Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Βάτραχοι (706-737)


εἰ δ᾽ ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος ἢ τρόπον ὅστις [ἀντ.]
ἔτ᾽ οἰμώξεται,
οὐ πολὺν οὐδ᾽ ὁ πίθηκος οὗτος ὁ νῦν ἐνοχλῶν,
Κλειγένης ὁ μικρός,
710ὁ πονηρότατος βαλανεὺς ὁπόσοι κρα-
τοῦσι κυκησίτεφροι ψευδολίτρου τε κονί-
ας καὶ Κιμωλίας γῆς,
χρόνον ἐνδιατρίψει· ἰδὼν δὲ τάδ᾽ οὐκ
715εἰρηνικὸς ἔσθ᾽, ἵνα μή ποτε κἀποδυθῇ μεθύων ἄ-
νευ ξύλου βαδίζων.

πολλάκις γ᾽ ἡμῖν ἔδοξεν ἡ πόλις πεπονθέναι
ταὐτὸν εἴς τε τῶν πολιτῶν τοὺς καλούς τε κἀγαθοὺς
720εἴς τε τἀρχαῖον νόμισμα καὶ τὸ καινὸν χρυσίον.
οὔτε γὰρ τούτοισιν οὖσιν οὐ κεκιβδηλευμένοις,
ἀλλὰ καλλίστοις ἁπάντων, ὡς δοκεῖ, νομισμάτων
καὶ μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι καὶ κεκωδωνισμένοις
ἔν τε τοῖς Ἕλλησι καὶ τοῖς βαρβάροισι πανταχοῦ
725χρώμεθ᾽ οὐδέν, ἀλλὰ τούτοις τοῖς πονηροῖς χαλκίοις
χθές τε καὶ πρώην κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι.
τῶν πολιτῶν θ᾽ οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς καὶ σώφρονας
ἄνδρας ὄντας καὶ δικαίους καὶ καλούς τε κἀγαθοὺς
καὶ τραφέντας ἐν παλαίστραις καὶ χοροῖς καὶ μουσικῇ,
730προυσελοῦμεν, τοῖς δὲ χαλκοῖς καὶ ξένοις καὶ πυρρίαις
καὶ πονηροῖς κἀκ πονηρῶν εἰς ἅπαντα χρώμεθα
ὑστάτοις ἀφιγμένοισιν, οἷσιν ἡ πόλις πρὸ τοῦ
οὐδὲ φαρμακοῖσιν εἰκῇ ῥᾳδίως ἐχρήσατ᾽ ἄν.
ἀλλὰ καὶ νῦν, ὦνόητοι, μεταβαλόντες τοὺς τρόπους
735χρῆσθε τοῖς χρηστοῖσιν αὖθις· καὶ κατορθώσασι γὰρ
εὔλογον, κἄν τι σφαλῆτ᾽, ἐξ ἀξίου γοῦν τοῦ ξύλου,
ἤν τι καὶ πάσχητε, πάσχειν τοῖς σοφοῖς δοκήσετε.


ΧΟΡ. Αν τη ζωή και τη γνώμη να κρίνω μπορώ
κάποιου που η μοίρα τον πάει στα τσακίσματα,
λίγος πια μένει καιρός που θα βρίσκετ᾽ εδώ
τούτ᾽ η μαϊμού μες στα πόδια μας.
Ποιά είν᾽ η μαϊμού; Μα ο Κλειγένης, καλέ, ο κοντοπίθαρος.
710Μες στους λουτράρηδες, που όλο παλεύουν με στάχτες,
με κιμωλίες, με νοθείας βρομοσάπουνα,
άλλος αχρείος σαν αυτόν δεν υπάρχει· το ξέρει
κι όλο κρατά το ραβδί·
τρέμει, ως βαδίζει πιωμένος, μην πάει και τον γδύσουν.

ΚΟΡ. Το ίδιο που παθαίνει η πόλη με το νόμισμα —παλιό
και καινούριο— το ίδιο πράμα —το σκεφτήκαμε καλά—
720κάνει και με τους πολίτες, τους καλούς και τους κακούς.
Τα παλιά νομίσματά μας, γνήσια κι όχι κάλπικα,
που πιο ωραία, το ξέρουν όλοι, δεν υπάρχουν πουθενά,
που σωστή η κοπή τους είναι, μόνο αυτή, και που περνούν
και στις χώρες των βαρβάρων κι όπου είν᾽ Έλληνες, εμείς
δεν τα θέλουμε· οι μπακίρες μοναχά κυκλοφορούν
που κοπήκαν τελευταία κι είναι ελεεινή η κοπή.
Και τους καλογεννημένους φρόνιμους πολίτες μας,
άντρες τίμιους κι όπως πρέπει, σε παλαίστρες, μουσική
και Χορούς αναθρεμμένους, τους προπηλακίζουμε,
730και στις θέσες βάζουμε όλες κάτι μούτρα μπρούντζινα,
κάτι αχρείους και γιους αχρείων, ξένους, ρουσομάλληδες,
που ήρθανε στερνά, που η πόλη μήτε και για φαρμακούς
στα παλιά καλά της χρόνια δε θα τους δεχότανε.
Άμυαλοι! Μα τώρα αλλάξτε τελοσπάντων ταχτική·
βάλτε τους καλούς στις θέσεις· αν πετύχετε, οι σοφοί
θα σας επαινούν· αν πάλι τύχει κάποια αναποδιά
και σκοντάψετε, θα λένε: «Πέσιμο είναι, μα έντιμο.»