Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1297-1328)


ΧΟ. ὦ δεινὸν ἰδεῖν πάθος ἀνθρώποις,
ὦ δεινότατον πάντων ὅσ᾽ ἐγὼ
προσέκυρσ᾽ ἤδη. τίς σ᾽, ὦ τλᾶμον,
1300προσέβη μανία; τίς ὁ πηδήσας
μείζονα δαίμων τῶν μακίστων
πρὸς σῇ δυσδαίμονι μοίρᾳ;
φεῦ φεῦ, δύσταν᾽, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐσιδεῖν
δύναμαί σ᾽, ἐθέλων πόλλ᾽ ἀνερέσθαι,
1305πολλὰ πυθέσθαι, πολλὰ δ᾽ ἀθρῆσαι·
τοίαν φρίκην παρέχεις μοι.

ΟΙ. αἰαῖ αἰαῖ,
φεῦ φεῦ,
δύστανος ἐγώ,
ποῖ γᾶς φέρομαι τλάμων; πᾶ μοι
1310φθογγὰ διαπωτᾶται φοράδην;
ἰὼ δαῖμον, ἵν᾽ ἐξήλου.
ΧΟ. ἐς δεινόν, οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον.

ΟΙ. ἰὼ σκότου [στρ. α]
νέφος ἐμὸν ἀπότροπον, ἐπιπλόμενον ἄφατον,
1315ἀδάματόν τε καὶ δυσούριστόν ‹ὄν›.
οἴμοι,
οἴμοι μάλ᾽ αὖθις· οἷον εἰσέδυ μ᾽ ἅμα
κέντρων τε τῶνδ᾽ οἴστρημα καὶ μνήμη κακῶν.
ΧΟ. καὶ θαῦμά γ᾽ οὐδὲν ἐν τοσοῖσδε πήμασιν
1320διπλᾶ σε πενθεῖν καὶ διπλᾶ φέρειν κακά.

ΟΙ. ἰὼ φίλος, [ἀντ. α]
σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος· ἔτι γὰρ
ὑπομένεις με τὸν τυφλὸν κηδεύων.
φεῦ φεῦ·
1325οὐ γάρ με λήθεις, ἀλλὰ γιγνώσκω σαφῶς,
καίπερ σκοτεινός, τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως.
ΧΟ. ὦ δεινὰ δράσας, πῶς ἔτλης τοιαῦτα σὰς
ὄψεις μαρᾶναι; τίς σ᾽ ἐπῆρε δαιμόνων;


ΧΟΡ. Ω θέαμα φριχτό
γι᾽ ανθρώπου μάτια.
Ω θέαμα φριχτότατο·
δεν είδα στη ζωή μου πιο φριχτό.
1300Ποιά τρέλα σε χτύπησε, δόλιε;
Ποιός δαίμονας κατέχει την ψυχή σου
και κατοικεί τη μοίρα σου;
Αλιά σου, δύστυχε,
δεν το μπορώ κατάματα να σε κοιτάξω.
Και λαχταρώ πολλά να σε ρωτήσω,
πολλά να μάθω, πολλά να στοχαστώ.
Με πλημμυρίζεις φρίκη.

ΟΙΔ. Αι, Αι
ώχου κι ώχου,
ο δύστυχος.
1310Πού πετά της φωνής μου
το πένθος βαρύ;
Ποιός δαίμονας;
Ο δαίμονάς μου
με κατεβάζει στο βυθό.
ΧΟΡ. Σε φοβερό βυθό
ανήκουστο κι αθώρητο.

ΟΙΔ. Ιού, σκοτάδι βαθύ, [στρ. α]
ω νέφος αποτρόπαιο,
ω μαύρε καταρράχτη,
ανείπωτο κι αδάμαστο σκοτάδι
σαν άνεμος στην άβυσσο.
Πόνος οιστρήλατος με περονιάζει.
Η μνήμη μου πονά.
ΧΟΡ. Παράδοξο δεν είναι.
Διπλά πενθείς.
1320Διπλά θρηνείς.

