Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Βάτραχοι (1370-1413)


1370ΧΟ. ἐπίπονοί γ᾽ οἱ δεξιοί.
τόδε γὰρ ἕτερον αὖ τέρας
νεοχμόν, ἀτοπίας πλέων,
ὃ τίς ἂν ἐπενόησεν ἄλλος;
μὰ τόν, ἐγὼ μὲν οὐκ ἂν εἴ τις
1375ἔλεγέ μοι τῶν ἐπιτυχόντων,
ἐπιθόμην, ἀλλ᾽ ᾠόμην ἂν
αὐτὸν αὐτὰ ληρεῖν.

ΔΙ. ἴθι δὴ παρίστασθον παρὰ τὼ πλάστιγγ᾽. ΑΙ. & ΕΥ. ἰδού.
ΔΙ. καὶ λαβομένω τὸ ῥῆμ᾽ ἑκάτερος εἴπατον,
1380καὶ μὴ μεθῆσθον, πρὶν ἂν ἐγὼ σφῷν κοκκύσω.
ΑΙ. & ΕΥ. ἐχόμεθα. ΔΙ. τοὔπος νυν λέγετον εἰς τὸν σταθμόν.
ΕΥ. «εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος.»
ΑΙ. «Σπερχειὲ ποταμὲ βούνομοί τ᾽ ἐπιστροφαί.»
ΔΙ. κόκκυ. ΑΙ. & ΕΥ. μεθεῖται. ΔΙ. καὶ πολύ γε κατωτέρω
1385χωρεῖ τὸ τοῦδε. ΕΥ. καὶ τί ποτ᾽ ἐστὶ ταἴτιον;
ΔΙ. ὅ τι; εἰσέθηκε ποταμόν, ἐριοπωλικῶς
ὑγρὸν ποήσας τοὔπος ὥσπερ τἄρια,
σὺ δ᾽ εἰσέθηκας τοὔπος ἐπτερωμένον.
ΕΥ. ἀλλ᾽ ἕτερον εἰπάτω τι κἀντιστησάτω.
1390ΔΙ. λάβεσθε τοίνυν αὖθις. ΑΙ. & ΕΥ. ἢν ἰδού. ΔΙ. λέγε.
ΕΥ. «οὐκ ἔστι Πειθοῦς ἱερὸν ἄλλο πλὴν Λόγος.»
ΑΙ. «μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ.»
ΔΙ. μέθετε. ΑΙ. & ΕΥ. μεθεῖται. ΔΙ. καὶ τὸ τοῦδέ γ᾽ αὖ ῥέπει·
θάνατον γὰρ εἰσέθηκε, βαρύτατον κακόν.
1395ΕΥ. ἐγὼ δὲ πειθώ γ᾽, ἔπος ἄριστ᾽ εἰρημένον.
ΔΙ. πειθὼ δὲ κοῦφόν ἐστι καὶ νοῦν οὐκ ἔχον.
ἀλλ᾽ ἕτερον αὖ ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων,
ὅ τι σοι καθέλξει, καρτερόν τι καὶ μέγα.
ΕΥ. φέρε ποῦ τοιοῦτον δῆτα μοὐστί; ποῦ; ΔΙ. φράσω·
1400«βέβληκ᾽ Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέτταρα.»
λέγοιτ᾽ ἄν, ὡς αὕτη ᾽στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις.
ΕΥ. «σιδηροβριθές τ᾽ ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον.»
ΑΙ. «ἐφ᾽ ἅρματος γὰρ ἅρμα καὶ νεκρῷ νεκρός.»
ΔΙ. ἐξηπάτηκεν αὖ σε καὶ νῦν. ΕΥ. τῷ τρόπῳ;
1405ΔΙ. δύ᾽ ἅρματ᾽ εἰσέθηκε καὶ νεκρὼ δύο,
οὓς οὐκ ἂν ἄραιντ᾽ οὐδ᾽ ἑκατὸν Αἰγύπτιοι.
ΑΙ. καὶ μηκέτ᾽ ἔμοιγε κατ᾽ ἔπος, ἀλλ᾽ εἰς τὸν σταθμὸν
αὐτός, τὰ παιδί᾽, ἡ γυνή, Κηφισοφῶν,
ἐμβὰς καθήσθω, ξυλλαβὼν τὰ βιβλία·
1410ἐγὼ δὲ δύ᾽ ἔπη τῶν ἐμῶν ἐρῶ μόνον—
ΔΙ. ἅνδρες φίλοι, κἀγὼ μὲν αὐτοὺς οὐ κρινῶ.
οὐ γὰρ δι᾽ ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι·
τὸν μὲν γὰρ ἡγοῦμαι σοφόν, τῷ δ᾽ ἥδομαι.


