Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (649-696)


ΧΟ. πιθοῦ θελήσας φρονή- [στρ. α]
650σας τ᾽, ἄναξ, λίσσομαι
ΟΙ. τί σοι θέλεις δῆτ᾽ εἰκάθω;
ΧΟ. τὸν οὔτε πρὶν νήπιον
νῦν τ᾽ ἐν ὅρκῳ μέγαν καταίδεσαι.
655ΟΙ. οἶσθ᾽ οὖν ἃ χρῄζεις; ΧΟ. οἶδα. ΟΙ. φράζε δὴ τί φής.
ΧΟ. τὸν ἐναγῆ φίλον μηδέποτ᾽ αἰτίᾳ
σ᾽ ἐν ἀφανεῖ λόγων ἄτιμον βαλεῖν.
ΟΙ. εὖ νυν ἐπίστω, ταῦθ᾽ ὅταν ζητῇς, ἐμοὶ
ζητῶν ὄλεθρον ἢ φυγὴν ἐκ τῆσδε γῆς.

ΧΟ. οὐ τὸν πάντων θεῶν θεὸν πρόμον [στρ. β] 660
Ἅλιον· ἐπεὶ ἄθεος ἄφιλος ὅ τι πύματον
ὀλοίμαν, φρόνησιν εἰ τάνδ᾽ ἔχω.
665ἀλλά μοι δυσμόρῳ γᾶ φθίνου-
σα τρύχει λῆμα καὶ τάδ᾽ εἰ κακοῖς [κακὰ]
προσάψει τοῖς πάλαι τὰ πρὸς σφῷν.

ΟΙ. ὃ δ᾽ οὖν ἴτω, κεἰ χρή με παντελῶς θανεῖν,
670ἢ γῆς ἄτιμον τῆσδ᾽ ἀπωσθῆναι βίᾳ.
τὸ γὰρ σόν, οὐ τὸ τοῦδ᾽, ἐποικτίρω στόμα
ἐλεινόν· οὗτος δ᾽ ἔνθ᾽ ἂν ᾖ στυγήσεται.
ΚΡ. στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ, βαρὺς δ᾽ ὅταν
θυμοῦ περάσῃς. αἱ δὲ τοιαῦται φύσεις
675αὑταῖς δικαίως εἰσὶν ἄλγισται φέρειν.
ΟΙ. οὔκουν μ᾽ ἐάσεις κἀκτὸς εἶ; ΚΡ. πορεύσομαι,
σοῦ μὲν τυχὼν ἀγνῶτος, ἐν δὲ τοῖσδ᾽ ἴσος.

ΧΟ. γύναι, τί μέλλεις κομί- [ἀντ. α]
ζειν δόμων τόνδ᾽ ἔσω;
680ΙΟ. μαθοῦσά γ᾽ ἥτις ἡ τύχη.
ΧΟ. δόκησις ἀγνὼς λόγων
ἦλθε, δάπτει δὲ καὶ τὸ μὴ ᾽νδικον.
ΙΟ. ἀμφοῖν ἀπ᾽ αὐτοῖν; ΧΟ. ναίχι. ΙΟ. καὶ τίς ἦν λόγος;
685ΧΟ. ἅλις ἔμοιγ᾽, ἅλις, γᾶς προνοουμένῳ
φαίνεται, ἔνθ᾽ ἔληξεν, αὐτοῦ μένειν.
ΟΙ. ὁρᾷς ἵν᾽ ἥκεις, ἀγαθὸς ὢν γνώμην ἀνήρ,
τοὐμὸν παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ.

ΧΟ. ὦναξ, εἶπον μὲν οὐχ ἅπαξ μόνον, [ἀντ. β] 690
ἴσθι δὲ παραφρόνιμον, ἄπορον ἐπὶ φρόνιμα
πεφάνθαι μ᾽ ἄν, εἴ σε νοσφίζομαι,
ὅς τ᾽ ἐμὰν γᾶν φίλαν ἐν πόνοις
695σαλεύουσαν κατ᾽ ὀρθὸν οὔρισας,
τανῦν δ᾽ εὔπομπος εἰ γένοιο.


