Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (1226-1269)


ΤΡ. οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν.
ἀλλ᾽ αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς ἰσωνίας·
ἐναποπατεῖν γάρ ἐστ᾽ ἐπιτήδειος πάνυ—
Ο. Κ. παῦσαί μ᾽ ὑβρίζων τοῖς ἐμοῖσι χρήμασιν.
1230ΤΡ. ὡδί, παραθέντι τρεῖς λίθους. οὐ δεξιῶς;
Ο. Κ. ποίᾳ δ᾽ ἀποψήσει ποτ᾽, ὦμαθέστατε;
ΤΡ. τῃδί, διεὶς τὴν χεῖρα διὰ τῆς θαλαμίας
καὶ τῇδ᾽. Ο. Κ. ἅμ᾽ ἀμφοῖν δῆτ᾽; ΤΡ. ἔγωγε νὴ Δία,
ἵνα μή γ᾽ ἁλῶ τρύπημα κλέπτων τῆς νεώς.
1235Ο. Κ. ἔπειτ᾽ ἐπὶ δεκάμνῳ χεσεῖ καθήμενος;
ΤΡ. ἔγωγε νὴ Δί᾽, ὦπίτριπτ᾽. οἴει γὰρ ἂν
τὸν πρωκτὸν ἀποδόσθαι με χιλιῶν δραχμῶν;
Ο. Κ. ἴθι δή, ᾽ξένεγκε τἀργύριον. ΤΡ. ἀλλ᾽, ὦγαθέ,
θλίβει τὸν ὄρρον. ἀπόφερ᾽, οὐκ ὠνήσομαι.
1240Ο. Κ. τί δ᾽ ἆρα τῇ σάλπιγγι τῇδε χρήσομαι,
ἣν ἐπριάμην δραχμῶν ποθ᾽ ἑξήκοντ᾽ ἐγώ;
ΤΡ. μόλυβδον εἰς τουτὶ τὸ κοῖλον ἐγχέας
ἔπειτ᾽ ἄνωθεν ῥάβδον ἐνθεὶς ὑπόμακρον,
γενήσεταί σοι τῶν κατακτῶν κοττάβων.
1245Ο. Κ. οἴμοι καταγελᾷς. ΤΡ. ἀλλ᾽ ἕτερον παραινέσω.
τὸν μὲν μόλυβδον, ὥσπερ εἶπον, ἔγχεον,
ἐντευθενὶ δὲ σπαρτίοις ἠρτημένην
πλάστιγγα πρόσθες, καὐτό σοι γενήσεται
τὰ σῦκ᾽ ἐν ἀγρῷ τοῖς οἰκέταισιν ἱστάναι.
1250Ο. Κ. ὦ δυσκάθαρτε δαῖμον, ὥς μ᾽ ἀπώλεσας,
ὅτ᾽ ἀντέδωκα κἀντὶ τῶνδε μνᾶν ποτέ.
καὶ νῦν τί δράσω; τίς γὰρ αὔτ᾽ ὠνήσεται;
ΤΡ. πώλει βαδίζων αὐτὰ τοῖς Αἰγυπτίοις·
ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν.
1255Ο. Κ. οἴμ᾽, ὦ κρανοποί᾽, ὡς ἀθλίως πεπράγαμεν.
ΤΡ. οὗτος μὲν οὐ πέπονθεν οὐδέν. Ο. Κ. ἀλλὰ τί
ἔτ᾽ ἐστὶ τοῖσι κράνεσιν ὅ τι τις χρήσεται;
ΤΡ. ἐὰν τοιαυτασὶ μάθῃ λαβὰς ποεῖν,
ἄμεινον ἢ νῦν αὔτ᾽ ἀποδώσεται πολύ.
1260Ο. Κ. ἀπίωμεν, ὦ δορυξέ. ΤΡ. μηδαμῶς γ᾽, ἐπεὶ
τούτῳ γ᾽ ἐγὼ τὰ δόρατα ταῦτ᾽ ὠνήσομαι.
Ο. Κ. πόσον δίδως δῆτ᾽; ΤΡ. εἰ διαπρισθείη δίχα,
λάβοιμ᾽ ἂν αὔτ᾽ εἰς χάρακας ἑκατὸν τῆς δραχμῆς.
Ο. Κ. ὑβριζόμεθα. χωρῶμεν, ὦ τᾶν, ἐκποδών.