1370ΧΟΡ. Δε φοβούνται οι έξυπνοι τον κόπο.
Άλλο πάλι αυτό το θάμα,
θάμ᾽ ανήκουστο κι αλλόκοτο· ποιός άλλος
θα μπορούσε κάτι τέτοιο να σκεφτεί;
Αν ένας τυχαίος μου το ᾽χε πει,
δε θα πίστευα ποτέ, μα την αλήθεια,
θα ᾽λεγα πως λέει βλακείες.

ΔΙΟ. Ζυγώστε δω στης ζυγαριάς τους δίσκους…
ΑΙΣ. & ΕΥΡ., πλησιάζοντας.
Ορίστε. ΔΙΟ. και κρατώντας τους να λέει
το στίχο του ο καθείς σας, και κανένας
1380να μην αφήνει, αν δε φωνάξω κούκου.
ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Κρατούμε. ΔΙΟ. Πείτε στίχο απά στο δίσκο.
ΕΥΡ. «Η φτερωτή η Αργώ να μην περνούσε.»
ΑΙΣ. «Ω ποταμέ Σπερχειέ κι ω βοσκοτόπια.»
ΔΙΟ. Κούκου. ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Τ᾽ αφήσαμε. ΔΙΟ. Α! Του Αισχύλου το στίχο
τραβά πολύ πιο κάτω από τον άλλον.
ΕΥΡ. Γιατί; ΔΙΟ. Ρωτάς; Γιατί έβαλε ποτάμι
και μούσκεψε το στίχο του, όπως βρέχουν
το μαλλί οι πουλητές, για να βαρύνει,
κι εσύ έχεις βάλει στίχο με φτερούγες.
ΕΥΡ. Μπρος, άλλο στίχο ας ρίξει για αντιζύγι.
1390ΔΙΟ. Ξαναπιαστείτε. ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Νά. ΔΙΟ. Ευριπίδη λέγε.
ΕΥΡ. «Το μόνο της Πειθώς ιερό είν᾽ ο λόγος.»
ΑΙΣ. «Δώρα μονάχα ο Θάνατος δε θέλει.»
ΔΙΟ. Αφήστε. ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Νά. ΔΙΟ. Του Αισχύλου πάλι γέρνει·
το πιο βαρύ, το θάνατο, έχει βάλει.
ΕΥΡ. Εγώ όμως την πειθώ, ένα στίχο εξαίσιο.
ΔΙΟ. Είναι η πειθώ λαφριά, νόημα δεν έχει.
Κάτι άλλο, απ᾽ τα βαριά, γιά κοίτα νά ᾽βρεις,
γερό, μεγάλο, να τραβήξει κάτω.
ΕΥΡ. Πού να έχω τέτοιο; ΔΙΟ. Να σου πω: «Έχει ρίξει
1400δύο άσους και τεσσάρι ο Αχιλλέας.»
Ο Ευριπίδης στέκεται δισταχτικός.
Λέτε και το στερνό πια ζύγισμα είναι.
ΕΥΡ. «Σα σίδερο βαρύ ένα ξύλο αδράχνει.»
ΑΙΣ. «Πτώματα, αμάξια, το ᾽να πάνω στ᾽ άλλο.»
ΔΙΟ., στον Ευριπίδη.
Σε γέλασε και πάλι. ΕΥΡ. Με ποιόν τρόπο;
ΔΙΟ. Δυο αμάξια και δυο πτώματα έχει βάλει,
που κι εκατόν Αιγύπτιοι δεν τα σκώνουν.
ΑΙΣ. Και τώρα πια όχι με έναν ένα στίχο·
ατός του ας μπει στη ζυγαριά να κάτσει
μαζί με την κυρά του, τα παιδιά του,
με τον Κηφισοφώντα, τα χαρτιά του·
1410κι εγώ θα πω δυο στίχους μου μονάχα…
Σ᾽ ένα νεύμα του Διονύσου παίρνουν έξω τη ζυγαριά.
Έρχεται ο Πλούτωνας.
ΔΙΟ. Δε θα τους κρίνω εγώ· κι οι δυο είναι φίλοι·
να ψυχραθώ δε θέλω με κανένα·
σοφός είν᾽ ο ένας, μα μ᾽ ευφραίνει ο άλλος.