Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (706-741)


ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος,
τί μοι σκυθρωπὸς ἐξελήλυθας δόμων;
ΛΥ. κακῶν γυναικῶν ἔργα καὶ θήλεια φρὴν
ποεῖ μ᾽ ἄθυμον περιπατεῖν ἄνω κάτω.
710Χ. ΓΥ. τί φῄς; τί φῄς;
ΛΥ. ἀληθῆ, ἀληθῆ.
Χ. ΓΥ. τί δ᾽ ἐστὶ δεινόν; φράζε ταῖς σαυτῆς φίλαις.
ΛΥ. ἀλλ᾽ αἰσχρὸν εἰπεῖν καὶ σιωπῆσαι βαρύ.
Χ. ΓΥ. μή νύν με κρύψῃς ὅ τι πεπόνθαμεν κακόν.
715ΛΥ. βινητιῶμεν, ᾗ βράχιστον τοῦ λόγου.
Χ. ΓΥ. ἰὼ Ζεῦ.
ΛΥ. τί Ζῆν᾽ ἀυτεῖς; ταῦτα δ᾽ οὖν οὕτως ἔχει.
ἐγὼ μὲν οὖν αὐτὰς ἀποσχεῖν οὐκέτι
οἵα τ᾽ ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν· διαδιδράσκουσι γάρ.
720τὴν μέν γε πρώην διαλέγουσαν τὴν ὀπὴν
κατέλαβον ᾗ τοῦ Πανός ἐστι ταὐλίον,
τὴν δ᾽ ἐκ τροχιλείας αὖ κατειλυσπωμένην,
τὴν δ᾽ αὐτομολοῦσαν· τὴν δ᾽ ἐπὶ στρούθου μίαν
ἤδη πέτεσθαι διανοουμένην κάτω
725εἰς Ὀρσιλόχου χθὲς τῶν τριχῶν κατέσπασα.
πάσας τε προφάσεις ὥστ᾽ ἀπελθεῖν οἴκαδε
ἕλκουσιν. ἡδὶ γοῦν τις αὐτῶν ἔρχεται.
αὕτη σύ, ποῖ θεῖς; ΓΥΝΗ Α’. οἴκαδ᾽ ἐλθεῖν βούλομαι.
οἴκοι γάρ ἐστιν ἔριά μοι Μιλήσια
730ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα. ΛΥ. ποίων σέων;
οὐκ εἶ πάλιν; ΓΥ. Α’ ἀλλ᾽ ἥξω ταχέως νὴ τὼ θεὼ
ὅσον διαπετάσασ᾽ ἐπὶ τῆς κλίνης μόνον.
ΛΥ. μὴ διαπετάννυ, μηδ᾽ ἀπέλθῃς μηδαμῇ.
ΓΥ. Α’ ἀλλ᾽ ἐῶ ᾽πολέσθαι τἄρι᾽; ΛΥ. ἢν τούτου δέῃ.
ΓΥΝΗ Β’
735τάλαιν᾽ ἐγώ, τάλαινα τῆς ἀμόργιδος,
ἣν ἄλοπον οἴκοι καταλέλοιφ᾽. ΛΥ. αὕτη ᾽τέρα
ἐπὶ τὴν ἄμοργιν τὴν ἄλοπον ἐξέρχεται.
χώρει πάλιν δεῦρ᾽. ΓΥ. Β’ ἀλλὰ νὴ τὴν Φωσφόρον
ἔγωγ᾽ ἀποδείρασ᾽ αὐτίκα μάλ᾽ ἀνέρχομαι.
740ΛΥ. μή, μἀποδείρῃς· ἢν γὰρ ἄρξῃς τουτουί,
ἑτέρα γυνὴ ταὐτὸν ποεῖν βουλήσεται.


(Βγαίνει η Λυσιστράτη από την Ακρόπολη ταραγμένη)
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Βασίλισσά μας σ᾽ έργατα και γνώμη,
πώς τόσο μουτρωμένη εκείθε βγήκες;
ΛΥΣ. Ανάξια θηλυκά, καρδιές που δείλιασαν,
με κάνουνε να τρέχω απάνου κάτου.
710ΚΟΡ. ΓΥΝ. Τί λες; Τί λες; ΛΥΣ. Αλήθεια κι απ᾽ αλήθεια!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Λέγε σε μας τί τρέχει, είμαστε φίλες.
ΛΥΣ. Κακό και να το πω και να το κρύψω.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Ό,τι κακό και να ᾽ναι μην το κρύβεις.
ΛΥΣ. Μ᾽ ένα λόγο: μας έπιασεν αντρόλυσσα.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Αλίμονό μας, Δία!
ΛΥΣ. Τί να σου κάνει ο Δίας; Όπως σ᾽ τα λέγω!
Εγώ δεν ημπορώ να τις κρατήσω
μακριά απ᾽ τους άντρες. Μου το σκάει μια μια.
720Έπιασα κάποιαν, που άνοιγε την τρύπα
εκεί που ᾽ναι το σπήλαιο του Πανός.
Άλληνε, που προσπάθαε να γλιστρήσει
με σκοινί· πέρασε άλλη στον οχτρό·
κι άλλη σκεδίαζε πάνου σε σπουργίτι,
της Αφροδίτης το πουλί, καβάλα
να φύγει για το σπίτι του Ορχιλόχου,
του γυναικά — κι απ᾽ τα μαλλιά την τράβηξα.
Όλες βρίσκουνε πρόφαση να πάνε
ξανά στο σπίτι. Νά την κάποια κι έρχεται.
Πού πας, μωρή; Α’ ΓΥΝΑΙΚΑ. Στο σπίτι. Έχω αφημένα
μαλλιά ακριβά της Μίλητος. Ο σκόρος
730θα μου τα φάει. ΛΥΣ. Ποιός σκόρος; Γύρνα πίσου!
Α’ ΓΥΝ. Μα θα γυρίσω γρήγορα. Μονάχα
να τ᾽ απλώσω για λίγο στη σανίδα.
ΛΥΣ. Παράτα, λέω, τ᾽ απλώματα! Ούτε βήμα!
Α’ ΓΥΝ. Έτσι θα χαραμίσω το μαλλί μου;
ΛΥΣ. Είν᾽ ανάγκη.
(Βγαίνει δεύτερη Γυναίκα)
Β’ ΓΥΝΑΙΚΑ
Βάι! βάι η καψερή.
Πάει θα το χάσω το μαλλί μου! Τ᾽ άφησα
στο σπίτι μου αλανάριστο! ΛΥΣ. Νά κι άλλη,
που τάχατες φοβάται το μαλλί της.
Γύρνα πίσου! Β’ ΓΥΝ. Μα θα γυρίσω αμέσως,
μά τη Σελήνη, αφού το δείρω κάπως.
740ΛΥΣ. Τίποτα δε θα δείρεις. Άμα κάνεις
την αρχή, θα γυρέψουν όλες το ίδιο.
(Βγαίνει μια τρίτη Γυναίκα, με κοιλιά φουσκωμένη).