Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Βάτραχοι (414-459)


ΞΑ. ἐγὼ δ᾽ ἀεί πως φιλακόλου-
θός εἰμι καὶ μετ᾽ αὐτῆς
415παίζων χορεύειν βούλομαι. ΔΙ. κἄγωγε πρός.
ΧΟ. βούλεσθε δῆτα κοινῇ
σκώψωμεν Ἀρχέδημον,
ὃς ἑπτέτης ὢν οὐκ ἔφυσε φράτερας;—
νυνὶ δὲ δημαγωγεῖ
420ἐν τοῖς ἄνω νεκροῖσι,
κἄστιν τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας.—
τὸν Κλεισθένους δ᾽ ἀκούω
ἐν ταῖς ταφαῖσι πρωκτὸν
τίλλειν ἑαυτοῦ καὶ σπαράττειν τὰς γνάθους.—
425κἀκόπτετ᾽ ἐγκεκυφώς,
κἄκλαε κἀκεκράγει
Σεβῖνον ὅστις ἐστὶν Ἁναφλύστιος.—
καὶ Καλλίαν γέ φασι
τοῦτον τὸν Ἱπποκίνου
430κύσθου λεοντῆν ναυμαχεῖν ἐνημμένον.
ΔΙ. ἔχοιτ᾽ ἂν οὖν φράσαι νῷν
Πλούτων᾽ ὅπου ᾽νθάδ᾽ οἰκεῖ;
ξένω γάρ ἐσμεν ἀρτίως ἀφιγμένω.
ΧΟ. μηδὲν μακρὰν ἀπέλθῃς,
435μηδ᾽ αὖθις ἐπανέρῃ με,
ἀλλ᾽ ἴσθ᾽ ἐπ᾽ αὐτὴν τὴν θύραν ἀφιγμένος.
ΔΙ. αἴροι᾽ ἂν αὖθις, ὦ παῖ.
ΞΑ. τουτὶ τί ἦν τὸ πρᾶγμα;
ἀλλ᾽ ἦ Διὸς Κόρινθος ἐν τοῖς στρώμασιν;

440ΧΟ. χωρεῖτέ
νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς, ἀνθοφόρον ἀν᾽ ἄλσος
παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς.
445ἐγὼ δὲ σὺν ταῖσιν κόραις εἶμι καὶ γυναιξίν,
οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ, φέγγος ἱερὸν οἴσων.

χωρῶμεν εἰς πολυρρόδους [στρ.]
λειμῶνας ἀνθεμώδεις,
450τὸν ἡμέτερον τρόπον,
τὸν καλλιχορώτατον,
παίζοντες, ὃν ὄλβιαι
Μοῖραι ξυνάγουσιν.—

μόνοις γὰρ ἡμῖν ἥλιος [ἀντ.]
455καὶ φέγγος ἱλαρόν ἐστιν,
ὅσοι μεμυήμεθ᾽ εὐ-
σεβῆ τε διήγομεν
τρόπον περὶ τοὺς ξένους
καὶ τοὺς ἰδιώτας.


ΞΑΝ. Πάντα στην ουρά μ᾽ αρέσει εμέ να μπαίνω·
τώρα λαχταρώ με τη μικρή να πιάσω
παιχνίδια και χορό. ΔΙΟ. Κι εγώ το ίδιο.
Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας παρουσιάζονται στο Χορό.
ΧΟΡ. ―Τότε, μαζί ας πειράξουμε
λιγάκι τον Αρχέδημο·
εφτά χρονώ και πού να βγάλει δόντια;
―Στου Απάνω Κόσμου τους νεκρούς
420του δήμου τώρα είν᾽ αρχηγός
και μες στους παλιανθρώπους είναι πρώτος.
―Και του Κλεισθένη λένε ο γιος
ξεσκίζει τα σαγόνια του
στους τάφους, και μαδά τον πισινό του.
―Χτυπιόταν κι έκλαιγε σκυφτός
και κάποιον Αναφλύστιο
έκραζε και καλούσε, το Σεβίνο.
―Λεοντή φορώντας ναυμαχεί
με το γυναίκειο χάβαρο,
430ως λένε, ο γιος του Ιππόνικου, ο Καλλίας.
ΔΙΟ. ―Μπορείτε να μας πείτε πού
το σπίτι είναι του Πλούτωνα;
Ήρθαμε τώρα δα κι είμαστε ξένοι.
ΚΟΡ. ―Μην πας πιο πέρα· περιττό
να με ξαναρωτήσεις· νά,
το βήμα σου μπροστά του σ᾽ έχει φέρει.
ΔΙΟ. ― Το στρώμα σήκωσε, μικρέ.
ΞΑΝ. Βρε, τί ᾽ναι τούτο το κακό;
Το στρώμα! Το γουδί το γουδοχέρι.

440ΚΟΡ. Παίζοντας μπείτε στον ιερό
περίβολο της Δήμητρας, στ᾽ ανθισμένο το άλσος,
πανηγυριώτες της γιορτής που οι θεοί αγαπούνε.
Με τις κοπέλες πάω εγώ και με τις γυναίκες,
που κάνουν την ολονυχιά, φως ιερό να δώσω.

ΧΟΡ. Στα πολύανθα τα λιβάδια
πάμε, τα γεμάτα ρόδα,
450για τα ξέχωρα παιχνίδια
του πανέμορφου χορού μας,
που τον στήνουν οι όλβιες Μοίρες.

Είναι ο ήλιος και το φως του
ιλαρά για μας μονάχα,
για τους μύστες, που η ζωή τους
στάθηκε γεμάτη ευλάβεια
και για ντόπιους και για ξένους.