Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (21.29-21.67)


ΑΣ. ἆρ᾽ ἔμαθες κρίνειν ποκ᾽ ἐνύπνια; χρηστὰ γὰρ εἶδον.
30 οὔ σε θέλω τὠμῶ φαντάσματος ἦμεν ἄμοιρον.
ὡς καὶ τὰν ἄγραν, τὠνείρατα πάντα μερίζευ.
εἰ γὰρ κεἰκάξω κατὰ τὸν νόον, οὗτος ἄριστος
ἐστὶν ὀνειροκρίτας, ὁ διδάσκαλός ἐστι παρ᾽ ᾧ νοῦ
ἄλλως καὶ σχολά ἐστι· τί γὰρ ποιεῖν ἂν ἔχοι τις
35 κείμενος ἐν φύλλοις ποτὶ κύματι μηδὲ καθεύδων;
ἀλλ᾽ ὄνος ἐν ῥάμνῳ τό τε λύχνιον ἐν πρυτανείῳ·
φαντὶ γὰρ ἀγρυπνίαν τάδ᾽ ἔχειν. ΕΤ. ἄγε δή, φίλε, νυκτός
ὄψιν τὰν ἔσιδες σὺ τεῷ μάνυσον ἑταίρῳ.
ΑΣ. δειλινὸν ὡς κατέδαρθον ἐπ᾽ εἰναλίοισι πόνοισιν
40 (οὐκ ἦν μὰν πολύσιτος, ἐπεὶ δειπνεῦντες ἐν ὥρᾳ,
εἰ μέμνῃ, τᾶς γαστρὸς ἐφειδόμεθ᾽), εἶδον ἐμαυτόν
ἐν πέτρᾳ βεβαῶτα, καθεζόμενος δ᾽ ἐδόκευον
ἰχθύας, ἐκ καλάμω δὲ πλάνον κατέσειον ἐδωδάν.
καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο· καὶ γὰρ ἐν ὕπνοις
45 πᾶσα κύων ἄρτον μαντεύεται, ἰχθύα κἠγών.
χὢ μὲν τὠγκίστρῳ ποτεφύετο, καὶ ῥέεν αἷμα·
τὸν κάλαμον δ᾽ ὑπὸ τῶ κινήματος ἀγκύλον εἶχον.
τὼ χέρε τεινόμενος, περικλώμενος, εὗρον ἀγῶνα
πῶς ἀνέλω μέγαν ἰχθὺν ἀφαυροτέροισι σιδάροις·
50 εἶθ᾽ ὑπομιμνάσκων τῶ τρώματος ἠρέμα νύξα,
καὶ νύξας ἐχάλαξα, καὶ οὐ φεύγοντος ἔτεινα.
ἤνυσα δ᾽ ὦν τὸν ἄεθλον, ἀνείλκυσα χρύσεον ἰχθύν,
παντᾷ τοι χρυσῷ πεπυκασμένον· εἷλέ με δεῖμα
μήτι Ποσειδάωνι πέλοι πεφιλημένος ἰχθύς,
55 ἢ τάχα τᾶς γλαυκᾶς κειμήλιον Ἀμφιτρίτας.
ἠρέμα δ᾽ αὐτὸν ἐγὼν ἐκ τὠγκίστρω ἀπέλυσα,
μή ποκα τῶ στόματος τἀγκίστρια χρυσὸν ἔχοιεν.
καὶ τὸν μὲν πίστευσα κακῶς ἔχειν ἠπειρώταν,
ὤμοσα δ᾽ οὐκέτι λοιπὸν ὑπὲρ πελάγους πόδα θεῖναι,
60 ἀλλὰ μενεῖν ἐπὶ γᾶς καὶ τῶ χρυσῶ βασιλεύσειν.
ταῦτά με κἠξήγειρε, τὺ δ᾽, ὦ ξένε, λοιπὸν ἔρειδε
τὰν γνώμαν· ὅρκον γὰρ ἐγὼ τὸν ἐπώμοσα ταρβῶ.