ΟΙΔ. Αχ, φίλε μου, [αντ. α]
μου παραστέκεσαι
πιστός ακόμη σύντροφος.
Αντέχεις τον τυφλό να κανακεύεις.
Αλίμονο,
γνωρίζω καλά, δε λησμόνησα,
ακούω μες στα σκοτεινά
τον ήχο της φωνής σου.
ΧΟΡ. Πώς έπραξες;
Πώς τόλμησες να πράξεις φοβερά;
Πώς μάρανες το φως των ομματιών σου;
Ποιός δαίμονας σε πήρε και σε σήκωσε;


ΚΟΜΜΟΣ
ΧΟΡ. Ω θέαμα θλιβερό να το βλέπουνε μάτια,
ω απ᾽ όλες π᾽ αντίκρισα εγώ
πιο φριχτή συφορά·
1300ποιά μανία σε χτύπησε, ταλαίπωρε,
ποιός δαίμονας έπεσε απάνω
στην τρισάμοιρη μοίρα σου
με πήδημα πιο μεγαλύτερο
κι απ᾽ τα πιο μεγαλύτερα;
Αλίμονο, αλίμονο, δύστυχε,
μα ούτε να στρέψω μπορώ να σε ιδώ,
αν και θέλω πολλά να ρωτήσω,
να μάθω πολλά, να κοιτάξω πολλά,
τέτοια φρίκη μου κάνεις.
ΟΙΔ. Οϊμέν᾽ οϊμέ, συφορά μου,
πού με φέρνει το βήμα μου,
1310πού σκορπάει η φωνή μου και πάει,
πού με βύθισες, μαύρη μου μοίρα;
ΧΟΡ. Σε φοβερό κι ανάκουστο κι αθώρητο κακό.
ΟΙΔ. Ω σύννεφο κατάρατο
της σκοτεινιάς, ανείπωτα
πυκνοζωσμένο γύρω μου,
ανεμοκακοσκόρπιστο.
Αλίμονο και πάλι ξαν᾽ αλίμονο,
με περονιάζουν τί κεντριά,
των πόνω μου μαζί η φωτιά
κι η θύμηση απ᾽ τα κρίματά μου.
ΧΟΡ. Θάμα δεν είναι μες σε τέτοια πάθη
1320διπλά να κλαις, διπλά μαρτύρια να ᾽χεις.
ΟΙΔ. Ω φίλε, εσύ ᾽σαι ο μόνος που
μου μένεις παραστάτης μου,
που ακόμα υπομονεύεσαι
να με φροντίζεις τον τυφλό.
Και δε λαθεύομαι, γιατί
και μες στη σκοτεινιά μου
σ᾽ αναγνωρίζω καν απ᾽ τη φωνή.
ΧΟΡ. Πώς βάσταξες, κακόπραγε, να σβήσεις
τις όψες σου έτσι; ποιός θεός σ᾽ έχει σπρώξει;


ΧΟΡ. Ω θέαμα φριχτό σπαραγμού,
ω φριχτότερο απ᾽ όλα όσα ως τώρα
είδα εγώ. Ποιά μανία σε άρπαξε, έρμε;
1300Ποιός δαίμονας στέλνει
καινούργια κι αφάνταστα πάθη
στη μαύρη σου μοίρα;
Αλί σου, βαριόμοιρε.
Δεν μπορώ μήτε, οϊμέ, να σε ιδώ, και ποθούσα
να μάθω πολλά, και πολλά να σου ειπώ,
πολλά να ρωτούσα.
Τόση φρίκη μού φέρνεις.

ΟΙΔ. Αλί, αλί μου, οϊμέ, οϊμένα, του μαύρου!
πού με φέρνει το βήμα μου, πού
1310σκορπά στον αγέρα η φωνή μου;
Ω! πού μ᾽ έριξες, μοίρα!
ΧΟΡ. Σε συφορά ανάκουστη, αθώρητη, άγρια.

ΟΙΔ. Ω! σκοτεινιάς
σύννεφο άπειρο, μαύρο, βαρύ, που με πνίγει
κυλισμένο απ᾽ ανέμους κακούς.
Αλί,
αλί και πάλε· πώς ο πόνος με τρυπά
της πληγής μου, κι η θύμηση, αχ! της συφοράς!
ΧΟΡ. Νιώθω, σε τέτοιες συφορές, πως θα ᾽ναι
1320διπλό το πένθος, διπλό το κακό σου.

ΟΙΔ. Αχ, φίλε μου,
συ απόμεινες πιστός σύντροφος μου, κι ακόμα
με νοιάζεσαι εμέ τον τυφλό.
Οϊμέ!
Σε νιώθω, όσο αν με σκέπει σκότος, τη φωνή
τη δική σου όμως ξεχωρίζω καθαρά.
ΧΟΡ. Τί έχεις κάνει; πώς μπόρεσες το φως σου
να σβήσεις; ποιός θεός σ᾽ έσπρωξε, μαύρε;