650ΧΟΡ. Ω βασιλιά, σ᾽ εκλιπαρώ· σκέψου και πίστεψε. [στρ. α]
ΟΙΔ. Σε τί να κάνω πίσω;
ΧΟΡ. Δεν ήταν επιπόλαιος ποτέ·
τώρα που πήρεν όρκο
να σεβαστείς το μεγαλείο της στιγμής.
ΟΙΔ. Ξέρεις τί μου ζητάς;
ΧΟΡ. Ξέρω.
ΟΙΔ. Πες μας λοιπόν.
Σ᾽ ακούω.
ΧΟΡ. Το φίλο σου που δέθηκε
με της κατάρας τα δεσμά
μην ατιμάζεις.
Μην εμπιστεύεσαι τις θολές υποψίες.
ΟΙΔ. Αντιλαμβάνεσαι πως μου ζητάς
τον όλεθρο ή τη φυγή μου;

660ΧΟΡ. Όχι, μά τον δημιουργό των όλων [στρ. β]
τον παντεπόπτη Ήλιο.
Μακάρι να χαθώ τρισάθλιος
χωρίς θεό και δίχως φίλους
αν έβαλα στο νου μου τέτοια σκέψη,
τη δύσμοιρη ψυχή μου κατατρώει
της χώρας ο καημός,
αν πάνω στα παλιά δεινά
και τα δικά σας τα δεινά σωριάσετε.

ΟΙΔ. Ας φύγει λοιπόν,
έστω κι αν χρειαστεί
το φως να χάσω
670ή να με διώξουν από τη χώρα
εξόριστο κι ατιμασμένο.
Συμπόνεσα το σπλαχνικό σου στόμα,
αυτόν δεν συμπόνεσα.
Αυτόν, όπου κι αν πάει,
θα τον μισώ για πάντα.
ΚΡΕ. Υποχωρείς γεμάτος μίσος.
Θα ξεθυμάνεις κάποτε
και θα το μετανιώσεις.
Οι χαρακτήρες σαν κι αυτόν
αγάλλονται να τιμωρούν τον εαυτό τους.
ΟΙΔ. Θα φύγεις, επί τέλους;
Άφησέ με ήσυχο!
ΚΡΕ. Θα φύγω.
Εσύ δεν με κατάλαβες ποτέ.
Αυτοί με ξέρουν και δεν άλλαξα.

ΧΟΡ. Γυναίκα, μην αργείς [αντ. α]
να μπεις μαζί του μέσα.
680ΙΟΚ. Να μάθω θέλω τί συνέβη.
ΧΟΡ. Λόγο το λόγο φτάσανε
σε κούφιες υποψίες
και τα᾽ άδικο δαγκώνει την ψυχή.
ΙΟΚ. Φταίνε κι οι δυο;
ΧΟΡ. Νομίζω ναι.
ΙΟΚ. Και ποιός ο λόγος;
ΧΟΡ. Αρκεί, αρκεί θαρρώ·
η χώρα βασανίζεται·
το θέμα τέλειωσε·
ας μείνει εδώ το πράγμα.
ΟΙΔ. Είδες πού φτάσαμε;
Είσαι καλοπροαίρετος
μα την αλήθεια παραγνωρίζεις
και φαρμακώνεις την ψυχή μου.

690ΧΟΡ. Ω βασιλιά, [αντ. β]
δεν το ᾽πα μόνο μια φορά
άκου το πάλι:
Θα ᾽ταν παραφροσύνη
να σ᾽ αρνηθώ.
Εσένα που την πατρική μου γη
την όρθωσες ξανά,
όταν παράδερνε στης συμφοράς το σάλο.
Και τώρα δείξε μου τον ίσιο δρόμο,
αν το μπορείς.


