Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (1049-1078)


ΓΡΑΥΣ Β’
αὕτη σύ, ποῖ παραβᾶσα τόνδε τὸν νόμον
1050ἕλκεις, παρ᾽ ἐμοὶ τῶν γραμμάτων εἰρηκότων
πρότερον καθεύδειν αὐτόν; ΝΕΑΣ. οἴμοι δείλαιος.
πόθεν ἐξέκυψας, ὦ κάκιστ᾽ ἀπολουμένη;
τοῦτο γὰρ ἐκείνου τὸ κακὸν ἐξωλέστερον.
ΓΡ. Β’ βάδιζε δεῦρο. ΝΕΑΣ. μηδαμῶς με περιίδῃς
1055ἑλκόμενον ὑπὸ τῆσδ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽. ΓΡ. Β’ ἀλλ᾽ οὐκ ἐγώ,
ἀλλ᾽ ὁ νόμος ἕλκει σ᾽. ΝΕΑΣ. οὐκ ἐμέ γ᾽, ἀλλ᾽ Ἔμπουσά τις
ἐξ αἵματος φλύκταιναν ἠμφιεσμένη.
ΓΡ. Β’ ἕπου, μαλακίων, δεῦρ᾽ ἀνύσας καὶ μὴ λάλει.
ΝΕΑΣ. ἴθι νυν ἔασον εἰς ἄφοδον πρώτιστά με
1060ἐλθόντ᾽ ἀναθαρρῆσαι πρὸς ἐμαυτόν· εἰ δὲ μή,
αὐτοῦ τι δρῶντα πυρρὸν ὄψει μ᾽ αὐτίκα
ὑπὸ τοῦ δέους. ΓΡ. Β’ θάρρει, βάδιζ᾽. ἔνδον χεσεῖ.
ΝΕΑΣ. δέδοικα κἀγὼ μὴ πλέον γ᾽ ἢ βούλομαι.
ἀλλ᾽ ἐγγυητάς σοι καταστήσω δύο
1065ἀξιόχρεως. ΓΡ. Β’ μή μοι καθίστη. ΓΡΑΥΣ Γ’ ποῖ σύ, ποῖ
χωρεῖς μετὰ ταύτης; ΝΕΑΣ. οὐκ ἔγωγ᾽, ἀλλ᾽ ἕλκομαι.
ἀτάρ, ἥτις εἶ σύ, πόλλ᾽ ἀγαθὰ γένοιτό σοι,
ὅτι μ᾽ οὐ περιεῖδες ἐπιτριβέντ᾽. ὦ Ἡράκλεις,
ὦ Πᾶνες, ὦ Κορύβαντες, ὦ Διοσκόρω,
1070τοῦτ᾽ αὖ πολὺ τούτου τὸ κακὸν ἐξωλέστερον.
ἀτὰρ τί τὸ πρᾶγμ᾽ ἔστ᾽, ἀντιβολῶ, τουτί ποτε;
πότερον πίθηκος ἀνάπλεως ψιμυθίου,
ἢ γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων;
ΓΡ. Γ’ μὴ σκῶπτέ μ᾽, ἀλλὰ δεῦρ᾽ ἕπου. ΓΡ. Β’ δευρὶ μὲν οὖν.
1075ΓΡ. Γ’ ὡς οὐκ ἀφήσω σ᾽ οὐδέποτ᾽. ΓΡ. Β’ οὐδὲ μὴν ἐγώ.
ΝΕΑΣ. διασπάσεσθέ μ᾽, ὦ κακῶς ἀπολούμεναι.
ΓΡ. Β’ ἐμοὶ γὰρ ἀκολουθεῖν σε δεῖ κατὰ τὸν νόμον.
ΓΡ. Γ’ οὔκ, ἢν ἑτέρα γε γραῦς ἔτ᾽ αἰσχίων φανῇ.


(Απλώνει να πάρει την κοπέλα να φύγουν, μα παρουσιάζεται μια δεύτερη γριά, πιο ηλικιωμένη και πιο άσκημη.)
Β’ ΓΡΙΑ (στην κοπέλα)
Βρε, πώς πατείς το νόμο και μου παίρνεις
1050τ᾽ αγόρι, αφού ξεκάθαρα το γράφει
ο νόμος: πρώτα εμένα! ΠΑΛ. Συφορά μου!
Και πούθε μου ξεφύτρωσες, πανούκλα
χειρότερη απ᾽ την άλλη; Β’ ΓΡ. Λίγα λόγια!
Έρχου σε μένα! ΠΑΛ. (στην κοπέλα) Μη μ᾽ αφήνεις έτσι
να με τραβάει. Β’ ΓΡ. Εγώ δε σε τραβάω,
ο Νόμος! ΠΑΛ. Βρε ποιός νόμος; Έμπουσα,
που τρέχουν οι πληγές σου αίματα κι όμπυο;
Β’ ΓΡ. Τρυφερούλι, έρχου εδώ και λίγα λόγια.
ΠΑΛ. Μωρ᾽ άσε με να πάω ν᾽ αδειάσω πρώτα,
1060νά ᾽ρθω στα συγκαλά μου, να στυλώσω,
αλλιώς θα τ᾽ αμολήσω εδώ μπροστά σου.
Β’ ΓΡ. Κρατήσου! Πάμε σπίτι ν᾽ αλαφρώσεις!
ΠΑΛ. Είναι πολλά και θα βουλώσ᾽ η χρεία.
Στα χωράφια να πάω και θα σου αφήσω
δυο φίλους εγγυητάδες. Β’ ΓΡ. Να μου λείπουν.
(Τον τραβά. Αλλά παρουσιάζεται τρίτη γριά γεροντότερη.)

Γ’ ΓΡΙΑ (στο Παλικάρι)
Ε συ! Πού πας μ᾽ αυτήν;
ΠΑΛ. (χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει)
Δεν πάω, με πάει!
Όποια και να ᾽σαι, οι θεοί να σ᾽ το πλερώσουν!
Απ᾽ του Χάρου τα δόντια με ξεκόλλησες.
(γυρίζει και βλέπει)
Ωχ! Ηρακλή, Κορύβαντες και Πάνες
και Διόσκουροι, χειρότερη πολύ
1070από την άλλη ετούτ᾽ η λώβα. Τί ᾽σαι,
μαϊμού φκιασιδωμένη γιά βρυκόλακας,
που βγήκε από τα μνήματα; Γ’ ΓΡ. Μη βρίζεις
κι έρχου μαζί μου. Β’ ΓΡ. Τί; Μαζί μου θά ᾽ρτει!
Γ’ ΓΡ. Δεν τον αφήνω εγώ! Β’ ΓΡ. Μήτε κι εγώ.
ΠΑΛ. Που κακό χρόνο να ᾽χετε, παλιόγριες,
μη με τραβάτε, θα με κομματιάσετε.
Β’ ΓΡ. Μαζί μου λέει ο νόμος να πλαγιάσεις.
Γ’ ΓΡ. Αν άλλη πιο γριά δεν ξεφυτρώσει.