Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (24.64-24.102)


Ὄρνιχες τρίτον ἄρτι τὸν ἔσχατον ὄρθρον ἄειδον,
65 Τειρεσίαν τόκα μάντιν ἀλαθέα πάντα λέγοντα
Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν,
καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν
ἠνώγει· «μηδ᾽ εἴ τι θεοὶ νοέοντι πονηρόν,
αἰδόμενός με κρύπτε· καὶ ὣς οὐκ ἔστιν ἀλύξαι
70 ἀνθρώποις ὅ τι Μοῖρα κατὰ κλωστῆρος ἐπείγει.
μάντι Εὐηρείδα, μάλα τοι φρονέοντα διδάσκω.»
τόσσ᾽ ἔλεγεν βασίλεια· ὃ δ᾽ ἀνταμείβετο τοίοις·
«θάρσει, ἀριστοτόκεια γύναι, Περσήιον αἷμα,
θάρσει· μελλόντων δὲ τὸ λώιον ἐν φρεσὶ θέσθαι.
75 ναὶ γὰρ ἐμῶν γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον πάλαι ὄσσων,
πολλαὶ Ἀχαιιάδων μαλακὸν περὶ γούνατι νῆμα
χειρὶ κατατρίψουσιν ἀκρέσπερον ἀείδοισαι
Ἀλκμήναν ὀνομαστί, σέβας δ᾽ ἔσῃ Ἀργείαισι.
τοῖος ἀνὴρ ὅδε μέλλει ἐς οὐρανὸν ἄστρα φέροντα
80 ἀμβαίνειν τεὸς υἱός, ἀπὸ στέρνων πλατὺς ἥρως,
οὗ καὶ θηρία πάντα καὶ ἀνέρες ἥσσονες ἄλλοι.
δώδεκά οἱ τελέσαντι πεπρωμένον ἐν Διὸς οἰκεῖν
μόχθους, θνητὰ δὲ πάντα πυρὰ Τραχίνιος ἕξει·
γαμβρὸς δ᾽ ἀθανάτων κεκλήσεται, οἳ τάδ᾽ ἐπῶρσαν
85 κνώδαλα φωλεύοντα βρέφος διαδηλήσασθαι.
ἔσται δὴ τοῦτ᾽ ἆμαρ ὁπηνίκα νεβρὸν ἐν εὐνᾷ
καρχαρόδων σίνεσθαι ἰδὼν λύκος οὐκ ἐθελήσει.
ἀλλά, γύναι, πῦρ μέν τοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυκον ἔστω,
κάγκανα δ᾽ ἀσπαλάθου ξύλ᾽ ἑτοιμάσατ᾽ ἢ παλιούρου
90 ἢ βάτου ἢ ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερδον·
καῖε δὲ τώδ᾽ ἀγρίαισιν ἐπὶ σχίζαισι δράκοντε
νυκτὶ μέσᾳ, ὅκα παῖδα κανεῖν τεὸν ἤθελον αὐτοί.
ἦρι δὲ συλλέξασα κόνιν πυρὸς ἀμφιπόλων τις
ῥιψάτω, εὖ μάλα πᾶσαν ὑπὲρ ποταμοῖο φέρουσα
95 ῥωγάδας ἐς πέτρας, ὑπερούριον, ἂψ δὲ νεέσθω
ἄστρεπτος. καθαρῷ δὲ πυρώσατε δῶμα θεείῳ
πρᾶτον, ἔπειτα δ᾽ ἅλεσσι μεμιγμένον, ὡς νενόμισται,
θαλλῷ ἐπιρραίνειν ἐστεμμένῳ ἀβλαβὲς ὕδωρ·
Ζηνὶ δ᾽ ἐπιρρέξαι καθυπερτέρῳ ἄρσενα χοῖρον,
100 δυσμενέων αἰεὶ καθυπέρτεροι ὡς τελέθοιτε.»
φῆ, καὶ ἐρωήσας ἐλεφάντινον ᾤχετο δίφρον
Τειρεσίας πολλοῖσι βαρύς περ ἐὼν ἐνιαυτοῖς.


