Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (69-114)


ΜΥΡΡΙΝΗ
μῶν ὕστεραι πάρεσμεν, ὦ Λυσιστράτη;
70τί φῄς; Τί σιγᾷς; ΛΥ. οὔ σ᾽ ἐπαινῶ, Μυρρίνη,
ἥκουσαν ἄρτι περὶ τοιούτου πράγματος.
ΜΥ. μόλις γὰρ ηὗρον ἐν σκότῳ τὸ ζώνιον.
ἀλλ᾽ εἴ τι πάνυ δεῖ, ταῖς παρούσαισιν λέγε.
ΚΛ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἐπαναμείνωμεν ὀλίγου γ᾽ εἵνεκα
75τάς τ᾽ ἐκ Βοιωτῶν τάς τε Πελοποννησίων
γυναῖκας ἐλθεῖν. ΛΥ. πολὺ σὺ κάλλιον λέγεις.
ἡδὶ δὲ καὶ δὴ Λαμπιτὼ προσέρχεται.
ὦ φιλτάτη Λάκαινα, χαῖρε, Λαμπιτοῖ.
οἷον τὸ κάλλος, γλυκυτάτη, σου φαίνεται.
80ὡς δ᾽ εὐχροεῖς, ὡς δὲ σφριγᾷ τὸ σῶμά σου.
κἂν ταῦρον ἄγχοις. ΛΑΜΠΙΤΩ. μάλα γ᾽, οἰῶ, ναὶ τὼ σιώ·
γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.
ΚΛ. ὡς δὴ καλὸν τὸ χρῆμα τῶν τιτθῶν ἔχεις.
ΛΑ. ἇπερ ἱαρεῖόν τοί μ᾽ ὑποψαλάσσετε.
85ΛΥ. ἡδὶ δὲ ποδαπὴ ᾽σθ᾽ ἡ νεᾶνις ἁτέρα;
ΛΑ. πρέσβειρά τοι ναὶ τὼ σιὼ Βοιωτία
ἵκει ποθ᾽ ὑμέ. ΛΥ. νὴ Δί᾽ ὡς Βοιωτία
καλόν γ᾽ ἔχουσα τὸ πεδίον. ΚΛ. καὶ νὴ Δία
κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη.
90ΛΥ. τίς δ᾽ ἁτέρα παῖς; ΛΑ. χαἵα ναὶ τὼ σιώ,
Κορινθία δ᾽ αὖ. ΚΛ. χαΐα νὴ τὸν Δία
δήλη ᾽στὶν οὖσα ταυταγὶ τἀντευθενί.
ΛΑ. τίς δ᾽ αὖ συναλίαξε τόνδε τὸν στόλον
τὸν τᾶν γυναικῶν; ΛΥ. ἥδ᾽ ἐγώ. ΛΑ. μύσιδδέ τοι
95ὅ τι λῇς ποθ᾽ ἁμέ. ΚΛ. νὴ Δί᾽, ὦ φίλη γύναι,
λέγε δῆτα τὸ σπουδαῖον ὅ τι τοῦτ᾽ ἐστί σοι.
ΛΥ. λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. πρὶν λέγειν ‹δ᾽›, ὑμᾶς τοδὶ
ἐπερήσομαί, τι μικρόν. ΚΛ. ὅ τι βούλει γε σύ.
ΛΥ. τοὺς πατέρας οὐ ποθεῖτε τοὺς τῶν παιδίων
100ἐπὶ στρατιᾶς ἀπόντας; εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι
πάσαισιν ὑμῖν ἐστιν ἀποδημῶν ἀνήρ.
ΚΛ. ὁ γοῦν ἐμὸς ἀνὴρ πέντε μῆνας, ὦ τάλαν,
ἄπεστιν ἐπὶ Θρᾴκης φυλάττων Εὐκράτη.
ΜΥ. ὁ δ᾽ ἐμός γε τελέους ἑπτὰ μῆνας ἐν Πύλῳ.
105ΛΑ. ὁ δ᾽ ἐμός γα, καἴ κ᾽ ἐκ τᾶς ταγᾶς ἔλσῃ ποκά,
πορπακισάμενος φροῦδος ἀμπτάμενος ἔβα.
ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐδὲ μοιχοῦ καταλέλειπται φεψάλυξ.
ἐξ οὗ γὰρ ἡμᾶς προὔδοσαν Μιλήσιοι,
οὐκ εἶδον οὐδ᾽ ὄλισβον ὀκτωδάκτυλον,
110ὃς ἦν ἂν ἡμῖν σκυτίνη ᾽πικουρία.
