Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (988-1032)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ


ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θήβης ἄνακτες, ἥκομεν κοινὴν ὁδὸν
δύ᾽ ἐξ ἑνὸς βλέποντε· τοῖς τυφλοῖσι γὰρ
990αὕτη κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει.
ΚΡ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ γεραιὲ Τειρεσία, νέον;
ΤΕ. ἐγὼ διδάξω, καὶ σὺ τῷ μάντει πιθοῦ.
ΚΡ. οὔκουν πάρος γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός.
ΤΕ. τοιγὰρ δι᾽ ὀρθῆς τήνδ᾽ ναυκληρεῖς πόλιν.
995ΚΡ. ἔχω πεπονθὼς μαρτυρεῖν ὀνήσιμα.
ΤΕ. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
ΚΡ. τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἐγὼ τὸ σὸν φρίσσω στόμα.
ΤΕ. γνώσῃ, τέχνης σημεῖα τῆς ἐμῆς κλύων.
ἐς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον
1000ἵζων, ἵν᾽ ἦν μοι παντὸς οἰωνοῦ λιμήν,;
ἀγνῶτ᾽ ἀκούω φθόγγον ὀρνίθων, κακῷ
κλάζοντας οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωμένῳ·
καὶ σπῶντας ἐν χηλαῖσιν ἀλλήλους φοναῖς
ἔγνων· πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσημος ἦν.
1005εὐθὺς δὲ δείσας ἐμπύρων ἐγευόμην
βωμοῖσι παμφλέκτοισιν· ἐκ δὲ θυμάτων
Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμπεν, ἀλλ᾽ ἐπὶ σποδῷ
μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο
κἄτυφε κἀνέπτυε, καὶ μετάρσιοι
1010χολαὶ διεσπείροντο, καὶ καταρρυεῖς
μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς.
τοιαῦτα παιδὸς τοῦδ᾽ ἐμάνθανον πάρα
φθίνοντ᾽ ἀσήμων ὀργίων μαντεύματα.
ἐμοὶ γὰρ οὗτος ἡγεμών, ἄλλοις δ᾽ ἐγώ.
1015καὶ ταῦτα τῆς σῆς ἐκ φρενὸς νοσεῖ πόλις.
βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάραι τε παντελεῖς
πλήρεις ὑπ᾽ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς
τοῦ δυσμόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου.
κᾆτ᾽ οὐ δέχονται θυστάδας λιτὰς ἔτι
1020θεοὶ παρ᾽ ἡμῶν οὐδὲ μηρίων φλόγα,
οὐδ᾽ ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοάς,
ἀνδροφθόρου βεβρῶτες αἵματος λίπος.
ταῦτ᾽ οὖν, τέκνον, φρόνησον. ἀνθρώποισι γὰρ
τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν·
1025ἐπεὶ δ᾽ ἁμάρτῃ, κεῖνος οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἀνὴρ
ἄβουλος οὐδ᾽ ἄνολβος, ὅστις ἐς κακὸν
πεσὼν ἀκεῖται μηδ᾽ ἀκίνητος πέλει.
αὐθαδία τοι σκαιότητ᾽ ὀφλισκάνει.
ἀλλ᾽ εἶκε τῷ θανόντι, μηδ᾽ ὀλωλότα
1030κέντει. τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ᾽ ἐπικτανεῖν;
εὖ σοι φρονήσας εὖ λέγω· τὸ μανθάνειν δ᾽
ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος φέρει.


ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άρχοντες των Θηβών, τον ίδιο δρόμο
ήρθαμε δυο μαζί, που με τα μάτια
βλέπουν του ενός· γιατ᾽ αυτός είναι ο δρόμος
990του τυφλού, να ᾽χει απ᾽ οδηγόν ανάγκη.
ΚΡΕ. Τί τρέχει, γέροντά μου Τειρεσία;
ΤΕΙ. Θα σου το μάθω κι άκουε εσύ το μάντη.