Τρίτη φορά τη χαραυγή τα ορνίθια ετραγουδούσαν·
65η Αλκμήνη στέλνει και καλεί το μάντι Τειρεσία
που αλάθευτα επροφήτευε κι έλεγε την αλήθεια.
Η Αλκμήνη του αντιστόρησε το πράγμα όπως εγίνη
και τον επαρακάλεσεν απόκριση να δώσει.
«Κι αν μέλλει νά ᾽βγει σε κακό κι αν οι θεοί το θέλουν,
μη φοβηθείς να μου το πεις, μηδέ να μου το κρύψεις·
γιατί το ξέρω, δεν μπορεί κανένας να ξεφύγει
70απ᾽ όσα με τ᾽αδράχτι της η Μοίρα του τού κλώθει.
Εσύ το ξέρεις πιο καλά, εγώ θα σου το μάθω;»
Έτσ᾽ είπεν η βασίλισσα κι αυτός της αποκρίθη:
«Θάρρευε και μη σκιάζεσαι, καλών παιδιών μητέρα,
που ρέει μέσα στις φλέβες σου το αίμα του Περσέως.
Απ᾽ όσα μέλλει να γενούν τα πιο καλά στοχάσου.
75Σ᾽ τ᾽ ορκίζομαι στο γλυκό φως που μου ᾽σβησε απ᾽ τα μάτια
ότι πολλές, πάρα πολλές των Αχαιών γυναίκες,
τυλίγοντας το δειλινό το νήμα των στο γόνα
θα λένε και θα τραγουδούν τ᾽ όνομα της Αλκμήνης·
οι Αργείτισσες θα σέβονται το γιο σου, που μια μέρα
80θενα ν᾽ ανέβει στον ουρανό τον αστροφωτισμένο,
ήρως αυτός πλατόστηθος, που όλα μπροστά του κι όλοι
και τα θεριά κι οι άνθρωποι μικρότεροί του θα ᾽ναι.
Όταν με την αντρεία του θα κάνει δώδεκ᾽ άθλους
είναι γραφτό του στου Διός να μένει τα παλάτια
και το θνητό του το κορμί θα κάψουν στην Τραχίνα,
και θενα τον καλέσουνε οι αθάνατοι γαμπρό τους
85αυτοί που τώρα εστείλανε θεριά για να τον φάνε·
θενά ᾽ρθει ημέρα κάποτε που ο σουβλοδόντης λύκος
θα δει λαφάκι στη φωλιά και δεν θα το πειράξει.
Μα να ᾽χετ᾽ έτοιμη φωτιά κρυμμένη μες στη στάχτη
και ρίξετε ξερά κλαδιά, κατάξερα κλωνάρια
90ασπαλουθιάς ή παλουριού, αγριαπιδιάς ή βάτου
και κατά τα μεσάνυχτα κάψετε τα δυο φίδια,
την ώρα που ᾽θελαν αυτά να φάνε το παιδί σου.
Και την αυγή τη στάχτη τους μια δούλα να συνάξει,
και να την φέρει μακριά και μέσα στο ποτάμι
95να τηνε ρίξει από ψηλά, ψηλά απ᾽ τον άγριο βράχο,
και να μη στρέψει πίσω της όταν γυρνά στο σπίτι.
Στο σπίτι τότε κάψετε πρώτα καθάριο θειάφι,
έπειτα μ᾽ αρμυρό νερό και με νερό της βρύσης
ραντίσετε την κάμαρα μ᾽ ελιάς χλωρό κλωνάρι.
Και τότε χοίρο αρσενικό προσφέρετε στο Δία
100θυσία, για να τον κάνετε να πάψει την οργή του».

Είπε, κι ανέβηκε γοργός, μ᾽ όλα τα γηρατειά του,
σ᾽ ελεφαντένιαν άμαξαν ο μάντις Τειρεσίας.
[Δεν μεταφράζονται οι στίχοι 103-140]