ἐθέλοιτ᾽ ἂν οὖν, εἰ μηχανὴν εὕροιμ᾽ ἐγώ,
μετ᾽ ἐμοῦ καταλῦσαι τὸν πόλεμον; ΚΛ. νὴ τὼ θεὼ
ἔγωγέ τἄν, κἂν εἴ με χρείη τοὔγκυκλον
τουτὶ καταθεῖσαν ἐκπιεῖν αὐθημερόν.


(Μπαίνουν η Μυρρίνη με τις άλλες)
ΜΥΡΡΙΝΗ
Μπας κι αργήσαμε, Λυσιστράτη; Μίλα!
70Τί μουλώνεις; ΛΥΣ. Ζητάς και συχαρίκια,
που ᾽ρθατε αργά για τόσο μεγάλο θέμα!
ΜΥΡ. Τρόμαξα νά βρω μες στα σκοτεινά
τη βρακοζώνα μου. Άιντε λέγε τώρα
και σε μας τις ολίγες, τί συμβαίνει.
ΚΛΕ. Λιγάκι ας περιμένουμε, ως να ᾽ρθούνε
κι απ᾽ το Μοριά οι γυναίκες κι απ᾽ τη Ρούμελη.
ΛΥΣ. Έχεις δίκιο!… Μα νά την κοπιάζει
της Σπάρτης το ξεφτέρ᾽, η Λαμπιτώ.
(Στη Λαμπιτώ)
Χρυσή μου, καλωσόρισες! Τί θάμπος
ομορφιές είναι τούτες! Όλη αστράφτεις.
80Τί χρώμα ροδοκόκκινο, τί σώμα
σφιχτοκρέατο! Και ταύρο βάνεις κάτου.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Και ναι, μά το ζευγάρι των Διοσκούρων!
Γυμνάζομαι πολύ κι άμα πηδάω,
οι φτέρνες μου χτυπάν στον πισινό μου.
ΚΛΕ. (Της πασπατεύει τα βυζιά)
Ρε, τί βυζιά ᾽ναι τούτα! Πλούσιο πράμα!
ΛΑΜ. Μου τα μαλάζεις, λες θα τ᾽ αγοράσεις.
ΛΥΣ. (Δείχνει τη Ρουμελιώτισσα)
Και τούτ᾽ η κοπελιά από πούθες είναι;
ΛΑΜ. Ρουμελιώτισσα κι από σόι μεγάλο!
ΛΥΣ. Ρουμελιώτισσα; Τότε το χωράφι της
θα ᾽ναι πολύ παχύ. ΚΛΕ. Ναι, μά το Δία
και ξεβοτανισμένο στην εντέλεια.
ΛΥΣ. (Δείχνει την Κορθιανή)
90Και τούτ᾽ η σουσουράδα; ΛΑΜ. Κορθιανό
πλουσιοκόριτσο. ΚΛΕ. Φαίνονται τα πλούτια της
κι από τις δυο μεριές, μπροστά και πίσου.
ΛΑΜ. Μου λέτε ποιός μας κάλεσεν εδώ;
ΛΥΣ. Εγώ που σου μιλάω. ΛΑΜ. Λοιπόν ξηγήσου,
τί μας θέλεις! ΚΛΕ. Ναι, μά το Δία, καλή μου,
φανέρωσέ το πια το μυστικό σου!
ΛΥΣ. Και φυσικά! Μα κάτι θέλω πρώτα
να σας ρωτήσω. ΚΛΕ. Λέγε. Και σ᾽ ακούμε.
ΛΥΣ. Δεν ποθήσατε, λέγω, των παιδιώ σας
100τους πατέρες, που λείπουνε στον πόλεμο;
Ξέρω καλά πως ολονώ σας οι άντρες
μακριά απ᾽ το σπιτικό τους παραδέρνουν.
ΚΛΕ. Στη Θράκη πέντε μήνες ο δικός μου
φυλάει τον πουλημένο στρατηγό του.
ΜΥΡ. Κι εφτά σωστούς στο Νιόκαστρ᾽ ο δικός μου.
ΛΑΜ. Κι ο δικός μου, σαν τύχει να το σκάσει
απ᾽ το λόχο του, όσο να τον σφίξω,
αρπάζει την ασπίδα του και κόβει…
ΛΥΣ. Και στάχτη δεν απόμεινε απ᾽ τους άλλους
(τους αγαπητικούς μας!) από τότες
που μας πρόδωσε η Μίλητο. Άι και να ᾽χα
110μιαν πέτσινη λεγάμενη οχτώ δάχτυλα
να βολευτώ!… Λοιπόν δεν έχω δίκιο
που σοφίστηκα τρόπο για να πάψει
το μαύρο μακελειό; ΚΛΕ. Και μας ρωτάς;
Θα ᾽βαζα εγώ το σάλι μου αμανάτι
και τα λεφτά μονομερίς θα τα ᾽πινα.