Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (1112-1153)


ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
ὢ μακάριος μὲν δῆμος, εὐδαίμων δ᾽ ἐγώ,
αὐτή τέ μοι δέσποινα μακαριωτάτη,
ὑμεῖς θ᾽ ὅσαι παρέστατ᾽ ἐπὶ ταῖσιν θύραις
1115οἱ γείτονές τε πάντες οἵ τε δημόται,
ἐγώ τε πρὸς τούτοισιν ἡ διάκονος,
ἥτις μεμύρισμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν,
ἀγαθοῖσιν, ὦ Ζεῦ. πολὺ δ᾽ ὑπερπέπαικεν αὖ
τούτων ἁπάντων τὰ Θάσι᾽ ἀμφορείδια·
1120ἐν τῇ κεφαλῇ γὰρ ἐμμένει πολὺν χρόνον,
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἀπανθήσαντα πάντ᾽ ἀπέπτατο·
ὥστ᾽ ἐστὶ πολὺ βέλτιστα, πολὺ δῆτ᾽, ὦ θεοί.
κέρασον ἄκρατον· εὐφρανεῖ τὴν νύχθ᾽ ὅλην
ἐκλεγομένας ὅ τι ἂν μάλιστ᾽ ὀσμὴν ἔχῃ.
1125ἀλλ᾽, ὦ γυναῖκες, φράσατέ μοι τὸν δεσπότην,
τὸν ἄνδρ᾽, ὅπου ᾽στί, τῆς ἐμῆς κεκτημένης.
ΧΟ. αὐτοῦ μένουσ᾽ ἡμῖν γ᾽ ἂν ἐξευρεῖν δοκεῖς.
ΘΕ. μάλισθ᾽· ὁδὶ γὰρ ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἔρχεται.
ὦ δέσποτ᾽, ὦ μακάριε καὶ τρισόλβιε.
1130ΒΛ. ἐγώ; ΘΕ. σὺ μέντοι νὴ Δί᾽, ὥς γ᾽ οὐδεὶς ἀνήρ.
τίς γὰρ γένοιτ᾽ ἂν μᾶλλον ὀλβιώτερος,
ὅστις πολιτῶν πλεῖον ἢ τρισμυρίων
ὄντων τὸ πλῆθος οὐ δεδείπνηκας μόνος;
ΧΟ. εὐδαιμονικόν γ᾽ ἄνθρωπον εἴρηκας σαφῶς.
1135ΘΕ. ποῖ ποῖ βαδίζεις; ΒΛ. ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἔρχομαι.
ΘΕ. νὴ τὴν Ἀφροδίτην, πολύ γ᾽ ἁπάντων ὕστατος.
ὅμως δ᾽ ἐκέλευε συλλαβοῦσάν μ᾽ ἡ γυνὴ
ἄγειν σε καὶ τασδὶ μετὰ σοῦ τὰς μείρακας.
οἶνος δὲ Χῖός ἐστι περιλελειμμένος
1140καὶ τἄλλ᾽ ἀγαθά. πρὸς ταῦτα μὴ βραδύνετε,
καὶ τῶν θεατῶν εἴ τις εὔνους τυγχάνει,
καὶ τῶν κριτῶν εἰ μή τις ἑτέρωσε βλέπει,
ἴτω μεθ᾽ ἡμῶν· πάντα γὰρ παρέξομεν.
ΒΛ. οὔκουν ἁπᾶσι δῆτα γενναίως ἐρεῖς
1145καὶ μὴ παραλείψεις μηδέν᾽, ἀλλ᾽ ἐλευθέρως
καλεῖς γέροντα, μειράκιον, παιδίσκον; ὡς
τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἐστ᾽ ἐπεσκευασμένον
ἁπαξάπασιν, — ἢν ἀπίωσιν οἴκαδε.
ἐγὼ δὲ πρὸς τὸ δεῖπνον ἤδη ᾽πείξομαι·
1150ἔχω δέ τοι καὶ δᾷδα ταυτηνὶ καλῶς.
ΘΕ. τί δῆτα διατρίβεις ἔχων, ἀλλ᾽ οὐκ ἄγεις
τασδὶ λαβών; ἐν ὅσῳ δὲ καταβαίνεις, ἐγὼ
ἐπᾴσομαι μέλος τι μελλοδειπνικόν.


(Έρχεται μια υπηρέτρια της Πραξαγόρας μεθυσμένη.)
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Γεια σου, κόσμε, και χώρα ευλογημένη
και συ, κυρά μου, να κατοχρονίσεις·
κι ελόγου σας, που βγήκατε στις πόρτες,
όλοι σας, Αθηνιώτες, χωραΐτες,
κι εγώ η δουλευταρού. Μοσκοβολάνε
τα μαλλιά μου από αρώματ᾽ ακριβά.
Μα πάνου απ᾽ όλα βάζω τα θασιώτικα
κρασοκάνατα, φίσκα. Τ᾽ άρωμά τους
1120βαστάει καιρό μες στο μυαλό, ενώ τ᾽ άλλα
γρήγορα ξεθυμαίνουν, μά την πίστη μου.
(αποτείνεται στο Χορό των γυναικών)
Μπρε, γυναίκες, γιά πέστε μου πού βρίσκεται
τ᾽ αφεντικό μου, ο αντρούλης της κυράς μου;
ΧΟΡ. Κάτσε αυτού κι όπου να ᾽ναι θα φανεί.
(Μπαίνει ο Βλέπυρος)
ΥΠΗ. Καλά λέτε και νά τον! Πάει για δείπνο...
(στο Βλέπυρο)
Αφέντη μου καλότυχε, όλ᾽ η Αθήνα
1130σε ζηλεύει... ΒΛΕ. Εμένα λες; ΥΠΗ. Εσένα!
Ποιός άλλος, μά το Δία, πιο ζηλεμένος;
Τριάντα χιλιάδες κόσμος ως τα τώρα
ντερλικώσαν και συ μπουκιά δεν έβαλες.
ΧΟΡ. Πολύ σωστά, είσαι ο μόνος νηστικός.
ΥΠΗ. (στο Βλέπυρο)
Για πού το ᾽βαλες, κύριε; ΒΛΕ. Για το δείπνο.
ΥΠΗ. Ναι μά την Αφροδίτη, ο τελευταίος!
Μα η κυρά μου με διέταξε όπου σέ ᾽βρω
να σε πάρω και να σε πάω στο σπίτι
με τούτα εδώ τα κοριτσόπουλα. Άιντε!
Περίσσεψε πολύ μοσχούδι χιώτικο,
1140φαγιά και λιχουδιές. Λοιπόν τρεχάλα
κι όσοι θεατές μάς αγαπούνε κι όσοι
κριτάδες βλέπουν ίσα κι όχι αλλού,
πάρ᾽ τους όλους μαζί σου, για όλους έχουμε.
ΒΛΕ. Να τους φωνάξεις όλους χουβαρντάδικα,
μην αφήνεις κανένα. Με το ελεύθερο
γερόντους, παλικάρια και παιδόπουλα:
στρωμένο το τραπέζι για ολουνούς...
αν έρθουνε, στο σπίτι μας να φάνε!
Τρέχω κι εγώ για μάσα μ᾽ αναμμένη
1150στα χέρια μου τη δάδα που κουνώ.
ΥΠΗ. Άι, μη χασομεράς. Πάρ᾽ τις κοπέλες
και τράβα. Κι όσο θα κατηφορίζεις
από δω για την πόλη, εγώ για σένα
θα σιγοτραγουδάω σκοπό της τάβλας.