Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (792-835)


ΑΛ. καὶ πῶς σὺ φιλεῖς, ὃς τοῦτον ὁρῶν οἰκοῦντ᾽ ἐν ταῖς πιθάκναισιν
καὶ γυπαρίοις καὶ πυργιδίοις ἔτος ὄγδοον οὐκ ἐλεαίρεις,
ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις; Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος
795τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας, τὰς πρεσβείας τ᾽ ἀπελαύνεις
ἐκ τῆς πόλεως ῥαθαπυγίζων, αἳ τὰς σπονδὰς προκαλοῦνται.
ΠΑ. ἵνα γ᾽ Ἑλλήνων ἄρξῃ πάντων. ἔστι γὰρ ἐν τοῖς λογίοισιν
ὡς τοῦτον δεῖ ποτ᾽ ἐν Ἀρκαδίᾳ πεντωβόλου ἡλιάσασθαι,
ἢν ἀναμείνῃ· πάντως δ᾽ αὐτὸν θρέψω ᾽γὼ καὶ θεραπεύσω,
800ἐξευρίσκων εὖ καὶ μιαρῶς ὁπόθεν τὸ τριώβολον ἕξει.
ΑΛ. οὐχ ἵνα γ᾽ ἄρξῃ μὰ Δί᾽ Ἀρκαδίας προνοούμενος, ἀλλ᾽ ἵνα μᾶλλον
σὺ μὲν ἁρπάζῃς καὶ δωροδοκῇς παρὰ τῶν πόλεων, ὁ δὲ δῆμος
ὑπὸ τοῦ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου,
ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης ἅμα καὶ χρείας καὶ μισθοῦ πρός σε κεχήνῃ.
805εἰ δέ ποτ᾽ εἰς ἀγρὸν οὗτος ἀπελθὼν εἰρηναῖος διατρίψῃ,
καὶ χῖδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθῃ,
γνώσεται οἵων ἀγαθῶν αὐτὸν τῇ μισθοφορᾷ παρεκόπτου·
εἶθ᾽ ἥξει σοι δριμὺς ἄγροικος κατά σου τὴν ψῆφον ἰχνεύων.
ἃ σὺ γιγνώσκων τόνδ᾽ ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς περὶ αὐτοῦ.
810ΠΑ. οὔκουν δεινὸν ταυτί σε λέγειν δῆτ᾽ ἔστ᾽ ἐμὲ καὶ διαβάλλειν
πρὸς Ἀθηναίους καὶ τὸν δῆμον, πεποηκότα πλείονα χρηστὰ
νὴ τὴν Δήμητρα Θεμιστοκλέους πολλῷ περὶ τὴν πόλιν ἤδη;
ΑΛ. ὦ πόλις Ἄργους, κλύεθ᾽ οἷα λέγει. σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις;
ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ,
815καὶ πρὸς τούτοις ἀριστώσῃ τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν,
ἀφελών τ᾽ οὐδὲν τῶν ἀρχαίων ἰχθῦς καινοὺς παρέθηκεν·
σὺ δ᾽ Ἀθηναίους ἐζήτησας μικροπολίτας ἀποφῆναι
διατειχίζων καὶ χρησμῳδῶν, ὁ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζων.
κἀκεῖνος μὲν φεύγει τὴν γῆν, σὺ δ᾽ Ἀχιλλείων ἀπομάττει.
820ΠΑ. οὔκουν ταυτὶ δεινὸν ἀκούειν, ὦ Δῆμ᾽, ἐστίν μ᾽ ὑπὸ τούτου,
ὁτιή σε φιλῶ; ΔΗ. ‹ὢ› παῦ᾽, οὗτος, καὶ μὴ σκέρβολλε πονηρά.
πολλοῦ δὲ πολύν με χρόνον καὶ νῦν ἐλελήθεις ἐγκρυφιάζων.
ΑΛ. μιαρώτατος, ὦ Δημακίδιον, καὶ πλεῖστα πανοῦργα δεδρακώς.
ὁπόταν χασμᾷ, καὶ τοὺς καυλοὺς
825τῶν εὐθυνῶν ἐκκαυλίζων
καταβροχθίζει, κἀμφοῖν χειροῖν
μυστιλᾶται τῶν δημοσίων.
ΠΑ. οὐ χαιρήσεις, ἀλλά σε κλέπτονθ᾽
αἱρήσω ᾽γὼ τρεῖς μυριάδας.
830ΑΛ. τί θαλαττοκοπεῖς καὶ πλατυγίζεις,
μιαρώτατος ὢν περὶ τὸν δῆμον
τὸν Ἀθηναίων; καί σ᾽ ἐπιδείξω
νὴ τὴν Δήμητρ᾽, ἢ μὴ ζῴην,
δωροδοκήσαντ᾽ ἐκ Μυτιλήνης
πλεῖν ἢ μνᾶς τετταράκοντα.


ΑΛΛ. Τί αγάπη τέλος πάντων είν᾽ αυτή, που τον βλέπεις εδώ κι εφτά χρόνια να ᾽χει κατοικία τα πιθάρια, τις κορακοφωλιές, τις κούφιες μεριές του κάστρου και δεν τον σπλαχνίζεσαι αλλά τον κρατάς στριμωγμένο και τον ξεζουμίζεις; Κι όταν ήρθε ο Αρχεπτόλεμος φέρνοντας την ειρήνη, τη σκόρπισες στους πέντε ανέμους· διώχνεις μακριά από την πόλη τους πρεσβευτές που προσφέρουν ανακωχή, ρίχνοντάς τους κλοτσιές στον πισινό.
