Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (162-210)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΚΡΕΩΝ
ἄνδρες, τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ
πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν·
ὑμᾶς δ᾽ ἐγὼ πομποῖσιν ἐκ πάντων δίχα
165ἔστειλ᾽ ἱκέσθαι, τοῦτο μὲν τὰ Λαΐου
σέβοντας εἰδὼς εὖ θρόνων ἀεὶ κράτη,
τοῦτ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ Οἰδίπους ὤρθου πόλιν,
κἀπεὶ διώλετ᾽, ἀμφὶ τοὺς κείνων ἔτι
παῖδας μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν.
170ὅτ᾽ οὖν ἐκεῖνοι πρὸς διπλῆς μοίρας μίαν
καθ᾽ ἡμέραν ὤλοντο παίσαντές τε καὶ
πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι,
ἐγὼ κράτη δὴ πάντα καὶ θρόνους ἔχω
γένους κατ᾽ ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων.
175ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν
ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν
ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ.
ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν
μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων,
180ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει,
κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ·
καὶ μείζον᾽ ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας
φίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω.
ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν ἀεί,
185οὔτ᾽ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν
στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας,
οὔτ᾽ ἂν φίλον ποτ᾽ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς
θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι
ἥδ᾽ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι
190πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα.
τοιοῖσδ᾽ ἐγὼ νόμοισι τήνδ᾽ αὔξω πόλιν.
καὶ νῦν ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας ἔχω
ἀστοῖσι παίδων τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου πέρι·
Ἐτεοκλέα μέν, ὃς πόλεως ὑπερμαχῶν
195ὄλωλε τῆσδε, πάντ᾽ ἀριστεύσας δορί,
τάφῳ τε κρύψαι καὶ τὰ πάντ᾽ ἀφαγνίσαι
ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς·
τὸν δ᾽ αὖ ξύναιμον τοῦδε, Πολυνείκη λέγω,
ὃς γῆν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς
200φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε μὲν πυρὶ
πρῆσαι κατάκρας, ἠθέλησε δ᾽ αἵματος
κοινοῦ πάσασθαι, τοὺς δὲ δουλώσας ἄγειν,
τοῦτον πόλει τῇδ᾽ ἐκκεκήρυκται τάφῳ
μήτε κτερίζειν μήτε κωκῦσαί τινα,
205ἐᾶν δ᾽ ἄθαπτον καὶ πρὸς οἰωνῶν δέμας
καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέν τ᾽ ἰδεῖν.
τοιόνδ᾽ ἐμὸν φρόνημα, κοὔποτ᾽ ἔκ γ᾽ ἐμοῦ
τιμῇ προέξουσ᾽ οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων.
ἀλλ᾽ ὅστις εὔνους τῇδε τῇ πόλει, θανὼν
210καὶ ζῶν ὁμοίως ἐξ ἐμοῦ τιμήσεται.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντες, οι θεοί, αφού με πολύ σάλο
τη χώρα μας ταράξανε, ορθή πάλι
την έστησαν στην πρώτη ασφάλειά της.
Μα τώρα εσάς εγώ, χώριστ᾽ απ᾽ όλους
έστειλα να καλέσουν, γιατί ξέρω
πρώτα πως πάντα στου Λαΐου τους θρόνους
και την αρχή μεγάλο είχατε σέβας,
έπειτα πάλι κι όταν κυβερνούσε
ο Οιδίποδας τη χώρα κι αφού εκείνος
εχάθηκε, την ίδια στα παιδιά τους
κι ασάλευτη φυλάξατε την πίστη.
Τώρα λοιπόν που εκείνοι σε μια μέρα
170με της διπλής των μοίρας τη βουλή
χαθήκαν, χτυπημένοι και χτυπώντας
με το ανόσιό τους χέρι ο ένας τον άλλο,
εγώ όλη την αρχή του και τους θρόνους
σαν πιο στενός τους συγγενής κρατώ.
Αδύνατο όμως είναι να γνωρίσεις
την ψυχή, τις ιδέες και τη γνώμη
ενός ανθρώπου, πρι δοκιμαστεί
στην εξουσία επάνω και στους νόμους.
Γιατί, για μένα, ένας που ενώ διευθύνει
ολόκληρη τη χώρα, δεν είν᾽ άξιος
την πιο σοφήν απόφαση να παίρνει,
180μα κλεισμένη κρατεί απ᾽ όποιο φόβο
τη γλώσσα του, και τώρα κι από πάντα
μου φαίνεται ο πιο αχρείαστος πως είναι·
κι όποιος απ᾽ την πατρίδα του πιο πάνω
βάζει ένα φίλο, αυτόν εγώ τον έχω
για τίποτα, γιατί —και μάρτυράς μου
ας είναι ο Δίας που όλα τα βλέπει πάντα—
ποτέ εγώ δε θα σώπαινα, όταν βλέπω
να ᾽ρχεται μια καταστροφή στην πόλη
αντί της σωτηρίας· κι ούτε ποτέ μου
θα ᾽κανα φίλο έναν εχθρό της χώρας.
