Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (364-393)


ΑΙ. ὁρᾷς τὸν θρασύν, τὸν εὐκάρδιον, [στρ. β]
365τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις,
ἐν ἀφόβοις με θηρσὶ δεινὸν χέρας;
οἴμοι γέλωτος, οἷον ὑβρίσθην ἄρα.
ΤΕΚ. μή, δέσποτ᾽ Αἴας, λίσσομαί σ᾽, αὔδα τάδε.
ΑΙ. οὐκ ἐκτός; οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα;
370αἰαῖ αἰαῖ.
ΤΕΚ. ὦ πρὸς θεῶν ὕπεικε καὶ φρόνησον εὖ.
ΑΙ. ὢ δύσμορος, ὃς χεροῖν
μεθῆκα τοὺς ἀλάστορας,
ἐν δ᾽ ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ
375κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις
ἐρεμνὸν αἷμ᾽ ἔδευσα.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἀλγοίης ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις;
οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ταῦθ᾽ ὅπως οὐχ ὧδ᾽ ἔχοι.

ΑΙ. ἰὼ πάντα δρῶν, ἁπάντων τ᾽ ἀεὶ [ἀντ. β]
380κακῶν ὄργανον, τέκνον Λαρτίου,
κακοπινέστατόν τ᾽ ἄλημα στρατοῦ,
ἦ που πολὺν γέλωθ᾽ ὑφ᾽ ἡδονῆς ἄγεις.
ΧΟ. ξὺν τῷ θεῷ πᾶς καὶ γελᾷ κὠδύρεται.
ΑΙ. ἴδοιμι δή νιν, καίπερ ὧδ᾽ ἀτώμενος.
385ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. μηδὲν μέγ᾽ εἴπῃς· οὐχ ὁρᾷς ἵν᾽ εἶ κακοῦ;
ΑΙ. ὦ Ζεῦ, προγόνων πάτερ,
πῶς ἂν τὸν αἱμυλώτατον,
ἐχθρὸν ἄλημα, τούς τε δισ-
390σάρχας ὀλέσσας βασιλῆς,
τέλος θάνοιμι καὐτός;
ΤΕΚ. ὅταν κατεύχῃ ταῦθ᾽, ὁμοῦ κἀμοὶ θανεῖν
εὔχου· τί γὰρ δεῖ ζῆν με σοῦ τεθνηκότος;


ΑΙ. Καμάρωσε τον θαρραλέο εμένα, τον άφοβο
κι ατρόμητο στης μάχης τη σφαγή,
ν᾽ απλώνει τώρα χέρι φονικό σε ζώα αθώα.
Ω πράξη καταγέλαστη, τί εξευτελισμός.
ΤΕ. Μη, κύριέ μου, πάψε, σε ικετεύω, Αίαντα.
ΑΙ. Δεν πας μέσα καλύτερα; Πάρε τα πόδια σου
370κι εξαφανίσου. Αιαί σ᾽ εμένα.
ΤΕ. Μη, προς θεού, άλλαξε τρόπο, σκέψου λογικά.
ΑΙ. Κατάρα, ο δύσμοιρος εγώ, που μέσα
από τα χέρια μου, τ᾽ άφησα άθικτα εκείνα
τα καθάρματα, και πέφτοντας σε βόδια ελικοκέρατα,
κοπάδια διαλεχτά, στο μαύρο αίμα τους βουτήχτηκα.
ΧΟ. Γιατί σε σφάζει τόσος πόνος για πράγματα
που έχουν γίνει, και δεν υπάρχει τρόπος να ξεγίνουν;

ΑΙ. Άτιμε εσύ, παντού χώνεις τη μύτη σου, όργανο
380του κακού, βρόμικε σπόρε του Λαέρτη,
ξέπλυμα του στρατού.
Σίγουρα τώρα θα ξεσπάς σε γέλιο ακράτητο,
από ηδονή σκασμένος.
ΧΟ. Μόνο με θέλημα θεού γελά κι οδύρεται ο καθένας.
ΑΙ. Μονάχα να τον έβλεπα μπροστά μου,
έστω και μες στην τόση συμφορά μου.
Ουαί κι αλίμονο.
ΧΟ. Μη λες μεγάλο λόγο· δεν βλέπεις τί κακό σε βρήκε;
ΑΙ. Ω Δία, ρίζα των προγόνων μου,
πώς θα μπορούσα εκείνη την παμπόνηρη αλεπού,
τη λέρα που μισώ, μαζί του και τους δυο
390βασιλικούς μας ηγεμόνες, πρώτα να τους αφάνιζα
κι ύστερα να πεθάνω;
ΤΕ. Όταν για σένα ξεστομίζεις τέτοια ευχή, ευχήσου
και για μένα θάνατο. Τί να την κάνω τη ζωή,
μ᾽ εσένα πεθαμένο;


