Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (193-250)


ΧΟ. οἰκτρὰ μὲν νόστοις αὐδά, [στρ. γ]
οἰκτρὰ δ᾽ ἐν κοίταις πατρῴαις
195ὅτε οἱ παγχάλκων ἀνταία
γενύων ὡρμάθη πλαγά.
δόλος ἦν ὁ φράσας, ἔρος ὁ κτείνας,
δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες
μορφάν· εἴτ᾽ οὖν θεὸς εἴτε βροτῶν
200ἦν ὁ ταῦτα πράσσων.
ΗΛ. ὦ πασᾶν κείνα πλέον ἁμέρα
ἐλθοῦσ᾽ ἐχθίστα δή μοι·
ὦ νύξ, ὦ δείπνων ἀρρήτων
ἔκπαγλ᾽ ἄχθη·
205τοὺς ἐμὸς ἴδε πατὴρ
θανάτους αἰκεῖς διδύμαιν χειροῖν,
αἳ τὸν ἐμὸν εἷλον βίον
πρόδοτον, αἵ μ᾽ ἀπώλεσαν·
οἷς θεὸς ὁ μέγας Ὀλύμπιος
210ποίνιμα πάθεα παθεῖν πόροι,
μηδέ ποτ᾽ ἀγλαΐας ἀποναίατο
τοιάδ᾽ ἀνύσαντες ἔργα.

ΧΟ. φράζου μὴ πόρσω φωνεῖν. [ἀντ. γ]
οὐ γνώμαν ἴσχεις ἐξ οἵων
215τὰ παρόντ᾽; οἰκείας εἰς ἄτας
ἐμπίπτεις οὕτως αἰκῶς.
πολὺ γάρ τι κακῶν ὑπερεκτήσω,
σᾷ δυσθύμῳ τίκτουσ᾽ αἰεὶ
ψυχᾷ πολέμους· τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς
220οὐκ ἐριστὰ πλάθειν.
ΗΛ. δείν᾽ ἐν δεινοῖς ἠναγκάσθην·
ἔξοιδ᾽, οὐ λάθει μ᾽ ὀργά.
ἀλλ᾽ ἐν γὰρ δεινοῖς οὐ σχήσω
ταύτας ἄτας,
225ὄφρα με βίος ἔχῃ.
τίνι γάρ ποτ᾽ ἄν, ὦ φιλία γενέθλα,
πρόσφορον ἀκούσαιμ᾽ ἔπος,
τίνι φρονοῦντι καίρια;
ἄνετέ μ᾽ ἄνετε παράγοροι.
230τάδε γὰρ ἄλυτα κεκλήσεται·
οὐδέ ποτ᾽ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι
ἀνάριθμος ὧδε θρήνων.

ΧΟ. ἀλλ᾽ οὖν εὐνοίᾳ γ᾽ αὐδῶ, [ἐπῳδ.]
μάτηρ ὡσεί τις πιστά,
235μὴ τίκτειν σ᾽ ἄταν ἄταις.
ΗΛ. καὶ τί μέτρον κακότατος ἔφυ; φέρε,
πῶς ἐπὶ τοῖς φθιμένοις ἀμελεῖν καλόν;
ἐν τίνι τοῦτ᾽ ἔβλαστ᾽ ἀνθρώπων;
μήτ᾽ εἴην ἔντιμος τούτοις
240μήτ᾽, εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ,
ξυνναίοιμ᾽ εὔκηλος, γονέων
ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας
ὀξυτόνων γόων.
245εἰ γὰρ ὁ μὲν θανὼν γᾶ τε καὶ οὐδὲν ὢν
κείσεται τάλας,
οἳ δὲ μὴ πάλιν
δώσουσ᾽ ἀντιφόνους δίκας,
ἔρροι τ᾽ ἂν αἰδὼς
250ἁπάντων τ᾽ εὐσέβεια θνατῶν.