Γιατί το ξέρω πως αυτή ᾽ναι η μόνη
η σωτηρία, και μόνο όσο το πλοίο,
που μέσα ταξιδεύουμε, ορθό στέκει,
190τότε ειναι που τους κάνομε τους φίλους.
Με τέτοιους εγώ νόμους τη στηρίζω
τη δύναμη του κράτους, και νά τώρα
τι, σύμφωνα μ᾽ αυτά, έχω προκηρύξει
για τα παιδιά του Οιδίποδα στην πόλη:
Ο Ετεοκλής, που έπεσε πολεμώντας
γι᾽ αυτή μας την πατρίδα, όσο κανένας
πιο ηρωικότερ᾽ απ᾽ αυτόν στη μάχη,
σε μνήμα να ταφεί μ᾽ όσες ταιριάζουν
τιμές στον πιο ένδοξο νεκρό εκεί κάτω.
Μα όσο για τον ομοαίματό του —λέγω
τον Πολυνείκη— που την πατρική του
τη γη και τους εγχώριους τους θεούς του
200είχε θελήσει, εξόριστος, γυρνώντας,
να κάψει απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη, είχε θελήσει
αδερφικό αίμα να γευτεί και σκλάβους
τους δικούς του να πάρει, έχει για όλους
στη χώρ᾽ αυτή απαγορευτεί, κανένας
με τάφο να μην τον τιμήσει, μήτε
να τον θρηνήσει, μ᾽ άθαυτον αφήσουν,
που το κορμί του τα σκυλιά και τα όρνια,
αποτρόπαιο θέαμα, το σπαράξουν.
Έτσι σκέφτομαι εγώ κι ούτε από μένα
τουλάχιστο, ποτέ δε θενα πάρουν
οι κακοί πιότερη τιμή απ᾽ τους δίκιους·
και μόνον όποιος το καλό της χώρας
αυτής θέλει, το ίδιο και πεθαμένος
210και ζωντανός θα ᾽χει τιμή από μένα.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(εισέρχεται ο Κρέων)
ΚΡΕΩΝ
Άντρες, έφεραν πάλι οι θεοί τα πράματα δεξιά
στην πολιτεία, έπειτα από τον τόσο σάλο που την είχε χαντακώσει,
και σας εγώ, από όλους χώρια, μ᾽ απεσταλμένους
σας μήνυσα να ᾽ρθείτε, επειδή ξέρω τον σεβασμό που είχατε
στου Λάιου τον καιρό πάντα στη βασιλεία και στον θρόνο·
και πάλι σαν ξανάστησε την πόλη ο Οιδίπους,
κι αφού κείνος χάθηκε, στα παιδιά των βασιλιάδων
εμείνατε πιστοί με γνώμη ασάλευτη.
170Τώρα που αυτοί και οι δυο μαζί σε μια μέρα πάνω
χάθηκαν χτυπιώντας και χτυπιούμενοι
με της αυτοχειριάς την αμαρτία,
πήρα και γω τον θρόνο και όλο το βασίλειο,
σαν συγγενής που είμαι των πεθαμένων.
Δύσκολο είναι βέβαια να καταλάβει κανείς
του κάθε ανθρώπου την ψυχή, τη σκέψη και τη γνώμη,
πριν να φανεί στη διοίκηση και στους νόμους μαθημένος.
Εγώ όμως θαρρώ, και τώρα κι απ᾽ ανέκαθεν,
πως όταν ένας που κυβερνάει όλη την πολιτεία
δεν ακολουθάει την πιο καλύτερη γνώμη,
180παρ᾽ από φόβο κρατεί τη γλώσσα στο στόμα του κλειστή,
είν᾽ απ᾽ όλους ο χειρότερος.
Και όποιος έχει καλύτερο τον φίλο απ᾽ την πατρίδα του,
αυτόνε ούτε να τον λέω δεν θέλω,
επειδή εγώ —ας τ᾽ ακούσει ο Δίας, που πάντα ξέρει όλα—
ποτέ μου δεν θα σώπαινα σαν έβλεπα τη συμφορά
να ᾽ρχεται κατ᾽ επάνω στους πολίτες
να πάρει την ευτυχία τους, και ούτε θα έπιανα φίλο μου ποτέ έναν εχτρό της χώρας,
γνωρίζοντας ότι η πατρίδα είναι που μας βαστάει,
και πως, όταν στέκει αυτή ολόρθη, και μείς απάνω της
κολυμπάμε στα νερά
190και τότε τους φίλους κάνομε.
Με τέτοιους νόμους, εγώ αυτή την πόλη ψηλά θα τη σηκώσω.
Και τώρα πάλι τα ίδια έχω διαλαλημένα στους πολίτες
για τα παιδιά του Οιδίπου.