ΚΟΜΜΟΣ
ΧΟΡ. Άκουσέ μου και θέλησε
650να σκεφτείς, βασιλιά, σε ικετεύω.
ΟΙΔ. Σε τί θέλεις λοιπόν να υποχωρήσω;
ΧΟΡ. Τον άντρα που και πριν
δεν ήταν δίχως νου
και που μεγάλο αυτός
τον κάνει ο όρκος τώρα,
να τονε σεβαστείς.
ΟΙΔ. Μα ξέρεις τί ζητάς; ΧΟΡ. Ξέρω. ΟΙΔ. Εξηγήσου.
ΧΟΡ. Το φίλο πὄχει έτσι δεθεί
με κατάρες φριχτές
μην τον κατηγορείς
με δίχως καμιά βάσιμη αφορμή
και σε ατιμία τον ρίξεις.
ΟΙΔ. Μα όταν ζητάς αυτό, καλά να ξέρεις,
είναι σαν να ζητάς το θάνατό μου,
είτε την εξορία μου απ᾽ τη χώρα.

660ΧΟΡ. Όχι, μά τον πρώτο απ᾽ τους θεούς
το θεό τον Ήλιο·
μα είθε να χαθώ κακήν κακώς
σε θεούς κι ανθρώπους μισητός,
αν μου πέρασε απ᾽ το νου
καμιά τέτοια ιδέα·
μα, ο βαριόμοιρος, μου σκίζει την καρδιά
αν, ενώ έτσι χάνετ᾽ αυτ᾽ η χώρα,
πάνω σ᾽ όσες παλιές είχε συφορές
προστεθεί κι αυτ᾽ η καινούρια τώρα.

ΟΙΔ. Μ᾽ ας πάει λοιπόν αυτός κι αν πρέπει ακόμη
νά ᾽βρω εγώ βέβαιο θάνατο ή να φύγω
670αποδιωγμένος άτιμ᾽ απ᾽ τη χώρα·
γιατί τα παρακάλια τα δικά σου
κι όχι αυτού με κινούνε σε συμπόνια·
αυτός, όπου και να ᾽ναι, εχθρός μου θα ᾽ναι.
ΚΡΕ. Κακόθυμος να υποχωρείς σε βλέπω,
μα όταν σου πέσει η οργή, θα νιώσεις βάρος·
γιατ᾽ είναι, πολύ δίκια, οι τέτοιες φύσεις
οι χειρότεροι εχθροί στον εαυτό τους.
ΟΙΔ. Λοιπόν δε θα μ᾽ αφήσεις και να φεύγεις;
ΚΡΕ. Ναι, θενα φύγω παραγνωρισμένος
από σένα, μα ο ίδιος γι᾽ αυτούς πάντα.

ΧΟΡ. Γιατί, δέσποινα, κάθεσαι
και μέσα μαζί δεν τον παίρνεις;
680ΙΟΚ. Θέλω πρώτα τί έχει συμβεί να μάθω.
ΧΟΡ. Κάποιες αβάσιμες
υποψίες γεννήθηκαν
πάνω στα λόγια τους·
μα ό,τι δεν είναι δίκιο
πληγώνει πιο βαριά.
ΙΟΚ. Κι απ᾽ τα δυο μέρη; ΧΟΡ. Μάλιστα. ΙΟΚ. Και τί είπαν;
ΧΟΡ. Ω, είν᾽ αρκετό, πολύ αρκετό,
καθώς το κρίνω εγώ,
μέσα στη συφορά
που παραδέρν᾽ η χώρα, να σταθεί
εκεί που τέλειωσε το πράμα.
ΟΙΔ. Βλέπεις πού φτάνεις, μ᾽ όλο πὄχεις κρίση
ξεχωριστή, το δίκιο το δικό μου
μ᾽ αδιάφορη και κρύα καρδιά αντικρίζεις.

