Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (18.32-18.58)


οὐδέ τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα,
οὐδ᾽ ἐνὶ δαιδαλέῳ πυκινώτερον ἄτριον ἱστῷ
κερκίδι συμπλέξασα μακρῶν ἔταμ᾽ ἐκ κελεόντων.
35 οὐ μὰν οὐδὲ λύραν τις ἐπίσταται ὧδε κροτῆσαι
Ἄρτεμιν ἀείδοισα καὶ εὐρύστερνον Ἀθάναν
ὡς Ἑλένα, τᾶς πάντες ἐπ᾽ ὄμμασιν ἵμεροι ἐντί.
ὦ καλά, ὦ χαρίεσσα κόρα, τὺ μὲν οἰκέτις ἤδη.
ἄμμες δ᾽ ἐς Δρόμον ἦρι καὶ ἐς λειμώνια φύλλα
40 ἑρψεῦμες στεφάνως δρεψεύμεναι ἁδὺ πνέοντας,
πολλὰ τεοῦς, Ἑλένα, μεμναμέναι ὡς γαλαθηναί
ἄρνες γειναμένας ὄιος μαστὸν ποθέοισαι.
πρᾶταί τοι στέφανον λωτῶ χαμαὶ αὐξομένοιο
πλέξασαι σκιερὰν καταθήσομεν ἐς πλατάνιστον·
45 πρᾶται δ᾽ ἀργυρέας ἐξ ὄλπιδος ὑγρὸν ἄλειφαρ
λαζύμεναι σταξεῦμες ὑπὸ σκιερὰν πλατάνιστον·
γράμματα δ᾽ ἐν φλοιῷ γεγράψεται, ὡς παριών τις
ἀννείμῃ Δωριστί· «σέβευ μ᾽· Ἑλένας φυτόν εἰμι.»
Χαίροις, ὦ νύμφα· χαίροις, εὐπένθερε γαμβρέ.
50 Λατὼ μὲν δοίη, Λατὼ κουροτρόφος, ὔμμιν
εὐτεκνίαν, Κύπρις δέ, θεὰ Κύπρις, ἶσον ἔρασθαι
ἀλλάλων, Ζεὺς δέ, Κρονίδας Ζεύς, ἄφθιτον ὄλβον,
ὡς ἐξ εὐπατριδᾶν εἰς εὐπατρίδας πάλιν ἔνθῃ.
εὕδετ᾽ ἐς ἀλλάλων στέρνον φιλότατα πνέοντες
55 καὶ πόθον· ἐγρέσθαι δὲ πρὸς ἀῶ μὴ ᾽πιλάθησθε.
νεύμεθα κἄμμες ἐς ὄρθρον, ἐπεί κα πρᾶτος ἀοιδός
ἐξ εὐνᾶς κελαδήσῃ ἀνασχὼν εὔτριχα δειράν.
Ὑμὴν ὦ Ὑμέναιε, γάμῳ ἐπὶ τῷδε χαρείης.


Ούτε καμιά άλλη εργόχειρα με τόση τέχνη κάνει,
ούτε καμιά στον αργαλειό, φασμένο με το χτένι
κόβει πανί τόσο κρουστόν απ᾽ τα ψηλά δοκάρια,
ούτ᾽ άλλη ξέρει να κτυπά τόσο καλά το υφάδι
35κι υφαίνοντας να τραγουδεί την Άρτεμη με χάρη
και την τεχνήτραν Αθηνά, καμιά σαν την Ελένη
που μες στα δυο ματάκια της οι πόθοι είναι κρυμμένοι.

Εσύ ᾽σαι πια στο σπίτι σου, χαριτωμένη κόρη,
40κι εμείς κοράσια ελεύθερα θα πάμε στα λιβάδια
μόλις χαράξ᾽ η χαραυγή, να μάσομε λουλούδια,
να μάσομε, να πλέξομε στεφάνια ευωδιασμένα
και σένα θα θυμόμαστε και θα σε λαχταρούμε,
όπως ποθούν και λαχταρούν της μάνας το μαστάρι
τα βυζανάρικα τ᾽ αρνιά που τρέφονται με γάλα.

Πρώτες θενα σου πλέξουμε στεφάνι από τριφύλλι
και θενα το κρεμάσομε σε σκιερό πλατάνι,
45πρώτες λάδι θα στάξομεν απ᾽ αργυρό λαγήνι
γύρω τριγύρω στη σκιά που ρίχνει το πλατάνι
και τέτοια θα χαράξομε στη φλούδα του κορμού του
για να διαβάζει όποιος περνά, για να θωρεί γραμμένο:
«Ελένης δέντρον είμ᾽ εγώ, προσκύνα με, διαβάτη».

Χαίρετε, νύφη και γαμπρέ με πεθερό το Δία,
50χαίρετε! κι άμποτε η Λητώ, που τα παιδιά φροντίζει,
πολλά παιδιά, καλά παιδιά στους δυο σας να χαρίσει
κι ίσην αγάπη και στους δυο να στείλ᾽ η Αφροδίτη,
κι ο Ζευς να κάνει αμέτρητο κι αμέτρητο το βιός σας
για να ᾽ναι πάντα ατέλειωτο και πάντα να πηγαίνει
από φαμίλια αρχοντική σ᾽ αρχοντική φαμίλια.

Αγκαλιασθείτε ερωτικά και γλυκοκοιμηθείτε
55κι ανάλαφρα ξυπνήσετε και πάλι την αυγούλα.
Εμείς θενα ξανάρθομε μόλις γλυκοχαράξει
και κράξει ο πρώτος πετεινός με το λαιμό του ολόρθο.

Γι᾽ αυτό το γάμο, Υμέναιε, δείξε χαρά μεγάλη.