ΚΡΕ. Μα ούτε και πριν απ᾽ τη δική σου γνώμη
ξεμάκραινα. ΤΕΙ. Γι᾽ αυτό κι αυτή την πόλη
τιμόνευες απ᾽ το σωστό το δρόμο.
ΚΡΕ. Έχω να μαρτυρώ το καλό που είδα.
ΤΕΙ. Μα τώρα μάθε πως η τύχη σου
από μια τρίχα κρέμεται. ΚΡΕ. Τί τρέχει;
Τρομάρ᾽ απ᾽ τα λόγια σου με πιάνει.
ΤΕΙ. Θα το μάθεις ακούοντας τα σημάδια
που θα σου πω της τέχνης μου: Καθόμουν
στου ορνιθοσκόπου τον αρχαίο το θρόνο,
1000που ήταν για μένα κάθε οιωνού λιμάνι,
όταν άξαφν᾽ ακούω παράξενες
κραξιές πουλιών, που σκλήριζαν με μια άγρια
παραφορά κι ακατανόητο τρόπο·
κατάλαβα πως με τα φονικά τους
τ᾽ αρπάγια σπαραζότανε, γιατ᾽ ήταν
όχι κουφός ο φτεροσάλαγός των·
και τρομαγμένος δοκιμάζω αμέσως
πάνω σε ολόφλογους βωμούς να πάρω
μαντεία απ᾽ τη φωτιά, μα ο Ήφαιστος
δεν έλαμπε απ᾽ τα θύματα κι απάνω
στη στάχτη απ᾽ τα μεριά αχνιστό το πάχος
ανάλιωνε και κάπνιζε και σκούσε
1010και σκόρπιες οι χολές ψηλά πετιόνταν·
μα τα μεριά, μια που έρεψε όλη γύρω
η σκέπη που τα τύλιγε, έξω εμείναν.
Τέτοιο χαμένο τέλος τα σημάδια
της σκοτεινής αυτής θυσίας πως πήραν
απ᾽ το παιδί αυτό μάθαινα, που μου είναι
οδηγός μου, καθώς εγώ των άλλων·
γιατ᾽ οι βωμοί και των θεών οι εστίες
έχουν γιομίσει απ᾽ τα σκυλιά και τα όρνια
με τ᾽ αποφάγια από του σκοτωμένου
άμοιρου γιου τού Οιδίποδα τις σάρκες·
και γι᾽ αυτό πια οι θεοί δε δέχουνται
από μας ούτε προσευχές θυσίας,
1020ούτε τη φλόγα από μεριά καμένα,
κι ουδέ πουλί κανένα πια δεν κράζει
με καλοσήμαδες φωνές, γιατ᾽ έχουν
γευτεί πηγμένο γαίμα πεθαμένου.
Αυτά λοιπόν βάλε, γιε μου, στο νου σου·
κοινό είναι βέβαια σ᾽ όλους τους ανθρώπους
να σφάλουνε, μα όταν κανένας σφάλει,
δεν είναι ανόητος πια και δυστυχής
όποιος το κακό πὄκαμε γιατρεύει
και δε μένει μ᾽ αγύριστο κεφάλι·
με αναποδιές πλερώνεται το πείσμα·
μα στο νεκρό υποχώρησε και πάψε
να κεντάς ένα πτώμα· είναι αντρεία
1030τον πεθαμένο να ξανασκοτώνεις;
Εγώ καθώς σου θέλω το καλό σου,
έτσι και σου μιλώ· κι άλλο δεν είναι
καλύτερο, παρά ν᾽ ακούει κανείς
σαν του μιλούν καλά για ωφέλειά του.


ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(εισέρχεται ο Τειρεσίας στηριζόμενος στον οδηγό)
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άρχοντες της Θήβας, μαζί ερχόμαστε κι οι δύο
με του ενού τα μάτια, γιατ᾽ οι τυφλοί
990μόνο με οδηγό βρίσκουνε τον δρόμο.
