Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (147-188)


ΠΡ. ἔσθ᾽ ἥτις ἑτέρα βούλεται λέγειν; ΓΥ. Α’ ἐγώ.
ΠΡ. ἴθι δὴ στεφανοῦ· καὶ γὰρ τὸ χρῆμ᾽ ἐργάζεται.
ἄγε νυν ὅπως ἀνδριστὶ καὶ καλῶς ἐρεῖς
150διερεισαμένη τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ.
ΓΥ. Α’ «ἐβουλόμην μὲν ἕτερον ἂν τῶν ἠθάδων
λέγειν τὰ βέλτισθ᾽, ἵν᾽ ἐκαθήμην ἥσυχος·
νῦν δ᾽ οὐκ ἐάσω, κατά γε τὴν ἐμήν, μίαν
ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν
155ὕδατος. ἐμοὶ μὲν οὐ δοκεῖ, μὰ τὼ θεώ,—»
ΠΡ. μὰ τὼ θεώ, τάλαινα; ποῦ τὸν νοῦν ἔχεις;
ΓΥ. Α’ τί δ᾽ ἐστίν; οὐ γὰρ δὴ πιεῖν γ᾽ ᾔτησά σε.
ΠΡ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀνὴρ ὢν τὼ θεὼ κατώμοσας,
καίτοι τά γ᾽ ἄλλ᾽ εἰποῦσα δεξιώτατα.
160ΓΥ. Α’ ὢ νὴ τὸν Ἀπόλλω— ΠΡ. παῦε τοίνυν· ὡς ἐγὼ
ἐκκλησιάσουσ᾽ οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα
τὸν ἕτερον, εἰ μὴ ταῦτ᾽ ἀκριβωθήσεται.
ΓΥ. Α’ φέρε τὸν στέφανον· ἐγὼ γὰρ αὖ λέξω πάλιν·
οἶμαι γὰρ ἤδη μεμελετηκέναι καλῶς.
165«ἐμοὶ γάρ, ὦ γυναῖκες αἱ καθήμεναι,—»
ΠΡ. γυναῖκας αὖ, δύστηνε, τοὺς ἄνδρας λέγεις;
ΓΥ. Α’ δι᾽ Ἐπίγονόν γ᾽ ἐκεινονί· βλέψασα γὰρ
ἐκεῖσε πρὸς γυναῖκας ᾠόμην λέγειν.
ΠΡ. ἄπερρε καὶ σὺ καὶ κάθησ᾽ ἐντευθενί.
170αὐτὴ γὰρ ὑμῶν γ᾽ ἕνεκά μοι λέξειν δοκῶ
τονδὶ λαβοῦσα. «τοῖς θεοῖς μὲν εὔχομαι
τυχεῖν κατορθώσασι τὰ βεβουλευμένα.
ἐμοὶ δ᾽ ἴσον μὲν τῆσδε τῆς χώρας μέτα
ὅσονπερ ὑμῖν· ἄχθομαι δὲ καὶ φέρω
175τὰ τῆς πόλεως σαπέντα βαρέως πράγματα.
ὁρῶ γὰρ αὐτὴν προστάταισι χρωμένην
ἀεὶ πονηροῖς· κἄν τις ἡμέραν μίαν
χρηστὸς γένηται, δέκα πονηρὸς γίγνεται.
ἐπέτρεψας ἑτέρῳ,πλείον᾽ ἔτι δράσει κακά.
180χαλεπὸν μὲν οὖν ἄνδρας δυσαρέστους νουθετεῖν,
οἳ τοὺς φιλεῖν μὲν βουλομένους δεδοίκατε,
τοὺς δ᾽ οὐκ ἐθέλοντας ἀντιβολεῖθ᾽ ἑκάστοτε.
ἐκκλησίαισιν ἦν ὅτ᾽ οὐκ ἐχρώμεθα
οὐδὲν τὸ παράπαν, ἀλλὰ τόν γ᾽ Ἀγύρριον
185πονηρὸν ἡγούμεσθα· νῦν δὲ χρωμένων
ὁ μὲν λαβὼν ἀργύριον ὑπερεπῄνεσεν,
ὁ δ᾽ οὐ λαβὼν εἶναι θανάτου φήσ᾽ ἀξίους
τοὺς μισθοφορεῖν ζητοῦντας ἐν τἠκκλησίᾳ.»