ΕΤ. μὴ σύγε, μὴ τρέσσῃς· οὐκ ὤμοσας· οὐδὲ γὰρ ἰχθύν
χρύσεον ὡς ἴδες εἷλες, ἴσα δ᾽ ἦν ψεύδεσιν ὄψις.
65 εἰ δ᾽ ὕπαρ οὐ κνώσσων τὰ πελώρια ταῦτα ματεύσεις,
ἐλπὶς τῶν ὕπνων· ζάτει τὸν σάρκινον ἰχθύν,
μὴ σὺ θάνῃς λιμῷ καὶ τοῖς χρυσοῖσιν ὀνείροις.


— Μην ξέρεις απ᾽ ονείρατα; γιατ᾽ είδα απόψε κάτι,
30κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθεις.
Πρέπει καθώς μοιράζομεν οι δυο την ψαρική μας,
το ίδιο να μοιράζομε και τα ονείρατά μας.
Θα το ξηγήσεις με τον νου και δε θενα λαθέψεις·
γιατ᾽ όποιος έχει δάσκαλο το νου σε κάθε κρίση,
εκείνος είναι πάντα του καλός ονειροκρίτης.
Έπειτα δα χωρίς δουλειά και τί κανείς να κάνει
35πάνω στα φύκια ξαπλωτός, κοντά στο περιγιάλι;...
— Έλα, για λέγε τ᾽ όνειρο, κι αφού το λες σ᾽ εμένα,
στον σύντροφο σου τον παλιό, καλά να το ιστορήσεις.
— Το βράδυ σαν πλαγιάσαμε απ᾽ τις δουλειές κομμένοι
40(θυμάσαι που δειπνήσαμε και χθες καθώς και πάντα
και δεν παραφορτώσαμε καθόλου το στομάχι)
είδα πως τάχα καθιστός απάνω σ᾽ ένα βράχο
τα ψάρια παραμόνευα μ᾽ ένα μακρύ καλάμι.
Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι
γλυκάθηκε κι ετσίμπησε και πιάστηκε στ᾽ αγκίστρι—
όποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει
45κι εγ᾽ όλο βλέπω ψαρικές και στ᾽ όνειρό μου ακόμα,—
λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και μάτωσε τ᾽ αγκίστρι,
κι εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι,
γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.
Μα όταν έσκυψα μπροστά, εσάστισεν ο νους μου·
πώς μ᾽ έν᾽ αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι;
50Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα τ᾽ αγκίστρι
για να την νιώσει την πληγή στα σπάραχνά του μέσα,
και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τ᾽ ανασέρνω
και βλέπω πλούσια πληρωμή στον τόσο μου τον κόπο,
ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο.
Μ᾽ αληθινά φοβήθηκα, γιατ᾽ είπα μήπως είναι
55κανένα ψάρι ξωτικό η ψάρι μαγεμένο.
Προσεχτικά ξεκάρφωσα τ᾽ αγκίστρι από τα χείλη,
μήπως τυχόν το σίδερο του ξύσει το χρυσάφι·
το ᾽ριξα απάνω στη στεριά κι ορκίστηκα και είπα
πως δε θενα πατήσω πια στο πέλαγος το πόδι,
60παρά θα ζήσω στη στεριά με το χρυσάφι που ᾽χω.
Τα είδ᾽ αυτά και ξύπνησα. Και τώρα, σύντροφε μου,
πες μου και συ τη γνώμη σου, γιατί πολύ φοβούμαι
μ᾽ αυτόν τον όρκο πὄκανα μην πέσω σ᾽ αμαρτία.
— Κι εγώ σου λέω, φίλε μου, καθόλου μη φοβάσαι,
γιατί μηδ᾽ όρκον έκανες και μηδέ ψάρι βρήκες·
65ήτανε ψεύτικ᾽ όνειρο, κι αν θες να βγει στ᾽ αλήθεια,
ψάρευε, ψάρια αληθινά με κόκκαλα και κρέας,
γιατί μ᾽ ονείρατα χρυσά της πείνας θα πεθάνεις.