ΚΡΕ. Τί καινούργιο φέρνεις, γέρο Τειρεσία;
ΤΕΙ. Εγώ θα σου το πω και συ τον μάντη άκουγε.
ΚΡΕ. Ούτε μπροστύτερα αψήφησα τα λόγια σου.
ΤΕΙ. Γι᾽ αυτό και εκυβέρναγες καλά τούτη την πολιτεία.
ΚΡΕ. Δεν μπορώ να μαρτυρήσω πως δεν μου χρησίμεψαν.
ΤΕΙ. Να ξέρεις τώρα πως στης τύχης την κόψη επάνω περπατείς.
ΚΡΕ. Τί λες; Τρομάρα μού φέρνει ο λόγος σου.
ΤΕΙ. Θα το νιώσεις άμα ακούσεις της τέχνης μου τα σημάδια.
Ενώ καθόμουν στο θρονί μου που πάντα ξηγάω τα πουλιά,
1000και μου είναι λιμάνι του κάθε σημαδιού,
ακούω άγνωστο αχό από όρνια που έκραζαν στριγκά,
ανάκατα κι ακατανόητα σαν σε κακόν οίστρο,
και εκατάλαβα πως με τα νύχια τους κομμάτιαζαν το ᾽να τ᾽ άλλο,
γιατί βαριά κροτούσαν οι φτερούγες τους.
Τρόμαξα, και αμέσως πήγα να ξετάξω τα καψαλίσματα στους βωμούς που ήταν όλο με φωτιές
αλλά στα σφαχτά που καίγονταν δεν έλαμπε ο Ήφαιστος
παρά έλιωνε και έτρεχε στη στάχτη μέσα το ζουμί απ᾽ τα μεριά
1010και κάπνιζε και πετούσε σπίθες και οι χολές σκόρπιζαν στον αέρα,
και βρεμένα έμεναν τα κρέατα απ᾽ το χυμένο πάχος.
Τέτοια άκουγα από τούτο το παιδί και πώς χαλούσαν οι μαντείες με άσχημα σημάδια,
γιατί αυτός εδώ είναι οδηγός σ᾽ εμένα όπως εγώ στους άλλους.
Κι αυτά τα υποφέρν᾽ η πόλις εξαιτίας του κεφαλιού σου,
γιατ᾽ οι βωμοί μας και όλες οι πυροστιές εγέμισαν απ᾽ τα όρνια και τα σκυλιά
που φάγανε το κρέας του άμοιρου του σκοτωμένου γιου του Οιδίπου.
1020Και ύστερα δεν δέχονται πια παρακάλια και θυσίες οι θεοί από τα μας,
ούτε των μηριών τη φλόγα, ούτε τα όρνια βγάζουν με τα φτεροχτυπήματά τους
καλοσήμαντους αχούς, αφού είναι χορτασμένα απ᾽ το παχύ αίμα του σκοτωμένου.
Για τούτο, γιε μου, βάλε γνώση· όλ᾽ οι άνθρωποι το ᾽χουν να πλανεύονται·
μα και όταν πλανευτεί δεν θα είναι άντρας άμυαλος
εκείνος και ούτε και δυστυχής που έχοντας ξεπέσει στο κακό
το διορθώνει και δεν μείνει ακούνητος.
Η αυθάδεια όμως περνάει για προστυχιά.
Έλα, κάνε το θέλημα του νεκρού και μη πονείς τον πονεμένο.
1030Τί, ανδρεία το ᾽χεις να σκοτώσεις άλλη μια βολά αυτόν που πέθανε;
Επειδή καλό σου θέλω, λέω σου το καλό,
Και να μαθαίνει κανείς είν᾽ ευχάριστο πολύ απ᾽ όποιον λέει καλά,
σαν φέρνει κέρδος.


ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Ερχόμαστε κι οι δυο μαζί, ω προεστοί της Θήβας,
κι ο ένας βλέπει για τους δυο. Γιατί με οδηγό μόνο
990ξέρει ο τυφλός να περπατά.
