Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (1192-1243)


ΑΓ. ἐγώ, φίλη δέσποινα, καὶ παρὼν ἐρῶ,
κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος·
τί γάρ σε μαλθάσσοιμ᾽ ἂν ὧν ἐς ὕστερον
1195ψεῦσται φανούμεθ᾽; ὀρθὸν ἁλήθει᾽ ἀεί.
ἐγὼ δὲ σῷ ποδαγὸς ἑσπόμην πόσει
πεδίον ἐπ᾽ ἄκρον, ἔνθ᾽ ἔκειτο νηλεὲς
κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους ἔτι·
καὶ τὸν μέν, αἰτήσαντες ἐνοδίαν θεὸν
1200Πλούτωνά τ᾽ ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεθεῖν,
λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν, ἐν νεοσπάσιν
θαλλοῖς ὃ δὴ ᾽λέλειπτο συγκατῄθομεν,
καὶ τύμβον ὀρθόκρανον οἰκείας χθονὸς
χώσαντες αὖθις πρὸς λιθόστρωτον κόρης
1205νυμφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσεβαίνομεν.
φωνῆς δ᾽ ἄπωθεν ὀρθίων κωκυμάτων
κλύει τις ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα,
καὶ δεσπότῃ Κρέοντι σημαίνει μολών·
τῷ δ᾽ ἀθλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς
1210ἕρποντι μᾶλλον ἆσσον, οἰμώξας δ᾽ ἔπος
ἵησι δυσθρήνητον, ὦ τάλας ἐγώ,
ἆρ᾽ εἰμὶ μάντις; ἆρα δυστυχεστάτην
κέλευθον ἕρπω τῶν παρελθουσῶν ὁδῶν;
παιδός με σαίνει φθόγγος. ἀλλά, πρόσπολοι,
1215ἴτ᾽ ἆσσον ὠκεῖς, καὶ παραστάντες τάφῳ
ἀθρήσαθ᾽, ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ
δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον, εἰ τὸν Αἵμονος
φθόγγον συνίημ᾽, ἢ θεοῖσι κλέπτομαι.
τάδ᾽ ἐξ ἀθύμου δεσπότου κελευσμάτων
1220ἠθροῦμεν· ἐν δὲ λοισθίῳ τυμβεύματι
τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν,
βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην,
τὸν δ᾽ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον,
εὐνῆς ἀποιμώζοντα τῆς κάτω φθορὰν
1225καὶ πατρὸς ἔργα καὶ τὸ δύστηνον λέχος.
ὃ δ᾽ ὡς ὁρᾷ σφε, στυγνὸν οἰμώξας ἔσω
χωρεῖ πρὸς αὐτὸν κἀνακωκύσας καλεῖ·
ὦ τλῆμον, οἷον ἔργον εἴργασαι· τίνα
νοῦν ἔσχες; ἐν τῷ συμφορᾶς διεφθάρης;
1230ἔξελθε, τέκνον, ἱκέσιός σε λίσσομαι.
τὸν δ᾽ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς,
πτύσας προσώπῳ κοὐδὲν ἀντειπών, ξίφους
ἕλκει διπλοῦς κνώδοντας, ἐκ δ᾽ ὁρμωμένου
πατρὸς φυγαῖσιν ἤμπλακ᾽· εἶθ᾽ ὁ δύσμορος
1235αὑτῷ χολωθείς, ὥσπερ εἶχ᾽, ἐπενταθεὶς
ἤρεισε πλευραῖς μέσσον ἔγχος, ἐς δ᾽ ὑγρὸν
ἀγκῶν᾽ ἔτ᾽ ἔμφρων παρθένῳ προσπτύσσεται·
καὶ φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοὴν
λευκῇ παρειᾷ φοινίου σταλάγματος.
1240κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ, τὰ νυμφικὰ
τέλη λαχὼν δείλαιος εἰν Ἅιδου δόμοις,
δείξας ἐν ἀνθρώποισι τὴν ἀβουλίαν
ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν.


