Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (254-285)


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
χώρει, Δράκης, ἡγοῦ βάδην, εἰ καὶ τὸν ὦμον ἀλγεῖς
255κορμοῦ τοσουτονὶ βάρος χλωρᾶς φέρων ἐλάας.

ἦ πόλλ᾽ ἄελπτ᾽ ἔνεστιν ἐν τῷ μακρῷ βίῳ, φεῦ, [στρ.]
ἐπεὶ τίς ἄν ποτ᾽ ἤλπισ᾽, ὦ Στρυμόδωρ᾽, ἀκοῦσαι
260γυναῖκας, ἃς ἐβόσκομεν
κατ᾽ οἶκον ἐμφανὲς κακόν,
κατὰ μὲν ἅγιον ἔχειν βρέτας
κατά τ᾽ ἀκρόπολιν ἐμὴν λαβεῖν,
μοχλοῖς δὲ καὶ κλῄθροισιν
265τὰ προπύλαια πακτοῦν;

ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα πρὸς πόλιν σπεύσωμεν, ὦ Φιλοῦργε,
ὅπως ἂν αὐταῖς ἐν κύκλῳ θέντες τὰ πρέμνα ταυτί,
ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἐνεστήσαντο καὶ μετῆλθον,
μίαν πυρὰν νήσαντες ἐμπρήσωμεν αὐτόχειρες
270πάσας, ἀπὸ ψήφου μιᾶς, πρώτην δὲ τὴν Λύκωνος.

οὐ γὰρ μὰ τὴν Δήμητρ᾽ ἐμοῦ ζῶντος ἐγχανοῦνται· [ἀντ.]
ἐπεὶ οὐδὲ Κλεομένης, ὃς αὐτὴν κατέσχε πρῶτος,
275ἀπῆλθεν ἀψάλακτος, ἀλλ᾽
ὅμως Λακωνικὸν πνέων
ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί,
σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον,
πινῶν ῥύπ᾽, ἀπαράτιλτος,
280ἓξ ἐτῶν ἄλουτος.

οὕτως ἐπολιόρκησ᾽ ἐγὼ τὸν ἄνδρ᾽ ἐκεῖνον ὠμῶς
ἐφ᾽ ἑπτακαίδεκ᾽ ἀσπίδων πρὸς ταῖς πύλαις καθεύδων.
τασδὶ δὲ τὰς Εὐριπίδῃ θεοῖς τε πᾶσιν ἐχθρὰς
ἐγὼ οὐκ ἄρα σχήσω παρὼν τολμήματος τοσούτου;
285μή νυν ἔτ᾽ ἐν ‹τῇ› τετραπόλει τοὐμὸν τροπαῖον εἴη.


(Αλλάζει το σκηνικό. Είσοδος της Ακρόπολης. Απ᾽ τη δεξιά πάροδο μπαίνει ο Χορός των γερόντων με ξύλα στον ώμο και μια φουφού στα χέρια).

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Άνοιγε γρηγορότερα τα σκέλια, γέρο-Δράκο·
βαριά η κουτσούρα της ελιάς σού τσάκισε τον ώμο!

Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
Πολλά ᾽ναι τ᾽ αναπάντεχα στην πολυχρόνια ζήση! [στρ.]
Ποιός το ᾽λπιζε, Στριγμόδωρε, ν᾽ ακούσει τέτοιο πράμα!
260Οι γυναίκες, η πανούκλα,
που την θρέφουμε στο σπίτι,
χέρι βάλαν στης Παρθένας
τ᾽ άγιο ξόανο και μας πήραν
την Ακρόπολη και βάλαν
στα Προπύλαια την αμπάρα.

ΚΟΡ. Βιάσου, Φιλώτα, γρήγορα το βράχο ν᾽ ανεβούμε,
να στήσουμε τα κούτσουρά μας ολοτρόγυρά τους,
σ᾽ αυτές, που μας σκαρώσανε σήμερα τέτοια νίλα.
Κι ανάβοντας φωτιά μεγάλη να τις κάψουμε ούλες
270χερόβολο και πρώτηνε του Λύκωνα τη σκρόφα.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
Ναι, μά τη Δήμητρα, όσο ζούμε δε θαν τους περάσει, [αντ.]
αφού δεν μπόρεσε ουδ᾽ αυτός ο βασιλιάς Κλεομένης.
Την Ακρόπολη αν μας πήρεν
ο νταής ο μοραΐτης,
τονε κάναμε ν᾽ αφήσει
τ᾽ άρματα και να το σκάσει
βρόμικος και κουρελιάρης
280κι άκουρος πολλά χρονάκια.

ΚΟΡ. Με πόση τον μπλοκάραμε λύσσα τον άντρα εκειόνε
κοιμάμενοι μπροστά στην πύλη απάνου στην ασπίδα!
Και τώρα, λες, ν᾽ αφήσω εγώ να με καταντροπιάσουν
τα θηλυκά, που τα μισούν θεοί μας κι Ευριπίδης;
Μα τότε ας πάει στ᾽ ανάθεμα της Αθηνάς η δόξα!