Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (1174-1204)


ΟΡ. φεῦ φεῦ, τί λέξω; ποῖ λόγων ἀμηχανῶν
1175ἔλθω; κρατεῖν γὰρ οὐκέτι γλώσσης σθένω.
ΗΛ. τί δ᾽ ἔσχες ἄλγος; πρὸς τί τοῦτ᾽ εἰπὼν κυρεῖς;
ΟΡ. ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε;
ΗΛ. τόδ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖνο, καὶ μάλ᾽ ἀθλίως ἔχον.
ΟΡ. οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾶς.
1180ΗΛ. οὐ δή ποτ᾽, ὦ ξέν᾽, ἀμφ᾽ ἐμοὶ στένεις τάδε;
ΟΡ. ὦ σῶμ᾽ ἀτίμως κἀθέως ἐφθαρμένον.
ΗΛ. οὔτοι ποτ᾽ ἄλλην ἢ ᾽μὲ δυσφημεῖς, ξένε.
ΟΡ. φεῦ τῆς ἀνύμφου δυσμόρου τε σῆς τροφῆς.
ΗΛ. τί δή ποτ᾽, ὦ ξέν᾽, ὧδ᾽ ἐπισκοπῶν στένεις;
1185ΟΡ. ὡς οὐκ ἄρ᾽ ᾔδη τῶν ἐμῶν οὐδὲν κακῶν.
ΗΛ. ἐν τῷ διέγνως τοῦτο τῶν εἰρημένων;
ΟΡ. ὁρῶν σε πολλοῖς ἐμπρέπουσαν ἄλγεσιν.
ΗΛ. καὶ μὴν ὁρᾷς γε παῦρα τῶν ἐμῶν κακῶν.
ΟΡ. καὶ πῶς γένοιτ᾽ ἂν τῶνδ᾽ ἔτ᾽ ἐχθίω βλέπειν;
1190ΗΛ. ὁθούνεκ᾽ εἰμὶ τοῖς φονεῦσι σύντροφος.
ΟΡ. τοῖς τοῦ; πόθεν τοῦτ᾽ ἐξεσήμηνας κακόν;
ΗΛ. τοῖς πατρός. εἶτα τοῖσδε δουλεύω βίᾳ.
ΟΡ. τίς γάρ σ᾽ ἀνάγκῃ τῇδε προτρέπει βροτῶν;
ΗΛ. μήτηρ καλεῖται· μητρὶ δ᾽ οὐδὲν ἐξισοῖ.
1195ΟΡ. τί δρῶσα; πότερα χερσίν, ἢ λύμῃ βίου;
ΗΛ. καὶ χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾶσιν κακοῖς.
ΟΡ. οὐδ᾽ οὑπαρήξων οὐδ᾽ ὁ κωλύσων πάρα;
ΗΛ. οὐ δῆθ᾽· ὃς ἦν γάρ μοι σὺ προύθηκας σποδόν.
ΟΡ. ὦ δύσποτμ᾽, ὡς ὁρῶν σ᾽ ἐποικτίρω πάλαι.
1200ΗΛ. μόνος βροτῶν νυν ἴσθ᾽ ἐποικτίρας ποτέ.
ΟΡ. μόνος γὰρ ἥκω τοῖσι σοῖς ἀλγῶν κακοῖς.
ΗΛ. οὐ δή ποθ᾽ ἡμῖν ξυγγενὴς ἥκεις ποθέν;
ΟΡ. ἐγὼ φράσαιμ᾽ ἄν, εἰ τὸ τῶνδ᾽ εὔνουν πάρα.
ΗΛ. ἀλλ᾽ ἔστιν εὔνουν, ὥστε πρὸς πιστὰς ἐρεῖς.


ΟΡΕ. Αχ, τί να πω; βρίσκομαι σ᾽ απορία
με τι λόγια ν᾽ αρχίσω· γιατί πια
δε μπορώ να κρατήσω τη γλώσσα μου.
ΗΛΕ. Γιατί η λύπη σου αυτή; τί θέλουν, ξένε,
να πουν αυτά τα λόγια σου; ΟΡΕ. Αλήθεια,
εσύ ᾽σαι η ξακουσμέν᾽ Ηλέκτρα εκείνη,
εσύ που βλέπω εμπρός μου; ΗΛΕ. Όλη κι όλη,
σ᾽ αυτά τα χάλια, να την κλαις. ΟΡΕ. Οϊμένα,
τί μαύρη συφορά! ΗΛΕ. Δε θα ᾽ναι βέβαια
1180για μένα, ξένε, που στενάζεις έτσι.
ΟΡΕ. Ω κορμί, πόσο ανάξια κι άθεα έχεις
ρημάξει! ΗΛΕ. Ώστε όχι γι᾽ άλλη, μα για μένα
τα πικρά αυτά σου λόγια. ΟΡΕ. Αλίμονό σου,
δίχως άντρα να ζεις και μες στον πόνο!
ΗΛΕ. Γιατί με βλέπεις έτσι και στενάζεις,
ξένε; ΟΡΕ. Γιατί δεν ήξερα κανένα
απ᾽ τα κακά σου. ΗΛΕ. Και τί απ᾽ όλα πού ειπα
σ᾽ έκαμε να μάθεις; ΟΡΕ. Μου έφτασε
να δω τα τόσα βάσανα που δείχνεις
απάνω σου. ΗΛΕ. Και μολοντούτο βλέπεις
πολύ λίγ᾽ απ᾽ τα πάθη μου. ΟΡΕ. Και θα ᾽χε
να δει κανείς και πιο σκληρά άλλ᾽ ακόμα;
1190ΗΛΕ. Αφού πρέπει να ζω με τους φονιάδες…
ΟΡΕ. Τίνος; για ποιούς φονιάδες κάνεις λόγο;
ΗΛΕ. …του πατέρα μου· κι όχι μόνο, πάρα
να ᾽μαι κι υπόδουλή των με τη βία.
ΟΡΕ. Και ποιός αυτός που με τη βία σ᾽ έχει
στη θέση αυτή; ΗΛΕ. Μητέρα τηνε λένε,
μα τίποτα δεν έχει από μητέρα!
ΟΡΕ. Και τί σου κάνει; με τα χέρια μήπως,
ή μ᾽ άλλες ταπεινώσεις; ΗΛΕ. Με τα χέρια,
με ταπεινώσεις, μ᾽ ό,τι βάλει ο νους σου.
ΟΡΕ. Και κανένας δε βρίσκεται να πάρει
το μέρος σου και να την εμποδίσει;
ΗΛΕ. Όχι, κανένας· γιατί ο μόνος που είχα,
μου έφερες συ την τέφρα του. ΟΡΕ. Ω πόσο
σε συμπονώ, βαριόμοιρη, απ᾽ την ώρα
που σ᾽ αντίκρισα! ΗΛΕ. Κι είσαι ο μόνος, ξέρε,
1200που με συμπόνεσ᾽ άνθρωπος ως τώρα.
ΟΡΕ. Γιατ᾽ είμαι ο μόνος που ήρθα με τις ίδιες
στο στήθος μου πληγές. ΗΛΕ. Μα δεν πιστεύω
συγγενής να μας ήρθες από κάπου.
ΟΡΕ. Θα σ᾽ απαντούσα, αν ήξερα πως είναι
πιστές σου αυτές. ΗΛΕ. Και βέβαια πιστές μού ειναι,
ώστε μπορείς μπροστά των να μιλήσεις.