Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (1014-1042)


Χ. ΓΕ. οὐδέν ἐστι θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον,
1015οὐδὲ πῦρ, οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἀναιδὴς οὐδεμία πόρδαλις.
Χ. ΓΥ. ταῦτα μέντοι ‹σὺ› ξυνιεὶς εἶτα πολεμεῖς ἐμοί,
ἐξόν, ὦ πόνηρέ, σοι βέβαιον ἔμ᾽ ἔχειν φίλην;
Χ. ΓΕ. ὡς ἐγὼ μισῶν γυναῖκας οὐδέποτε παύσομαι.
Χ. ΓΥ. ἀλλ᾽ ὅταν βούλῃ σύ. νῦν δ᾽ οὖν οὔ σε περιόψομαι
1020γυμνὸν ὄνθ᾽ οὕτως. ὅρα γὰρ ὡς καταγέλαστος εἶ.
ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐνδύσω σε προσιοῦσ᾽ ἐγώ.
Χ. ΓΕ. τοῦτο μὲν μὰ τὸν Δί᾽ οὐ πονηρὸν ἐποήσατε·
ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ὀργῆς γὰρ πονηρᾶς καὶ τότ᾽ ἀπέδυν ἐγώ.
Χ. ΓΥ. πρῶτα μὲν φαίνει γ᾽ ἀνήρ, εἶτ᾽ οὐ καταγέλαστος εἶ.
1025κεἴ με μὴ ᾽λύπεις, ἐγώ σου κἂν τόδε τὸ θηρίον
τοὐπὶ τὠφθαλμῷ λαβοῦσ᾽ ἐξεῖλον ἄν, ὃ νῦν ἔνι.
Χ. ΓΕ. τοῦτ᾽ ἄρ᾽ ἦν με τοὐπιτρῖβον. δακτύλιος οὑτοσί·
ἐκσκάλευσον αὐτό, κᾆτα δεῖξον ἀφελοῦσά μοι·
ὡς τὸν ὀφθαλμόν γέ μου νὴ τὸν Δία πάλαι δάκνει.
1030Χ. ΓΥ. ἀλλὰ δράσω ταῦτα· καίτοι δύσκολος ἔφυς ἀνήρ.
ἦ μέγ᾽, ὦ Ζεῦ, χρῆμ᾽ ἰδεῖν τῆς ἐμπίδος ἔνεστί σοι.
οὐχ ὁρᾷς; οὐκ ἐμπίς ἐστιν ἥδε Τρικορυσία;
Χ. ΓΕ. νὴ Δί᾽ ὤνησάς γέ μ᾽, ὡς πάλαι γέ μ᾽ ἐφρεωρύχει,
ὥστ᾽ ἐπειδὴ ᾽ξῃρέθη, ῥεῖ μου τὸ δάκρυον πολύ.
1035Χ. ΓΥ. ἀλλ᾽ ἀποψήσω σ᾽ ἐγώ, καίτοι πάνυ πονηρὸς εἶ,
καὶ φιλήσω. Χ. ΓΕ. μὴ φιλήσῃς. Χ. ΓΥ. ἤν τε βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή.
Χ. ΓΕ. ἀλλὰ μὴ ὥρας ἴκοισθ᾽· ὡς ἐστὲ θωπικαὶ φύσει,
κἄστ᾽ ἐκεῖνο τοὔπος ὀρθῶς κοὐ κακῶς εἰρημένον,
οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ᾽ ἄνευ πανωλέθρων.
1040ἀλλὰ νυνὶ σπένδομαί σοι, καὶ τὸ λοιπὸν οὐκέτι
οὔτε δράσω φλαῦρον οὐδὲν οὔθ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν πείσομαι.
ἀλλὰ κοινῇ συσταλέντες τοῦ μέλους ἀρξώμεθα.


ΚΟΡ. ΓΕΡ. Δεν υπάρχει στον κόσμο θεριό τόσο αμάχητο,
ξεπερνάει τη φωτιά και τον τίγρ᾽ η γυναίκα!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Σαν το ξέρεις, γιατί πολεμάς τα φουστάνια,
μια και φίλο πιστό σου να μ᾽ έχεις μπορείς;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Δε θα πάψω ποτές να μισώ τις γυναίκες.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Εσύ κάνε το κέφι σου, εγώ δεν μπορώ
1020να σε βλέπω γυμνόνε, του κόσμου ρεζίλι.
Στάσου νά ᾽ρθω, ξανά το σκουτί να σου βάλω.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Νά! μια φρόνιμη πράξη σε φώτισε Δίας.
Μα πρωτύτερα μ᾽ είχες ανάψει και γδύθηκα.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Αφού του φόρεσε την εξωμίδα)
Τώρα ναι! Σοβαρός ξαναγίνηκες άντρας.
Κι αν δεν μ᾽ έσκαες, θα σου ᾽βγαζα ευτούνο το ζούδι,
που σου μπήκε στο μάτι και πάει να σ᾽ το φάγει!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Μωρ᾽ αυτό ήτανε μέσα; Πάρ᾽ εδώ την τσιμπίδα
να το βγάλεις και δώσ᾽ μου το μπόι του να ιδώ.
Τόσην ώρα το μάτι μού τρώει και δακρύζω!
1030ΚΟΡ. ΓΥΝ. Θα σου κάνω τη χάρη κι ας είσαι γουρσούζης.
(Του βγάζει ένα κουνούπι)
Τί μεγάλος κουνούπαρος, θε μου: Για κοίτα!
Ο βουρκός σού τον έστειλε του Μαραθώνα.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Με ξαλάφρωσες! Ώρες το μάτι μού το ᾽σκαβε,
για ν᾽ ανοίξει πηγάδι. Πλημμύρα τα δάκρυά μου.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Τα σκουπίζω κι αυτά σου, κακέ, κι από πάνω
σε φιλώ. ΚΟΡ. ΓΕΡ. Μη! Δε θέλω! ΚΟΡ. ΓΥΝ. Κι αν θες κι αν δε θες.
(Τον φιλεί)
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Φυσικό, διαλοθήλυκο, να ᾽σαι γαλίφα!
Τί σωστά που τα λέγ᾽ η παλιά παροιμία:
«Με πανούκλα δε ζεις, μα και δίχως πανούκλα».
1040Κάνω μπέσα μαζί σου κι ειρήνη, από τώρα
δε θα βλάψω γυναίκα και δε θα με βλάψει.