Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (110-146)


110ΓΥ. Α’ καὶ πῶς γυναικῶν θηλύφρων ξυνουσία
δημηγορήσει; ΠΡ. πολὺ μὲν οὖν ἄριστά που.
λέγουσι γὰρ καὶ τῶν νεανίσκων ὅσοι
πλεῖστα σποδοῦνται, δεινοτάτους εἶναι λέγειν·
ἡμῖν δ᾽ ὑπάρχει τοῦτο κατὰ τύχην τινά.
115ΓΥ. Α’ οὐκ οἶδα· δεινὸν δ᾽ ἐστὶν ἡ μὴ ᾽μπειρία.
ΠΡ. οὐκοῦν ἐπίτηδες ξυνελέγημεν ἐνθάδε,
ὅπως προμελετήσωμεν ἁκεῖ δεῖ λέγειν.
οὐκ ἂν φθάνοις τὸ γένειον ἂν περιδουμένη
ἄλλαι θ᾽ ὅσαι λαλεῖν μεμελετήκασί που.
120ΓΥ. Β’ τίς δ᾽, ὦ μέλ᾽, ἡμῶν οὐ λαλεῖν ἐπίσταται;
ΠΡ. ἴθι δὴ σὺ περιδοῦ καὶ ταχέως ἀνὴρ γενοῦ·
ἐγὼ δὲ θεῖσα τοὺς στεφάνους περιδήσομαι
καὐτὴ μεθ᾽ ὑμῶν, ἤν τί μοι δόξῃ λέγειν.
ΓΥ. Β’ δεῦρ᾽, ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα, σκέψαι, τάλαν,
125ὡς καὶ καταγέλαστον τὸ πρᾶγμα φαίνεται.
ΠΡ. πῶς καταγέλαστον; ΓΥ. Β’ ὥσπερ εἴ τις σηπίαις
πώγωνα περιδήσειεν ἐσταθευμέναις.
ΠΡ. ὁ περιστίαρχος, περιφέρειν χρὴ τὴν γαλῆν.
πάριτ᾽ ἐς τὸ πρόσθεν. Ἀρίφραδες, παῦσαι λαλῶν.
130κάθιζ᾽, ὁ παριών. τίς ἀγορεύειν βούλεται;
ΓΥ. Β’ ἐγώ. ΠΡ. περίθου δὴ τὸν στέφανον τύχἀγαθῇ.
ΓΥ. Β’ ἰδού. ΠΡ. λέγοις ἄν. ΓΥ. Β’ εἶτα πρὶν πιεῖν λέγω;
ΠΡ. ἰδοὺ πιεῖν. ΓΥ. Β’ τί γάρ, ὦ μέλ᾽, ἐστεφανωσάμην;
ΠΡ. ἄπιθ᾽ ἐκποδών· τοιαῦτ᾽ ἂν ἡμᾶς ἠργάσω
135κἀκεῖ. ΓΥ. Β’ τί δ᾽; οὐ πίνουσι κἀν τἠκκλησίᾳ;
ΠΡ. ἰδού γε, σοὶ πίνουσι; ΓΥ. Β’ νὴ τὴν Ἄρτεμιν,
καὶ ταῦτά γ᾽ εὔζωρον. τὰ γοῦν βουλεύματα
αὐτῶν, ὅσ᾽ ἂν πράξωσιν ἐνθυμουμένοις,
ὥσπερ μεθυόντων ἐστὶ παραπεπληγμένα.
140καὶ νὴ Δία σπένδουσί γ᾽· ἢ τίνος χάριν
τοσαῦτ᾽ ἂν ηὔχοντ᾽, εἴπερ οἶνος μὴ παρῆν;
καὶ λοιδοροῦνταί γ᾽ ὥσπερ ἐμπεπωκότες,
καὶ τὸν παροινοῦντ᾽ ἐκφέρουσ᾽ οἱ τοξόται.
ΠΡ. σὺ μὲν βάδιζε καὶ κάθησ᾽· οὐδὲν γὰρ εἶ.
