάδας φως στο νυφικό κρεβάτι
κι ουδέ κανείς δεν έσυρε χορό λυγεροπάτη·
τον γάμο δεν τραγούδησεν ο κύρης ουδ᾽ η μάνα·
μόν᾽ έστρωσε το στρώμα της την ώρα της χαράς της
280η Σιωπή, κι η Σκοτεινιά την ενυφοστολούσε·
και γάμος ήτον, μα χωρίς του γάμου τα τραγούδια.
Η Νύκτα ήτον παράνυφη και δεν είδ᾽ η Αυγούλα
γαμπρό ποτέ τον Λέανδρο στην γνώριμή του κλίνη·
γιατί κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε,
285σαν μύριζε ο αχόρταγος νυκταγκαλιές ακόμα!
Πάλι η πεντάμορφη η Ηρώ κρυφά από τους γονιούς της
κοράσι ήτον ολημερίς κι ολυνυκτίς γυναίκα.
Πόσες φορές κι οι δυο ᾽λεγαν να βασιλέψει ο Ήλιος.
Με τούτα εκρύβαν την πολλήν ανάγκη της αγάπης
290κι ενυκτοξημερώνονταν με τα κρυφά παιγνίδια.
Μόνο λιγόμερά ᾽ζησαν τα δυο τ᾽ αγαπημένα,
δεν χάρηκαν τον γάμο τους, τον πολυπαθιασμένο.
Σαν ήρθε η βαρυχειμωνιά, σαν ήρθε η μαύρη η ώρα,
που φέρνει τ᾽ αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες,
295που τα βαθιά και τ᾽ αχαμνά της θάλασσας θεμέλια
κτυπούν τα και φυσομανούν χειμωνικοί ανέμοι,
κι όλο τον πόντο δέρνουν τον και τον εξαναδέρνουν
που το μαυροκαράβι του στην αμμουδιά ξωσέρνει,
από μες στ᾽ άπιστα νερά για να γλιτώσει ο ναύτης,
300και τότε δεν σε κράτησε της θάλασσας ο φόβος,
απότολμ᾽ εσέ, Λέανδρε! Παραγγελιά του πύργου,
που σου θυμίζει λαμπερή τον τακτικό σου γάμο,
το μανιωμένο πέλαγος μην το ψηφάς, προστάζει.
Έπρεπε η άμοιρη η Ηρώ, έπρεπε η δόλια κόρη
305μες στον χειμών᾽ απόμακρα να μείνει του Λεάνδρου
και τ᾽ άστρο το λιγόφωτο να μην το ξανανάψει.
Μόν᾽ έσπρωξε το χέρι της η μοίρα κι η αγάπη
και του θανάτου ανέφανε λαμπάδα, όχι του γάμου!