ΑΓΓ. Εγώ, που ήμουν και μπρος, βασίλισσά μου,
θα σου πω δίχως τίποτα να κρύψω
την πάσ᾽ αλήθεια· και γιατί να θέλω
να σου μαλάξω το κακό, αφού θά ᾽βγω
ψεύτης κατόπι; ο μόνος ίσιος δρόμος
είναι ή αλήθεια πάντα — Και λοιπόν
τον άντρα σου ακλουθούσα εγώ, οδηγός του,
προς τα ψηλά του κάμπου, όπου κειτόνταν
το ανελέητο ακόμα το κουφάρι
του Πολυνείκη σκυλοσπαραγμένο·
και εκεί αφού στην Ενόδια την Εκάτη
και στον Πλούτωνα κάμαμε δεήσεις
1200να σπλαχνιστούν και πάψουν την οργή τους,
λούσαμε εκείνον με νερό αγιασμένο
και σε νιόκοφτα κάψαμε ελιοκλάδια
όλα τ᾽ απομεινάρια του κορμιού του·
κι έπειτα αφού σωριάσαμε αποπάνω
με χώμα της πατρίδας ψηλό τάφο,
κινήσαμε για την πετροχτισμένη
βραχοσπηλιά, που ήταν κλεισμένη η κόρη,
η νύφη του Άδη, όταν από μακριά
μια φωνή κάποιος άκουσε να σκούζει
σπαραχτικά απ᾽ το μέρος του άκλαφτου
του τάφου κι ευτύς τρέχει και το λέει
στον Κρέοντα, και καθώς εκείνος φτάνει
όλο και πιο κοντά, χτυπάει τ᾽ αυτί του
αξεδιάλυτος βόγγος πικρού θρήνου·
1210κι ευτύς ξεσπάει στενάζοντας σε λόγια
κακοθρήνητα: «Οϊμένα συφορά μου,
μην είμαι άραγε μάντης; μήπως είναι
αυτός ο πιο δυστυχισμένος δρόμος
πὄκαμα ως τώρα; του παιδιού μου ακούω
τη φωνούλα· μα τρέξετ᾽ εσείς, δούλοι,
γρήγορα πιο κοντά, γύρω στον τάφο,
τραβήχτε από το πρόχωμα την πέτρα
που του φράζει την είσοδο και μπείτε
ώς μέσα μέσα στο άνοιγμα, να δείτε
αν είν᾽ του Αίμονα η φωνή που ακούω,
ή με γελούνε οι θεοί.» Και μεις έτσι όπως
μας πρόσταξε βαρύθυμος ο αφέντης,
1220μπαίνομε και τί βλέπομε; στο βάθος
του τάφου μέσα κρεμασμένη εκείνη
με γύρω στο λαιμό θηλιά στριμμένη
απ᾽ τη δίμιτη ζώστρα της και κείνον
να την κρατάει απ᾽ τη μέση της πεσμένος
πάνω της σα χαμένος και να σκούζει
και να θρηνεί το νεκρό του το ταίρι,
του πατέρα του τα έργα και το γάμο
τον άτυχό του· μα καθώς τον βλέπει
ο Κρέοντας, μ᾽ ένα βαθύ βόγγο τρέχει
θρηνώντας μέσα, προχωρεί κοντά του
και του κράζει: «Ταλαίπωρε, τί πράμα
είν᾽ αυτό πὄχεις κάμει; τί έχεις βάλει
στο νου σου; από τί πας και χάνεσαι έτσι;
1230έβγα έξω, γιε μου έβγα σε ξορκίζω.»
Μα ρίχνοντάς του άγριες ματιές εκείνος
τον έφτυσε στο πρόσωπο και δίχως
ούτε λέξη να πει, τραβάει απ᾽ τη θήκη
το δίκοπο σπαθί του, μα ο πατέρας
φεύγοντας ρίχτηκ᾽ έξω να γλιτώσει·
και καθώς δεν τον πέτυχε, οργισμένος
με τον εαυτό του, ο άμοιρος, έτσι ως ήταν
τέντωσε πίσω το κορμί και μπήγει
το σπαθί του ως τη μέση στα πλευρά του·
και ενώ ανάσαινε ακόμα, παίρνει μέσα
στ᾽ αδρανισμένα χέρια του την κόρη
κι αγκομαχώντας ξετινάζει βρύση
το αίμα του στάλες κόκκινες απάνω
στ᾽ άσπρο το μάγουλό της, ώσπου μένει
1240νεκρός απάνω στη νεκρή· και του έλαχ᾽ έτσι
στον Άδη καν, ο δόλιος, να γιορτάσει
τους γάμους του, παράδειγμα στον κόσμο,
πως άλλο πιο μεγάλο δεν υπάρχει
στον άνθρωπο κακό απ᾽ την ακρισία.


