Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Βάτραχοι (38-75)


ΗΡΑΚΛΗΣ
τίς τὴν θύραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς
ἐνήλαθ᾽ ὅστις. εἰπέ μοι, τουτὶ τί ἦν;
40ΔΙ. ὁ παῖς. ΞΑ. τί ἐστιν; ΔΙ. οὐκ ἐνεθυμήθης; ΞΑ. τὸ τί;
ΔΙ. ὡς σφόδρα μ᾽ ἔδεισε. ΞΑ. νὴ Δία, μὴ μαίνοιό γε.
ΗΡ. οὔ τοι μὰ τὴν Δήμητρα δύναμαι μὴ γελᾶν.
καίτοι δάκνω γ᾽ ἐμαυτόν· ἀλλ᾽ ὅμως γελῶ.
ΔΙ. ὦ δαιμόνιε, πρόσελθε· δέομαι γάρ τί σου.
45ΗΡ. ἀλλ᾽ οὐχ οἷός τ᾽ εἴμ᾽ ἀποσοβῆσαι τὸν γέλων
ὁρῶν λεοντῆν ἐπὶ κροκωτῷ κειμένην.
τίς ὁ νοῦς; τί κόθορνος καὶ ῥόπαλον ξυνηλθέτην;
ποῖ γῆς ἀπεδήμεις; ΔΙ. ἐπεβάτευον Κλεισθένει.
ΗΡ. κἀναυμάχησας; ΔΙ. καὶ κατεδύσαμέν γε ναῦς
50τῶν πολεμίων ἢ δώδεκ᾽ ἢ τρεισκαίδεκα.
ΗΡ. σφώ; ΔΙ. νὴ τὸν Ἀπόλλω. ΞΑ. κᾆτ᾽ ἔγωγ᾽ ἐξηγρόμην.
ΔΙ. καὶ δῆτ᾽ ἐπὶ τῆς νεὼς ἀναγιγνώσκοντί μοι
τὴν Ἀνδρομέδαν πρὸς ἐμαυτὸν ἐξαίφνης πόθος
τὴν καρδίαν ἐπάταξε πῶς οἴει σφόδρα.
55ΗΡ. πόθος; πόσος τις; ΔΙ. σμικρός, ἡλίκος Μόλων.
ΗΡ. γυναικός; ΔΙ. οὐ δῆτ᾽. ΗΡ. ἀλλὰ παιδός; ΔΙ. οὐδαμῶς.
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἀνδρός; ΔΙ. ἀπαπαῖ. ΗΡ. ξυνεγένου τῷ Κλεισθένει;
ΔΙ. μὴ σκῶπτέ μ᾽, ὦδέλφ᾽· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ἔχω κακῶς·
τοιοῦτος ἵμερός με διαλυμαίνεται.
60ΗΡ. ποῖός τις, ὦδελφίδιον; ΔΙ. οὐκ ἔχω φράσαι.
ὅμως γε μέντοι σοι δι᾽ αἰνιγμῶν ἐρῶ.
ἤδη ποτ᾽ ἐπεθύμησας ἐξαίφνης ἔτνους;
ΗΡ. ἔτνους; βαβαιάξ, μυριάκις γ᾽ ἐν τῷ βίῳ.
ΔΙ. ἆρ᾽ ἐκδιδάσκω τὸ σαφὲς ἢ πέρα φράσω;
65ΗΡ. μὴ δῆτα περὶ ἔτνους γε· πάνυ γὰρ μανθάνω.
ΔΙ. τοιουτοσὶ τοίνυν με δαρδάπτει πόθος
Εὐριπίδου. ΗΡ. καὶ ταῦτα τοῦ τεθνηκότος;
ΔΙ. κοὐδείς γέ μ᾽ ἂν πείσειεν ἀνθρώπων τὸ μὴ οὐκ
ἐλθεῖν ἐπ᾽ ἐκεῖνον. ΗΡ. πότερον εἰς Ἅιδου κάτω;
70ΔΙ. καὶ νὴ Δί᾽ εἴ τί γ᾽ ἔστιν ἔτι κατωτέρω.
ΗΡ. τί βουλόμενος; ΔΙ. δέομαι ποητοῦ δεξιοῦ.
οἱ μὲν γὰρ οὐκέτ᾽ εἰσίν, οἱ δ᾽ ὄντες κακοί.