ΠΡΑ. (στις άλλες)
Άλλη καμιά σας θέλει να μιλήσει;
Α’ ΓΥΝ. Εγώ! ΠΡΑ. Να βάλεις πρώτα το στεφάνι
και κατόπι να τα φουρνίσεις όμορφα,
150σαν άντρας, στηριγμένη στη μαγκούρα σου.
Α’ ΓΥΝ. (δημηγορεί)
Εγώ θα προτιμούσα κάποιος άλλος
από τους πετσωμένους σας ρητόρους
να υποστηρίξει τα συμφέροντά μας
κι εγώ να κάθομαι ήσυχα ν᾽ ακούω.
Ωστόσο θα σας πω τη γνώμη μου, ούτε
στάλα νερό στα κιούπια να μην έχουν
τα καπηλειά μας, μά το θείο ζευγάρι,
τη Δήμητρα και Κόρη. ΠΡΑ. Σουτ! Τρελάθηκες;
Στις δυο θεές ορκίστηκες; Α’ ΓΥΝ. Τί τρέχει
και θυμώνεις; Δε ζήτησα κρασί.
ΠΡΑ. Το ξέχασες πώς άντρας είσαι τώρα;
Οι γυναίκες αμόνουνε μονάχα
σε θηλυκούς θεούς... Όμως η γνώμη σου
160πολύ καλή. Α’ ΓΥΝ. Και ναι, μά τον Απόλλωνα!
ΠΡΑ. Κι εγώ δεν κάνω ρούπι από δω πέρα,
να πάω στη συνεδρίαση, αν δε γίνουν
όλα όσα σας ορμήνεψα ένα κι ένα.
(Κάνει να πάρει το στεφάνι από την Πρώτη Γυναίκα)
Α’ ΓΥΝ. Άσε μού το και θέλω να μιλήσω.
Είμαι καλά μελετημένη τώρα.
(στο πλήθος)
Ακούστε, εκκλησιάζουσες κυράδες...
ΠΡΑ. (τη διακόπτει)
Πάλε γυναίκες είπες; Άντρες είμαστε!
Α’ ΓΥΝ. (δείχνει πέρα)
Φταίει ο Τοτός εκεί. Καθώς τον είδα,
θάρρεψα πως μιλούσα σε γυναίκες.
ΠΡΑ. Τσακίσου, λέω, και τράβα να καθίσεις.
170Ανάγκη να μιλήσω εγώ για λόγου σας.
Δώσ᾽ μου εδώ το στεφάνι. Πρώτα πρώτα
θα κάνω προσευκή στους αθανάτους
καλά να πάνε τ᾽ αποφασισμένα μας.
Για την πατρίδα γνοιάζομαι κι εγώ,
όπως και σεις. Πονώ για τη σαπίλα της
και νιώθω μέγα βάρος στην ψυχή μου.
Βλέπω να ᾽χετε ηγέτες κατεργάρηδες
κι αν λάχαινε κανείς μια μέρα τίμιος,
γινότανε για δέκα απατεώνας.
Κι όσες φορές αλλάξατε μπροστάρη,
ο καινούριος πολύ χειρότερός του.
180Οι βλαμμένοι δεν παίρνουν από λόγια.
Που θέλουν το καλό σας τους φοβάστε,
που θέλουν το κακό τούς καλοπιάνετε.
Πολύν καιρό δεν κάναμε συνέλευση,
κι όμως τον λαοπλάνο τον Αγύρριο,
που τον είχαμε πρώτα για παλιόμουτρο,
σαν έκοψε μιστό για τους συνέδρους,
όσοι παρόντες παίρναν, τον παινούσανε
κι όσοι δεν παίρναν βρίζανε τους άλλους,
πως είναι άξιοι θανάτου οι πουλημένοι!