Τον Ετεοκλή βέβαια, που σκοτώθηκε γι᾽ αυτή τη χώρα
και δείχτηκε σ᾽ όλα ήρωας στη μάχη,
να τον βάλουν στον τάφο
και να του κάνουν όλα τα πρεπούμενα,
όσα γίνονται για τους καλύτερους νεκρούς, σαν κατεβαίνουν κάτω·
αλλά τον αδελφό του —τον Πολυνείκη λέω—
που απ᾽ την εξορία του κατέβηκε
και τη γη αυτή την πατρική του και τους θεούς τους ντόπιους
200ήθελε με τη φωτιά να κάνει στάχτη
και ήθελε και το αίμα της γενιάς του να πιει και να χορτάσει,
και σας να σας σκλαβώσει και να σας σέρνει δούλους,
αυτουνού, έβαλα να κράξουν σ᾽ όλη την πόλη,
μήτε να του στολίσει κανείς τάφο, μήτε και να τον κλάψει,
παρά να τον αφήσουν άθαφτο και το κορμί του
να το φάνε τα σκυλιά και τα όρνια να το μαγαρίσουν,
που όποιος το βλέπει το αίμα του να παγώνει.
Αυτή είναι η θέλησή μου, και ποτέ μου δεν θα δώσω στους κακούς
ό,τι αξίζουν να ᾽χουν οι καλοί.
Αλλ᾽ όποιος αγαπάει αυτή την πόλη, και πεθαμένος να ᾽ν᾽ και ζωντανός,
210από μένα την ίδια τιμή θενά ᾽βρει.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΚΡΕΩΝ
Ω γέροντες, πάλι οι θεοί μάς χάρισαν γαλήνη,
αφού μας εταράξανε με μαύρη τρικυμία.
Εκάλεσα κι εγώ λοιπόν εσάς μονάχα απ᾽ όλους,
πρώτο γιατ᾽ ήξερα πως σεις, σε χρόνια περασμένα,
πάντοτε σεβαστήκατε τον θρόνο του Λαΐου·
κι έπειτα, που ο Οιδίποδας καλά μας κυβερνούσε,
πιστοί φανήκατε σ᾽ αυτόν· και υστερινά, που εχάθη,
την ίδια πίστη εδείξατε τριγύρω στα παιδιά του.
170Αφού λοιπόν εκείνοι οι δυο χαθήκαν σε μια μέρα
κι αλληλοσκοτωθήκανε με το δικό τους χέρι,
εγώ κρατώ τη δύναμη, το μεγαλείο του θρόνου,
σαν κληρονόμος συγγενής με τους αποθαμένους.
Αλλ᾽ είναι αδύνατο κανείς του καθενός ανθρώπου
για να γνωρίσει την ψυχή, το φρόνημα, τη γνώμη,
προτού να δει στα χέρια του την εξουσία, τους νόμους.
Μένα λοιπόν μου φαίνεται πως όποιος κυβερνώντας
μιαν πολιτείαν ολάκερη δεν ξέρει να διαλέξει
την πιο σωστήν απόφαση και να τη διαλαλήσει,
180παρά βαστά τη γλώσσα του σαν από κάποιο φόβο,
μου φαίνεται κακότατος και πάντοτε και τώρα·
κι όποιος τον φίλο του αγαπά κάλλια από την πατρίδα,
εκείνον τον περιφρονώ· εγώ όμως, μά το Δία
που όλα τα βλέπει πάντοτε, ποτέ δεν θα σιωπήσω,
όταν θωρώ να προχωρεί, αντίς η σωτηρία,
η συφορά των πολιτών· ούτε ποτέ θα κάμω
έναν εχτρό του τόπου μου φίλο για τον εαυτό μου·
γιατί η πατρίδα καθενός, μόνον αυτή, μας σώζει,
190κι αν αρμενίζει αυτή καλά, θα κάνομε και φίλους.
Με τέτοιους νόμους το λοιπόν στερεώνω την πατρίδα.
Και τώρα σύφωνα μ᾽ αυτά, στης Θήβας τους πολίτες,
διαλαλητάδες έβγαλα για τα παιδιά του Οιδίπου.
Τον έναν, τον Ετεοκλή, τον πρώτο στο κοντάρι,
που πολεμώντας χάθηκε γι᾽ αυτήν την πολιτεία,
σε τάφο να σκεπάσουνε κι όλα να του προσφέρουν
όσα θυσιάζουν στους νεκρούς, τους πιο καλύτερούς μας.
Όμως τον άλλον αδερφόν, αυτόν τον Πολυνείκη,
200που από τα ξένα γύρισε και θέλησε να κάψει
αυτήν τη γη την πατρική και τους θεούς του τόπου,
και θέλησε και να γευτεί τ᾽ αδερφικό το αίμα,
κι αυτούς εδώ για σκλάβους του μαζί του να τους σύρει,
να μην τον θάψει αυτόν κανείς και μήτε να τον κλάψει,
αλλά να μείνει άθαφτος, κουφάρι σιχαμένο,
για τα πουλιά και τα σκυλιά χαρά που θα τον φάνε.
Αυτή έχω την απόφαση. Κι όσο θα βασιλεύω,
ποτέ οι κακοί από τους καλούς δεν θα προτιμηθούνε.
Όμως εκείνος που αγαπά στ᾽ αλήθεια αυτή την πόλη,
210το ίδιο νεκρός και ζωντανός θα τιμηθεί από μένα.