1265ΤΡ. νὴ τὸν Δί᾽, ὡς τὰ παιδί᾽ ἤδη ᾽ξέρχεται
οὐρησόμενα τὰ τῶν ἐπικλήτων δεῦρ᾽, ἵνα
ἅττ᾽ ᾄσεται προαναβάληταί, μοι δοκεῖ.
ἀλλ᾽ ὅ τι περ ᾄδειν ἐπινοεῖς, ὦ παιδίον,
αὐτοῦ παρ᾽ ἐμὲ στὰν πρότερον ἀναβαλοῦ ᾽νθαδί.


ΤΡΥ. Δε θα ζημιώσεις· μου τον δίνεις όσο
στοιχίζει; Για καθίκι είναι σπουδαίος…
ΟΠΛ. Βρίζεις το εμπόρευμά μου· πάψε τέλος.
1230ΤΡΥ. αν βάλεις τρεις πετρίτσες· ε; τι ωραία!
ΟΠΛ. Πώς θα σκουπίζεσαι όμως, βρε χωριάτη;
ΤΡΥ. Το χέρι θα περνώ απ᾽ αυτές τις τρύπες
της… κουπαστής. ΟΠΛ. Μα κι απ᾽ τις δυο; ΤΡΥ. Να λένε
πως φράζω τη μια τρύπα για να κλέψω;
ΟΠΛ. Και δίνεις δέκα μνες, για να τα κάνεις;
ΤΡΥ. Και τί θαρρείς, βρε χάχα; Πως για χίλιες
δραχμές εγώ πουλώ τον πισινό μου;
ΟΠΛ. Μπρος, βγάλε τα λεφτά. ΤΡΥ. Μπα, δεν μου κάνει·
πονεί το κωλονούρι· πάρ᾽ τον πίσω.
1240ΟΠΛ. Γι᾽ αυτή τη σάλπιγγα έχω δώσει εξήντα
δραχμές· και τώρα εγώ τί να την κάμω;
ΤΡΥ. Στην κοιλότητα αυτή χύσε μολύβι,
μακρούτσικο ραβδί απ᾽ την άλλη μπήξε,
κατεβαστό έναν κότταβο έτσι θα ᾽χεις.
ΟΠΛ. Κοροϊδεύεις. ΤΡΥ. Μπορεί να γίνει κι άλλο·
το μολύβι το χύνεις, όπως είπα,
κρεμνάς ένα δισκάκι με σπαγκάκια,
και θα ᾽χεις ζυγαριά για να ζυγιάζεις
στο χωράφι των δούλων σου τα σύκα.
1250ΟΠΛ. Μ᾽ έχεις συντρίψει, ανεξιλέωτη μοίρα·
μια μνα μου ᾽χαν στοιχίσει αυτά τα κράνη·
ποιός τ᾽ αγοράζει; τί να κάμω τώρα;
ΤΡΥ. Στην Αίγυπτο να πας να τα πουλήσεις·
μέτρα φυτών καθαρτικών θα τα ᾽χουν.
ΟΠΛ. «Κρανοποιέ, τί συμφορά μάς βρήκε!
ΤΡΥ. Τίποτε αυτός δεν έπαθε. ΟΠΛ. Τα κράνη
μπορούνε, λες, να κάνουνε για κάτι;
ΤΡΥ., τραβώντας τ᾽ αφτιά του κρανοποιού.
Τέτοια χερούλια αν μάθει να κολλάει,
καλύτερες τιμές, θαρρώ, θα βρίσκει.
1260ΟΠΛ. Πάμε, βρε κονταρά. ΤΡΥ. Σταθείτε λίγο·
τα κοντάρια μπορώ να τ᾽ αγοράσω.
ΟΠΛ. Τί δίνεις; ΤΡΥ. Αν σκιστούν στα δυο, τα παίρνω
μια δραχμή τα εκατό, για στυλωτήρια.
ΟΠΛ. Μας κοροϊδεύουν· πάμε φίλε. ΤΡΥ. Γεια σας·
βγαίνουν και τα παιδιά των καλεσμένων,
να κάνουν τσίσια, αλλά και να προβάρουν
τα τραγούδια που θα ᾽χουνε να πούνε.
Βγαίνουν από το σπίτι μερικά παιδιά, ενώ οι οπλοπώλες φεύγουν.
Εσύ, μικρέ, σαν τί θα τραγουδήσεις;
Για στάσου εδώ και πες το να τ᾽ ακούσω.