ΑΙΑ. Με βλέπεις τον αντρειωμένο
με την αδείλιαστη καρδιά,
τον άφοβο στις άγριες μάχες
να δείχνω χέρι τρομερό
στα ήμερα ζώα; Αλίμονο,
με περγελούν, τί ντρόπιασμα για μένα!
ΤΕΚ. Αφέντη μου Αίαντα, μην ξεστομίζεις,
σε ικετεύω, τέτοια λόγια.
370ΑΙΑ. Δεν πας έξω; Δε φεύγεις από δω; Αχ! αχ!
ΤΕΚ. Στ᾽ όνομα των θεών, έλα στο νου σου.
ΑΙΑ. Ω! δύστυχος, που άφησα να ξεφύγουν
μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια μου οι καταραμένοι
και ρίχτηκα στα στριφοκέρατα
βόδια και στα λαμπρά κοπάδια,
το μαύρο χύνοντάς τους αίμα.
ΤΕΚ. Γι᾽ αυτά που γίναν τί λυπάσαι; Τώρα
τίποτα δε μπορεί πια να τ᾽ αλλάξει.

ΑΙΑ. Αα! γιε του Λαέρτη, που όλα
τα βλέπεις κι είσαι πάντα
380στα σκοτεινά έργα δουλευτής,
το πιο σιχαμερό μες στο στρατό
ξέπλυμα, τώρα θα γελάς
κι από χαρά θ᾽ αναγαλλιάζεις.
ΧΟΡ. Σα θέλουν οι θεοί, γελά και κλαίει καθένας.
ΑΙΑ. Μπροστά μου να τον έβλεπα, κι ας είμαι
σε τέτοια μαύρη συμφορά. Αα, αα.
ΧΟΡ. Λόγο μην πεις μεγάλο· σε τί μαύρη
βρίσκεσαι δυστυχία δε βλέπεις;
ΑΙΑ. Ω! Δία, των προγόνων μου πατέρα,
πώς θα γινόταν τον πανάθλιο,
τον τρισπανούργο εχθρό μου ν᾽ αφανίσω
390και τους διπλούς αντάμα βασιλιάδες
κι έπειτα να χανόμουνα κι εγώ.
ΤΕΚ. Αυτές αν κάνεις τις ευχές, ζήτησε τότε
να πάω κι εγώ μαζί σου· τί τη θέλω
τη ζωή μου, εσύ άμα θα πεθάνεις;


ΑΙΑ. Με βλέπεις τον ατρόμαχτο
και τον ψυχωμένο,
με βλέπεις τον απλήγωτο
στη φωτιά της μάχης,
οπού στ᾽ αθώα ζωντανά σήκωσα μαύρο χέρι;
Οϊμέ, ο κόσμος θα γελά και θα με περιπαίζει.
ΤΕΚ. Αφέντη Αία, μην τα λες αυτά, παρακαλώ σε.
ΑΙΑ. Μέσα δεν πας; Τις πλάτες σου γλήγορα δεν μας δείχνεις;
370αιαί, αιαί.
ΧΟΡ. Για τον θεό, άκου κι έλα στον νου σου.
ΑΙΑ. Ωχ ο κακόμοιρος εγώ, που τους οχτρούς μου αφήκα
και μες στα στριφτοκέρατα χουμίζοντας τα βόδια,
στα διαλεχτά τα πρόβατα, έχυσα μαύρον αίμα.
ΧΟΡ. Τάχα τί τώρα να τα κλαις, τα πού ᾽ναι καμωμένα;
ό,τι κι αν κάμεις δεν μπορείς αυτά για να τ᾽ αλλάξεις.

380ΑΙΑ. Α, πάντα τετραπόνηρε, πάντα κακοτεχνίτη,
γιε του Λαέρτη, βρομερέ μες στον στρατό, πανούργο,
πόσα η πολλή σου η χαρά θενα σου φέρνει γέλια;
ΧΟΡ. Με τη βοήθεια του θεού γελά και κλαίει ο καθένας.
ΑΙΑ. Μακάρι να τον έβλεπα, κι ας είμαι λυπημένος,
ωχ, ωχ!
ΧΟΡ. Μη βλαστημήσεις τίποτα. Δεν βλέπεις τα δεινά σου;
ΑΙΑ. Ω Δία, συ προπάτορα στα πατρογονικά μου,
πώς τάχα τον γλυκόλογο, τον τιποτένιο οχτρό μου,
390τους βασιλιάδες και τους δυο να σφάξω κι ας ποθάνω;
ΤΕΚ. Αυτό σαν το παρακαλάς, κι εγώ ας ποθάνω τότες·
τί να την κάμω τη ζωή όντας εσένα χάσω;