ΑΓΓ. Εγώ, καλή μου κυρά, και εδώ που είμαι θα σ᾽ το πω,
και ούτε θ᾽ αφήσω τίποτε απ᾽ όσα είν᾽ αλήθεια.
Τί; να σου μιλήσω μαλακά και έπειτα σ᾽ αυτά να βγούμε ψεύτες;
μόν᾽ η αλήθεια στέκει παντοτινά ορθή.
Εγώ καταπόδι ακολουθούσα τον άντρα σου, στο ψηλό αλώνι,
εκεί οπού έκειτο ακόμα αξιοδάκρυτο, σπαραγμέν᾽ από τα σκυλιά,
το σώμα του Πολυνείκη. Και αφού τη θεά που στον δρόμο παραστέκει
1200παρακαλέσαμε και τον Πλούτωνα να πάψει την οργή του και να μας καλοβλέπει,
τον λούσαμε σε καθαρό λουτρό και απάνω σε κλαριά νεόκοπα εκάψαμε το λείψανο
και μνημούρι ολόρθο από της πατρίδος του τη γη του χωματώσαμε·
και έπειτα γυρίσαμε πάλι για το θολωτό του Άδη νυφοκρέβατο, το λιθοστρωμένο,
που ήταν μέσα η κόρη. Κάποιος όμως άκουσε στριγκό ξεφωνητό να βγαίνει απ᾽ τον θάλαμο τον αφορισμένο
κι έτρεξε να το φανερώσει του αφέντη μας του Κρέοντα.
Και σ᾽ αυτόν γύρω, καθώς πρόβαινε σιμότερα, η ίδια θλιβερή φωνή πετούσε, πιο αδύνατη,
1210και απ᾽ τα τρίσβαθα στενάζοντας βγάζει κλαψάρικη λαλιά:
«Κακορίζικος εγώ· καλά το μάντεψα λοιπόν;
και τώρα περπατώ απ᾽ όσους στη ζωή μου πέρασαν τον πιο θλιβερότερο δρόμο.
Του παιδιού μου η φωνή με τριγυρνάει. Εσείς ᾽περέτες
τρέξτε γλήγορα, κάτω εκεί, σταθείτε μπρος στον τάφο,
και απ᾽ τον αρμό του χώματος, σαν η πέτρα σηκωθεί,
μπαίνοντας στο άνοιγμα του τάφου κοιτάχτε, του Αίμονος είν᾽ η φωνή π᾽ ακούω,
ή ξεγελιέμαι από τους θεούς;»
1220Και μεις στις προσταγές του πικραμένου αφέντη μας πήγαμε να δούμε
και μες στο στερνό το μνήμα είδαμε τη μια κρεμασμένη απ᾽ τον λαιμό
με κλωστένιο βρόχο απ᾽ το πέπλο της δεμένο,
τον άλλον μπροστά της πεσμένο χάμου απ᾽ τη μέση να την κρατάει,
θρηνώντας για τη νύφη που χάθηκε και πήγε κάτου
και για του πατέρα του τα έργατα και το νυφοκρέβατό του το δυστυχισμένο·
και καθώς το είδε ο Κρέων, πικρά βογκώντας προβαίνει μέσα και του φωνάζει μ᾽ αναφιλητό:
«Δυστυχισμένε μου, τί κάνεις αυτού, στον νου τί σου ᾽ρθε,
1230σε τί συφορά έπεσες; έλα έξω, παιδί μου, γονατιστός σε παρακαλώ».
Μα το παιδί, άγρια ματιά στύλωσε απάνω του, τον έφτυσε κατάμουτρα,
και χωρίς διόλου να απαντήσει έπειτα τράβηξε του σπαθιού του τη δίκοπη λεπίδα,
και ο πατέρας πρόφθασε ορμώντας έξω και του ξέφυγε·
τότε, ο άραχλος κατεπάνου του γυρίζει τον θυμό του,
και όπως στέκονταν, το σίδερο μες στα πλευρά του,
και με τα χέρια του που είχαν παραλύσει, έχοντας ακόμη τα λογικά του,
αγκαλιάζει την παρθένο, και, καθώς ξεφυσούσε, με δύναμη
πετιέται κόκκινο αίμα βρύση απάνου στις χλωμές παρειές του κοριτσιού,
(φεύγει η Ευρυδίκη έξαλλη και οι γυναίκες τρέχουν πίσω της)
1240Και τώρα κείτεται νεκρός σε νεκρής πλευρό ο δόλιος,
τον γάμο του γιορτάζοντας στου Άδη τα παλάτια· όμως απόδειξε στον κόσμο
πως για έναν άνδρα η ασυλλογισιά είναι το μεγαλύτερο κακό.