145ΓΥ. Β’ νὴ τὸν Δί᾽, ἦ μοι μὴ γενειᾶν κρεῖττον ἦν·
δίψῃ γάρ, ὡς ἔοικ᾽, ἀφαυανθήσομαι.


Α’ ΓΥΝ. (σε τόνο δραματικό)
110Δε μου λες πώς εμείς τα θηλυκόμυαλα
μπορούμε να μιλήσουμε στο πλήθος;
ΠΡΑ. Μια χαρά. Μην ξεχνάς πως τα καλόπαιδα
τα πολυδουλεμένα, αφού μεστώσουν,
γίνονται ακαταμάχητοι ρητόροι.
Πόσον εμείς που τη δουλειά την έχουμε
φυσικό μας. Α’ ΓΥΝ. Φοβούμαι πως μας λείπει
κάποια πείρα. ΠΡΑ. Για τούτο εδώ σας μάζεψα,
για να προμελετήσουμε όσα εκεί
ψηλά στο βήμα θαν τα πούμε χύμα.
Γυρόδενε τα γένια σου — και σεις,
όσες ετοιμαστήκατε για λόγο.
120Β’ ΓΥΝ. Και ποιανής από μας δεν κόβ᾽ η γλώσσα;
ΠΡΑ. Βάλε τα γένια ελόγου σου και κάνε
τον άντρα. Εγώ θα βάλω τα δικά μου
και το στεφάνι, αν μού ᾽ρθει να μιλήσω.
(όλες βάζουνε τα γένια τους)
Β’ ΓΥΝ. Αχ! Πόσο, γλυκυτάτη Πραξαγόρα,
είναι για γέλια αυτά μας τα καμώματα!
ΠΡΑ. Για γέλια; Πώς; Β’ ΓΥΝ. Λες κι είμαστε σουπιές
τηγανισμένες, που φορέσαν γένια.
ΠΡΑ. (κάνοντας τον κήρυκα)
Σουτ! Αρχίζ᾽ η θυσία του καθαρμού.
Όμως δε φέρνει ο επιστάτης χοίρο
παρά νυφίτσα. Προχωράτε!... Εσύ,
βούλωνέ το, Αριφράδη. Και να κάτσει
130ο μπροστινός... Ποιός θέλει να μιλήσει;
Β’ ΓΥΝ. Εγώ. ΠΡΑ. Λοιπόν να βάλεις το στεφάνι
και καλή πετυχιά. Β’ ΓΥΝ. Το ᾽βαλα. ΠΡΑ. Λέγε!
Β’ ΓΥΝ. Πώς; Ξερικάτα; Δίχως μια γουλιά;
ΠΡΑ. Τί πράμα; Β’ ΓΥΝ. Και ρωτάς; Κρασάκι. Οι άντρες
το στεφάνι το βάζουν, για να πιούνε.
ΠΡΑ. Τσακίσου. Θέλεις να μας ρεζιλέψεις;
Β’ ΓΥΝ. Δεν πίνουνε λοιπόν στη λαοσύναξη;
ΠΡΑ. Γιά κοίτα μούτρα! Ο νους της στο κρασί!
Β’ ΓΥΝ. Και να ᾽ναι και σπιθάτο, μά την Άρτεμη!
Γι᾽ αυτό και τα ψηφίσματα του δήμου
είναι παλαβομάρες μεθυσμένων.
140Και κάνουν και σπονδίσματα. Δε γίνεται
τελετουργία χωρίς καλό κρασί.
Κι άμα πιουν, σκυλοβρίζονται και τότες
οι τοξότες τους βγάζουν όξω τύφλα.
ΠΡΑ. Χάσου από δω! Πεντάρα δεν αξίζεις!
Τρέχα να πιάσεις θέση. Β’ ΓΥΝ. Μά το Δία,
θα προτιμούσα να μην είχα γένια.
Το λαρύγγι μου στέγνωσε απ᾽ τη δίψα.