690ΧΟΡ. Βασιλιά μου, δε σου το ᾽χω πει
μια φορά μονάχα,
μ᾽ άκου το και πάλι, πως
θα ᾽χα αναίσθητος φανεί
κι από κρίση ορθή λειψός,
αν σε παρατούσα εσένα,
που εσύ μόνος την πατρίδα μας, ενώ
άγρια την καταπονούσε μπόρα,
ορθοπλώρισες στα πρίμα· κι αν μπορείς,
ο καλός της οδηγός γένου και τώρα.


650ΧΟΡ. Γνωστικά σκέψου, αφέντη, δέξου να πειστείς.
ΟΙΔ. Ποιά χάρη θέλεις από μένα;
ΧΟΡ. Άντρα που πάντα εμίλαε μυαλωμένα
κι ο όρκος του υψώνει αυτός να σεβαστείς.
ΟΙΔ. Τί ζητάς νιώθεις; ΧΟΡ. Ναι. ΟΙΔ. Λέγε ό,τι έχεις να πεις.
ΧΟΡ. Φίλο που ομόνει, μη, δίχως αιτία καμιά
τον διώξεις δώθε εσύ σαν άτιμο μακριά.
ΟΙΔ. Μάθε, αν αυτά ζητάς, γυρεύεις τώρα
ή να χαθώ, ή να φύγω εγώ απ᾽ τη χώρα.

660ΧΟΡ. Μά τον Ήλιο, τον πρώτο απ᾽ τους Θεούς,
όχι! Ούτε συχώριο νά ᾽βρω
κι άφιλος, να πάω από μαύρο
χάρο, αν σκέφτηκε αυτά ο δικός μου νους.
Μα η ψυχή μου του δόλιου σπαράζει
που νέους πόνους, στη γη που ρημάζει,
εσείς φέρνετε, χώρια απ᾽ τους παλιούς.

ΟΙΔ. Λοιπόν ας φύγει, κι αν γραφτό είναι ακόμα
670να πεθάνω, ή να διωχτώ ατιμασμένος.
Η δική σου φωνή, όχι αυτού, συμπόνια
μου φέρνει· αυτόν θα τον μισώ όπου να ᾽ναι.
ΚΡΕ. Άθελα συμπονάς. Μα άμα ο θυμός σου
περάσει πια, θα μετανιώσεις. Δίκια
τέτοιες ψυχές μονάχες τυραννιούνται.
ΟΙΔ. Θα πάψεις πια, θα φύγεις; ΚΡΕ. Φεύγω, δίχως
συ να με νιώσεις, μα γι᾽ αυτούς πάντα ο ίδιος.

ΧΟΡ. Στο σπίτι μέσα, αφέντρα, πάρε τον γοργά.
680ΙΟΚ. Να μάθω πρώτα εδώ τί τρέχει.
ΧΟΡ. Υποψίες κούφιες κάποιος λόγος έχει
γεννήσει· μα πικραίνει κι η αδικιά.
ΙΟΚ. Φταίνε κι οι δυο τους; ΧΟΡ. Ναι. ΙΟΚ. Και ποιά είναι η συντυχιά;
ΧΟΡ. Αρκούν τόσα, θαρρώ, σαν πάσχει η χώρα αυτή,
ας μείνουν κι όλα τούτα εκεί που έχουν σβηστεί.
ΟΙΔ. Βλέπεις πού φτάνεις, όσο αν τίμια κρένεις;
Με παρατάς και την καρδιά πικραίνεις.

ΧΟΡ. Το είπα, αφέντη, όχι μόνο μια φορά,
690άμυαλος, με δίχως φρένα
θα ᾽μαι εγώ, αν αφήσω εσένα,
που άμα η χώρα παράδερνε η γλυκιά
μες στου πόνου χαμένη το κύμα,
ν᾽ αρμενίζει την έφερες πρίμα,
κι αν μπορείς θα την σώσεις συ ξανά.