ΧΟΡ. Ω τί σπαραγμός η φωνή του
την ημέρα που γύρισε!
ω τί σπαραγμός, όταν πάνω στο δείπνο
βρόντησε στην κεφαλή του
απ᾽ τ᾽ ολόχαλκ᾽ ο χτύπος πελέκι.
Τον σχεδίασε ο Δόλος,
τον ετέλειωσε ο Έρωτας το φόνο
κι έτσι φριχτά φριχτό σπείρανε τέρας
όποιοι και να ᾽ταν που το ᾽καμαν,
200είτε θεός, είτε άνθρωποι.

ΗΛΕ. Ω απ᾽ όλες η πιο μισημένη
της ζωής μου τις ημέρες εκείνη·
ω νύχτα, ω του ανείπωτου δείπνου
η φρίκη, που ο νους δε χωρεί,
που τον πιο άτιμο αντίκρισε θάνατο
απ᾽ των δυο τους τα χέρια ο πατέρας,
που μου πήραν και μένα μαζί τη ζωή,
που με πρόδωσαν, μ᾽ έχασαν,
που είθε ας τους δώσει ο μεγάλος τού Ολύμπου Θεός
210πάθη να βρουν βαρύποινα
κι ούτε χαράς αναγάλλια ποτέ να γευτούν,
τέτοια που έπραξαν έργα.

ΧΟΡ. Κοίταξε, βάλε στα λόγια σου μέτρο·
δε συλλογιέσαι από ποιές αφορμές
σ᾽ αυτά τώρα κατάντησες,
και σε ποιές συφορές από μόνη σου
έτσι ανάξια πέφτεις;
η ίδια τα πάθη σου επλήθυνες,
που μ᾽ αυτή την αψίθυμη γνώμη σου
πάντα πολέμους γεννάς·
μα με τους δυνατούς
220δεν είναι να πέφτει σ᾽ αμάχη κανείς.

ΗΛΕ.
Η δυστυχία, η δυστυχία μου με ανάγκασε·
ξέρω κι ούτε που αρνούμαι την τρέλα μου,
μα και σ᾽ αυτή την κατάντια μου,
τους ολέθριους για μένα τους θρήνους
δε θενα πάψω ποτέ
όσο που έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
γιατί, φίλες καλές μου, από ποιόν
θά ηταν πρόσφορο λόγο ν᾽ ακούσω; από ποιόν,
που τα πράματα κρίνει όπως είναι;
Παρηγορήτρες μου, αφήστε, μα αφήστε με,
230τέτοια αρρώστια δεν ξέρει γιατρειά,
κι᾽ απ᾽ τα πάθη μου αυτά δε θα πάψω ποτέ
έτσι αμέτρητους θρήνους να χύνω.

ΧΟΡ. Μα εγώ, που το καλό σου θέλω,
σου λέω σα μάνα σου πιστή,
να μην προσθέτεις συφορά στη συφορά.

ΗΛΕ.
Και ποιό μέτρο έχει τάχα η συφορά μου;
πώς θενά ηταν καλό να ξεχνάς τους νεκρούς σου;
σε ποιού ανθρώπου εβλάστησε αυτό την καρδιά;
ενός τέτοιου, ας μου ᾽λειπ᾽ εμένα η υπόληψη,
240μήτε θα ᾽θελα, αν είχα κανένα καλό,
να το χαίρομαι αξέγνοιαστα, αν ήταν
ν᾽ απαρνηθώ των γονιών μου τη μνήμη
και τις φτερούγες των θρήνων μου τους κλείσω.
Γιατί αν κείτεται στάχτη στη γης κι ένα τίποτε
ο άθλιός μας νεκρός κι αν το φόνο
δεν πλερώσει με φόνο ο φονιάς,
πάει, χάθηκε κάθε ντροπή,
250κάθ᾽ ευσέβεια πάει απ᾽ τον κόσμο.