(Έρχεται ο Κρέων)
ΚΡΕ. Τί τρέχει, Τειρεσία;
ΤΕΙ. Εγώ τώρα θα σου το πω. Κι εσύ άκουσε τον μάντη.
ΚΡΕ. Έμεινα πάντα σύφωνος με τη δική σου γνώμη.
ΤΕΙ. Γι᾽ αυτό καλά εσύ κυβερνάς αυτήν την πολιτεία.
ΚΡΕ. Πως πάντοτε μ᾽ ωφέλησες έχω να μαρτυρήσω.
ΤΕΙ. (δυνατά)
Σκέψου πως τώρα περπατάς απάνω σε ξουράφι.
ΚΡΕ. (φοβισμένος)
Τί τρέχει; ξέρεις πως εγώ το στόμα σου το τρέμω.
ΤΕΙ. Τώρα θα δεις, ακούγοντας της τέχνης μου σημεία.
Άμα λοιπόν εκάθισα στον μαντικό μου θρόνο,
1000εκεί οπού κάθε λογής όρνια ήταν μαζεμένα,
γροικώ μιαν άγνωστη φωνή πουλιών, οπού φωνάζαν
αγριεμένα, δυνατά, κι αμέσως εγώ νιώθω
πως αλληλοσπαράζουνταν με ματωμένα νύχια·
γιατί κι ο κρότος των φτερών αυτό μου ᾽δειχνε βέβαια.
Φοβήθηκα λοιπόν, κι ευτύς πιάνω πυρομαντεία
πάνω σ᾽ ολάναφτους βωμούς. Όμως κι εδώ η φλόγα
δεν έλαμπε απ᾽ τα θύματα· μα των μεριών το πάχος,
οπού έλιωνε σιγά σιγά, εστράγγιζε στη στάχτη,
1010και κάπνιζε, και σφύριζε· κι έτσι οι χολές σκορπούσαν
και τα μεριά εμένανε από το πάχος χώρια.
Απ᾽ το παιδί λοιπόν αυτό εμάθαινα εγώ τέτοια,
μιανής θυσίας ανώφελης κακόφερτα σημάδια.
Σε μένα είν᾽ οδηγός αυτός, μα εγώ πάλι στους άλλους.
Κι απ᾽ τη δική σου θέλησην αυτά λοιπόν μας ήρθαν.
Γιατί οι βωμοί κι οι πυροστιές γιομίσανε κομμάτια,
που τα πουλιά και τα σκυλιά τα φέρανε εκεί πέρα,
από τον γιο του Οιδίποδα, τον δόλιο Πολυνείκη.
Τώρα οι θεοί δεν δέχονται μηδέ την προσευχή μας,
1020μηδέ τη φλόγα των θυσιών, και των μεριών την κνίσα·
και δεν ακούγεται πουλί καλή φωνή να βγάζει,
αφού το αίμα γεύτηκεν ανθρώπου σκοτωμένου.
Αυτά, παιδί μου, σκέψου τα· να κάμει κανείς λάθος,
είν᾽ ένα πράμα που θα βρεις και σ᾽ όλους τους ανθρώπους.
Αλλ᾽ όποιος αφού λαθευτεί, έπειτα το διορθώνει
και δεν είναι αμετάπειστος, αφού σ᾽ άδικο πέσει,
αυτός ούτ᾽ ασυλλόγιστος ούτ᾽ άτυχος δεν είναι.
Γιατί το πείσμα το πολύ τον άνθρωπο τυφλώνει.
Μα στον νεκρό υποχώρησε, και μη κτυπάς κουφάρια.
1030Τον πεθαμένο, τί αντρειά να τον ξανασκοτώνεις;
Αυτά σ᾽ τα λέγω σαν καλά, που θέλω το καλό σου.
Κι είναι γλυκές οι συμβουλές οπού μας φέρνουν κέρδος.