ΗΡ. τί δ᾽; οὐκ Ἰοφῶν ζῇ; ΔΙ. τοῦτο γάρ τοι καὶ μόνον
ἔτ᾽ ἐστὶ λοιπὸν ἀγαθόν, εἰ καὶ τοῦτ᾽ ἄρα·
75οὐ γὰρ σάφ᾽ οἶδ᾽ οὐδ᾽ αὐτὸ τοῦθ᾽ ὅπως ἔχει.


Χτυπά την πόρτα του Ηρακλή.
ΗΡΑΚΛΗΣ, από μέσα.
Ποιός είναι; Ποιός μου χτύπησε την πόρτα
σαν Κένταυρος;
Ανοίγει και παραξενεύεται βλέποντας το Διόνυσο.
Βρε, τί ᾽ναι τούτο; Μίλα.
ΔΙΟ. (σιγά.) Ξανθία. ΞΑΝ. Τί τρέχει; ΔΙΟ. Πρόσεξες; ΞΑΝ. Τί πράμα;
40ΔΙΟ. Με φοβήθηκε. ΞΑΝ. Ναι, μη… σου ᾽χει στρίψει.
ΗΡΑ. Μα τη Δήμητρα, πώς να μη γελάω;
Τα χείλια μου δαγκάνω, μα του κάκου.
ΔΙΟ. Σίμωσε, ευλογημένε, και σε θέλω.
ΗΡΑ. Μα δεν μπορώ να κρατηθώ απ᾽ τα γέλια.
Πάνω σε κροκωτό λεοντή! Τί νόημα;
Και ρόπαλο με κόθορνο παρέα!
Ξεκίνησες για πού; ΔΙΟ. Επιβάτης ήμουν
του Κλεισθένη. ΗΡΑ. Μην πήρες κιόλας μέρος
σε ναυμαχία; ΔΙΟ. Και δώδεκα εχθρικά
50ή δεκατρία βουλιάξαμε καράβια.
ΗΡΑ. Οι δυο σας; ΔΙΟ. Ναι. ΞΑΝ. (μέσα του.) Εγώ ξύπνησα κατόπι.
ΔΙΟ. Στο πλοίο λοιπόν, ενώ την Αντρομέδα
διάβαζα σιωπηλός, ξάφνω ένας πόθος
τάραξε δυνατά τα σωθικά μου.
ΗΡΑ. Πόθος; Και πόσος; ΔΙΟ. Με το Μόλωνα ίσος.
ΗΡΑ. Γυναίκας; ΔΙΟ. Όχι. ΗΡΑ. Τί; παιδιού; ΔΙΟ. Καθόλου.
ΗΡΑ. Γι᾽ άντρα; ΔΙΟ. Όχι δα. ΗΡΑ. Μην έσμιξες κανέναν
Κλεισθένη; ΔΙΟ. Α αδερφέ, μη με πειράζεις·
μου φτάνει το κακό μου· αχ τί λαχτάρα
60με τρώει! ΗΡΑ. Σαν ποιά, αδερφάκι; ΔΙΟ. Με τα λόγια
δε λέγεται· με παρομοίωση μόνο.
Σου ᾽ρθε όρεξη ποτέ άξαφνα για φάβα;
ΗΡΑ. Για φάβα; Μια και δυο φορές; Χιλιάδες.
ΔΙΟ. Ξηγιέμαι καθαρά ή να συνεχίσω;
ΗΡΑ. Όσο για φάβα, αρκεί· βαθιά σε νιώθω.
ΔΙΟ. Νά, για τον Ευριπίδη τέτοιος πόθος
με βασανίζει. ΗΡΑ. Για έναν πεθαμένο;
ΔΙΟ. Κι ας μη μου πει κανείς ν᾽ αλλάξω γνώμη·
θα πάω και θα τον βρω. ΗΡΑ. Στον Άδη κάτω;
70ΔΙΟ. Ναι, μα το Δία, κι αν είναι και πιο κάτω.
ΗΡΑ. Και τί τον θες; ΔΙΟ. Ποιητής μού χρειάζεται άξιος.
Όσοι άξιοι, πάνε· οι ζωντανοί είν᾽ ανάξιοι.
ΗΡΑ. Ο Ιοφώντας; Δε ζει; ΔΙΟ. Ναι, η μόνη αξία
που ᾽χει απομείνει ακόμα, αν είναι κιόλας·
πόσο ακριβώς βαραίνει δεν το ξέρω.