Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (343-390)


ΝΕ. ἦλθόν με νηὶ ποικιλοστόλῳ μέτα
δῖός τ᾽ Ὀδυσσεὺς χὡ τροφεὺς τοὐμοῦ πατρός,
345λέγοντες, εἴτ᾽ ἀληθὲς εἴτ᾽ ἄρ᾽ οὖν μάτην,
ὡς οὐ θέμις γίγνοιτ᾽, ἐπεὶ κατέφθιτο
πατὴρ ἐμός, τὰ πέργαμ᾽ ἄλλον ἢ ᾽μ᾽ ἑλεῖν.
ταῦτ᾽, ὦ ξέν᾽, οὕτως ἐννέποντες οὐ πολὺν
χρόνον μ᾽ ἐπέσχον μή με ναυστολεῖν ταχύ,
350μάλιστα μὲν δὴ τοῦ θανόντος ἱμέρῳ,
ὅπως ἴδοιμ᾽ ἄθαπτον· οὐ γὰρ εἰδόμην·
ἔπειτα μέντοι χὡ λόγος καλὸς προσῆν,
εἰ τἀπὶ Τροίᾳ πέργαμ᾽ αἱρήσοιμ᾽ ἰών.
ἦν δ᾽ ἦμαρ ἤδη δεύτερον πλέοντί μοι,
355κἀγὼ πικρὸν Σίγειον οὐρίῳ πλάτῃ
κατηγόμην· καί μ᾽ εὐθὺς ἐν κύκλῳ στρατὸς
ἐκβάντα πᾶς ἠσπάζετ᾽, ὀμνύντες βλέπειν
τὸν οὐκέτ᾽ ὄντα ζῶντ᾽ Ἀχιλλέα πάλιν.
κεῖνος μὲν οὖν ἔκειτ᾽· ἐγὼ δ᾽ ὁ δύσμορος,
360ἐπεὶ ᾽δάκρυσα κεῖνον, οὐ μακρῷ χρόνῳ
ἐλθὼν Ἀτρείδας πρὸς φίλους, ὡς εἰκὸς ἦν,
τά θ᾽ ὅπλ᾽ ἀπῄτουν τοῦ πατρὸς τά τ᾽ ἄλλ᾽ ὅσ᾽ ἦν.
οἳ δ᾽ εἶπον, οἴμοι, τλημονέστατον λόγον,
ὦ σπέρμ᾽ Ἀχιλλέως, τἄλλα μὲν πάρεστί σοι
365πατρῷ᾽ ἑλέσθαι, τῶν δ᾽ ὅπλων κείνων ἀνὴρ
ἄλλος κρατύνει νῦν, ὁ Λαέρτου γόνος.
κἀγὼ δακρύσας εὐθὺς ἐξανίσταμαι
ὀργῇ βαρείᾳ, καὶ καταλγήσας λέγω,
ὦ σχέτλι᾽, ἦ ᾽τολμήσατ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ τινι
370δοῦναι τὰ τεύχη τἀμά, πρὶν μαθεῖν ἐμοῦ;
ὁ δ᾽ εἶπ᾽ Ὀδυσσεύς, πλησίον γὰρ ὢν κυρεῖ,
ναί, παῖ, δεδώκασ᾽ ἐνδίκως οὗτοι τάδε·
ἐγὼ γὰρ αὔτ᾽ ἔσωσα κἀκεῖνον παρών.
κἀγὼ χολωθεὶς εὐθὺς ἤρασσον κακοῖς
375τοῖς πᾶσιν, οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος,
εἰ τἀμὰ κεῖνος ὅπλ᾽ ἀφαιρήσοιτό με.
ὃ δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἥκων, καίπερ οὐ δύσοργος ὤν,
δηχθεὶς πρὸς ἁξήκουσεν ὧδ᾽ ἠμείψατο·
οὐκ ἦσθ᾽ ἵν᾽ ἡμεῖς, ἀλλ᾽ ἀπῆσθ᾽ ἵν᾽ οὔ σ᾽ ἔδει.
380καὶ ταῦτ᾽, ἐπειδὴ καὶ λέγεις θρασυστομῶν,
οὐ μή ποτ᾽ ἐς τὴν Σκῦρον ἐκπλεύσῃς ἔχων.
τοιαῦτ᾽ ἀκούσας κἀξονειδισθεὶς κακὰ
πλέω πρὸς οἴκους, τῶν ἐμῶν τητώμενος
πρὸς τοῦ κακίστου κἀκ κακῶν Ὀδυσσέως.
385κοὐκ αἰτιῶμαι κεῖνον ὡς τοὺς ἐν τέλει·
πόλις γάρ ἐστι πᾶσα τῶν ἡγουμένων
στρατός τε σύμπας· οἱ δ᾽ ἀκοσμοῦντες βροτῶν
διδασκάλων λόγοισι γίγνονται κακοί.