ΠΑΦ. Ναι, όμως για να γίνει ετούτος αφέντης όλων των Ελλήνων. Γιατί είναι γραμμένο στους χρησμούς ότι μια μέρα θα στήσει Ηλιαία στην Αρκαδία, παίρνοντας πέντε σβόλους για κάθε δικάσιμη, φτάνει να κάνει υπομονή. Όμως, όπως και να ᾽ρθουν τα πράματα, εγώ θα τον ταΐζω και θα τον φροντίζω, [800] ψάχνοντας με καλό και με βρόμικο τρόπο από πού θα οικονομά τους τρεις οβολούς.
ΑΛΛ. Άσ᾽ τα αυτά, εκείνο που έβαλες στον νου σου δεν ήταν, μά τον Δία, να εξουσιάζει αυτός στην Αρκαδία, αλλά ν᾽ αρπάζεις εσύ περισσότερα και να παίρνεις πεσκέσια από τις πολιτείες, κι ο λαός από τον πόλεμο και την αντάρα να μη βλέπει τις παλιανθρωπιές σου, αλλά να κρέμεται από σένα μ᾽ ανοιχτό το στόμα — σφιγμένος απ᾽ την ανάγκη, τη μιζέρια, το μιστό. Όμως απ᾽ τη στιγμή που θα γυρίσει κάποτε στα κτήματά του και θα χαρεί την ειρήνη, απ᾽ τη στιγμή που τρώγοντας πλιγούρι θα ξαναπάρει θάρρος και θα ξανασμίξει με λιοκόκκι, θ᾽ ανοίξει τα μάτια του και θα δει πόσα καλούδια του στέρησες με τις ζαβολιές σου, ξεγελώντας τον με το μιστό του φαντάρου. Και τότε, χωριάτης άγαρμπος, θα σου ᾽ρθει βίζιτα πασπατεύοντας την ψήφο που θα σε μαυρίσει. Εσύ τα ξέρεις όλ᾽ αυτά και γι᾽ αυτό τον εξαπατάς και πλάθεις οράματα για λογαριασμό του.
ΠΑΦ. [810] Φοβερό πράμα να μου τα λες αυτά εσύ και να με συκοφαντείς στους Αθηναίους και τον δημοκρατικό λαό, εμένα που έχω προσφέρει, μά τη Δήμητρα, περισσότερες υπηρεσίες στην πόλη κι από τον Θεμιστοκλή.
ΑΛΛ. (Μελοδραματικά:) Ελληνίδες, Έλληνες, ακούσατε τί είπε; Αναμετριέσαι εσύ με τον Θεμιστοκλή, που πήρε την πόλη μας άδεια ως τον πάτο και τη γέμισε με όλα τα καλά, κι ακόμη στο τραπέζι της σερβίρισε εξτρά τον Πειραιά, και που, χωρίς να της στερήσει κανένα απ᾽ τα συνηθισμένα πιάτα, της πρόσφερε ψάρια που τα ᾽βλεπε για πρώτη φορά. Αντίθετα εσύ βάλθηκες να καταντήσεις τους Αθηναίους μικρομεσαίας πόλης πολίτες, υψώνοντας τείχη ανάμεσά τους και ψαλμουδίζοντας χρησμούς — αντίζηλος του Θεμιστοκλή να σου τύχει! Κι όπως ξέρουμε, εκείνος πήρε τον δρόμο της εξορίας, ενώ εσύ σφουγγίζεις τα δάχτυλά σου με παντεσπάνι!
ΠΑΦ. [820] Δήμε, τί λες; δεν είναι φοβερό ν᾽ ακούω τέτοιες κατηγόριες απ᾽ αυτόν, μόνο και μόνο επειδή σ᾽ αγαπώ;
ΔΗΜ. (Στον Παφλαγόνα:) Βούλωσ᾽ το, βούλωσ᾽ το, άνθρωπέ μου, πάψε να ξερνάς πονηριές. Βρε τόσο καιρό —μα και τώρα ακόμα— να μην πάρω μυρουδιά τις κρυφές παλιοδουλειές σου!
ΑΛΛ. Βρομιάρης όσο δεν παίρνει, Δήμε μου, Δημούλη μου, κι έκανε παλιοδουλειές όσες κανένας άλλος. (Ο τόνος γίνεται ζωηρότερος, ως το τέλος του «πνίγους»). Όταν εσύ χασμουριέσαι, ετούτος ανοίγει σαν καρδιά καρπουζιού και καταβροχθίζει το έχει όσων λογοδοτούν στο δημόσιο και με τις δύο του χερούκλες σουφρώνει τα δημόσια έσοδα.
ΠΑΦ. Δεν θα σου βγουν σε καλό όλ᾽ αυτά, αλλά θα σε καθίσω στο σκαμνί, που έκλεψες τριάντα χιλιάδες.
ΑΛΛ. [830] Ανώφελα λάμνεις τα κουπιά σου και φτεροκοπάς σα χήνα στο νερό, ενώ οι βρομιές σου πνίγουν όσο κανενός άλλου τον αθηναϊκό λαό. Και, μά τη Δήμητρα, θα σε ξεσκεπάσω —αλλιώς να μη σώσω!— που σε λάδωσαν οι Μυτιληνιοί με χίλιες χρυσές λίρες και βάλε.