ΑΓΓ. Ό,τι είδα με τα μάτια μου, αυτά, βασίλισσά μου,
όλα εγώ τώρα θα σου πω, τίποτε δεν θα κρύψω.
Γιατί άραγε τί ωφελεί να σου τα λιγοστεύω
κι ύστερα ψεύτης να φανώ; μόνο η αλήθεια μένει.
Εγώ λοιπόν τον άντρα σου στον τόπο ακολουθούσα
που ο Πολυνείκης κείτουνταν, απ᾽ τα σκυλιά σκισμένος.
Κι αφού παρακαλέσαμε τον Άδη, την Εκάτη,
1200για να μας συμπαθήσουνε και τον θυμό να πάψουν,
μ᾽ άγιο λουτρό τον λούσαμε, κι ό,τι απ᾽ το σώμα μένει
πάνω σε πράσινα κλαδιά όλα μαζί τα καίμε.
Κι αφού ψηλά σηκώσαμε απάνω του το χώμα,
έπειτα τρέχομε ευτύς στον πετρωμένο λάκκο
οπού της κόρης ήτανε νυφιάτικο κρεβάτι.
Μα κάποιος από μακριά σα μοιρολόγι ακούει
και τρέχει αμέσως να το πει στον Κρέοντα, τον αφέντη.
Κι αυτός, αφού ᾽ρθε πιο κοντά, τ᾽ ακούει, αναστενάζει
1210και λόγια πολυδάκρυτα τα χείλια του μιλούνε·
«Άραγε, ω δύστυχος εγώ, άραγε το μαντεύω;
Είν᾽ άραγε ο χειρότερος απ᾽ όλους μου τους δρόμους;
Του γιου μου ακούω τη φωνή. Μα τρέξετε, ω δούλοι,
βγάλτε την πέτρα γρήγορα, κι αφού μπείτε στο στόμιο,
κοιτάχτε αν είναι ο Αίμονας, ή απ᾽ τους θεούς γελιούμαι».
Κι ακούμε εμείς τις προσταγές του απελπισμένου αφέντη.
1220Κι αφού στον τάφο μπήκαμε, θωρώ την Αντιγόνη,
που με τα πέπλα απ᾽ τον λαιμόν ήτανε κρεμασμένη·
κι από τη μέση ο Αίμονας την είχε αγκαλιασμένη,
κλαίγοντας την καταστροφή της ποθητής μνηστής του,
και τα έργα του πατέρα του, και τον κακό τον γάμο.
Καθώς τον είδε ο Κρέοντας σπαραχτικά φωνάζει,
και μες στον τάφο προχωρεί, και κλαίγοντας του λέει·
«Δυστυχισμένε, τί έκαμες; τί έβαλες στον νου σου;
»Τί θάνατον εδιάλεξες εσύ, για να πεθάνεις;
1230»Παιδί μου, σε παρακαλώ, έβγα, έβγα, σε ξορκίζω».
Μα αφού τον κοίταξε ο Αίμονας με φλογισμένα μάτια,
τον έφτυσε στο πρόσωπο, και δίχως ν᾽ απαντήσει,
τραβά το δίκοπο σπαθί· μα εγλίτωσε ο πατέρας,
ορμώντας έξω γρήγορα· τότε ο δυστυχισμένος
σκύβει και μπήγει το σπαθί, αμέσως, στα πλευρά του,
και μαραμένα, πέφτοντας, την κόρην αγκαλιάζει,
και μ᾽ ένα κόκκινο φιλί στο μάγουλό της τ᾽ άσπρο
βγάζει μιαν ύστερη πνοή και πέφτει και πεθαίνει.
1240Και πεθαμένος κείτεται κοντά στην πεθαμένη,
στον Άδην αφού χάρηκε την τελετή του γάμου,
και στους ανθρώπους έδειξε πως σαν τ᾽ ανόητο πείσμα
καμιά άλλη μεγαλύτερη δεν είναι δυστυχία!
(Η Ευρυδίκη στηρίζεται επάνω στις δούλες της κι αμίλητη
γυρίζει στο παλάτι)