λόγος λέλεκται πᾶς· ὁ δ᾽ Ἀτρείδας στυγῶν
390ἐμοί θ᾽ ὁμοίως καὶ θεοῖς εἴη φίλος.


ΝΕΟ. Ήρθαν με κοκκινόπλωρο καράβι
ο άρχοντας ο Οδυσσέας μαζί κι ο γέρος
ο τροφός του πατέρα μου στη Σκύρο
να με ζητήσουν λέγοντας, ή αλήθεια
ή έτσι του βρόντου, πως δε θα γενόνταν,
μια κι ο πατέρας μου έλειψε, να πάρει
άλλος κανείς έξω από με την Τροία.
Αυτά και τέτοια ακούοντας, δεν ήταν
και πολύ που χρειάστηκε να πάρω
αμέσως την απόφαση, προπάντων
350απ᾽ τη λαχτάρα που είχα, πριν τον θάψουν,
να ιδώ τον πεθαμένο μου πατέρα,
που δεν τον είχα ζωντανό γνωρίσει·
μα εκτός αυτό, καλός ήταν κι ο λόγος
να πάω να πάρω εγώ της Τροίας τα κάστρα.
Κι έτσι αφού κάμαμε πανιά, την άλλη
μέρα στο Σίγειο το πικρό είχα κιόλας
αράξει κι άμα βγήκα, ο στρατός όλος
μ᾽ ανοιχτές με τριγύρισαν αγκάλες
κι ορκίζονταν πως έβλεπαν τον ίδιο
τον Αχιλλέα ξαναζωντανεμένο·
μα εκείνος κείτονταν νεκρός και γω,
360αφού τον έκλαψα ο άμοιρος, πηγαίνω
σε λίγες μέρες στους Ατρείδες, όπως
σε φίλους φυσικά, να τους ζητήσω
του πατέρα μου τ᾽ άρματα κι ό,τι άλλο
ήταν δικό του· πού να βάλει ο νους μου
πως θ᾽ άκουα τέτοια ξεσκισμένα λόγια;
«Γιε του Αχιλλέα, όλα τ᾽ άλλα πού ηταν
του πατέρα σου, πάρ᾽ τα, είναι δικά σου·
μα εκείνη την αρματωσιά του τώρα
άλλος, του Λαέρτη ο γιος εξουσιάζει.»
Μα εμένα βούρκωσαν τα μάτια· επάνω
πετιούμαι ευτύς, βαρύ θυμό γιομάτος,
κι «Άθλιοι» τους λέγω «κι έχετε στ᾽ αλήθεια
τολμήσει, τα όπλα τα δικά μου σ᾽ άλλον
αντίς εμέ να δώσετε και δίχως
370πριν καν να με ρωτήσετε και μένα;»
Κι ο Οδυσσέας παρών εκεί μου λέει:
«Μάλιστα, νέε, μου τα ᾽χουν δώσει μ᾽ όλο
το δίκιο, γιατ᾽ εγώ με τα δικά μου
τα χέρια τα ᾽σωσα κι αυτά και κείνον.»
Μ᾽ άφρισα εγώ κι ευτύς σού τον αρχίζω
μ᾽ όλες του κόσμου τις βρισιές, χωρίς
καμιά ν᾽ αφήσω, που καλά και σώνει
θα μου ᾽παιρνε τ᾽ άρματα τα δικά μου.
Κι αυτός, σαν έφτασε ως εκεί το πράμα,
κεντημένος μ᾽ όσα άκουσε, αν και ξέρει
να κρατά το θυμό, μου απάντησ᾽ έτσι:
«Δεν ήσουν όπου εμείς, μα έλειπες όπου
380δεν έπρεπε· μ᾽ αφού το θράσος έχεις
και να μιλάς, ποτέ δε θα γυρίσεις
με τα όπλ᾽ αυτά, και ξέρε το, στη Σκύρο.»
Έτσι λοιπόν εγώ, μετά ᾽πό τέτοιες
προσβολές και βρισιές, γυρίζω τώρα
στην πατρίδα μου πίσω, στερημένος
χτήμα δικό μου απ᾽ τον κακόψυχο
και κακής φάρας γέννημα Οδυσσέα.
Μα πάλι τόσο και μ᾽ αυτόν δεν τα ᾽χω,
όσο με εκείνους που ᾽ναι η εξουσία·
γιατ᾽ είναι αυτοί το παν στην πολιτεία
και σ᾽ όλο το στρατό· κι όσοι απ᾽ τους άλλους
παραστρατούν, με το παράδειγμά τους
να γίνουνται κι αυτοί κακοί μαθαίνουν.
Είπα όλα που είχα· κι όποιος τους Ατρείδες
εχθρεύεται, είθε τόσο και δικός μου
390φίλος να ᾽ναι καθώς και των θεών.