Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (1.100-1.137)


100 τὰν δ᾽ ἄρα χὠ Δάφνις ποταμείβετο· «Κύπρι βαρεῖα,
Κύπρι νεμεσσατά, Κύπρι θνατοῖσιν ἀπεχθής,
ἤδη γὰρ φράσδῃ πάνθ᾽ ἅλιον ἄμμι δεδύκειν;
Δάφνις κἠν Ἀίδα κακὸν ἔσσεται ἄλγος Ἔρωτι.
ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

105 ὡς λέγεται τὰν Κύπριν ὁ βουκόλος· ἕρπε ποτ᾽ Ἴδαν,
[ἕρπε ποτ᾽ Ἀγχίσαν· τηνεὶ δρύες ἠδὲ κύπειρος,
αἱ δὲ καλὸν βομβεῦντι ποτὶ σμάνεσσι μέλισσαι.
ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.]

ὡραῖος χὤδωνις ὁπεῖ καὶ μῆλα νομεύει.
110 [καὶ πτῶκας βάλλει καὶ θηρία πάντα διώκει.
ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.]
αὖτις ὅπως στασῇ Διομήδεος ἆσσον ἰοῖσα,
καὶ λέγε “τὸν βούταν νικῶ Δάφνιν, ἀλλὰ μάχευ μοι.”
ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

115 ὦ λύκοι, ὦ θῶες, ὦ ἀν᾽ ὤρεα φωλάδες ἄρκτοι,
χαίρεθ᾽· ὁ βουκόλος ὔμμιν ἐγὼ Δάφνις οὐκέτ᾽ ἀν᾽ ὕλαν,
οὐκέτ᾽ ἀνὰ δρυμώς, οὐκ ἄλσεα. χαῖρ᾽, Ἀρέθοισα,
καὶ ποταμοὶ τοὶ χεῖτε καλὸν κατὰ Θύβριδος ὕδωρ.
119 ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

123 ὦ Πὰν Πάν, εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ ὤρεα μακρὰ Λυκαίω,
εἴτε τύγ᾽ ἀμφιπολεῖς μέγα Μαίναλον, ἔνθ᾽ ἐπὶ νᾶσον
125 τὰν Σικελάν, Ἑλίκας δὲ λίπε ῥίον αἰπύ τε σᾶμα
τῆνο Λυκαονίδαο, τὸ καὶ μακάρεσσιν ἀγητόν.
λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.

ἔνθ᾽, ὦναξ, καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν
ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν·
130 ἦ γὰρ ἐγὼν ὑπ᾽ Ἔρωτος ἐς Ἅιδαν ἕλκομαι ἤδη,
120 Δάφνις ἐγὼν ὅδε τῆνος ὁ τὰς βόας ὧδε νομεύων,
121 Δάφνις ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων.
131 λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.

νῦν ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ ἄκανθαι,
ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύθοισι κομάσαι,
πάντα δ᾽ ἄναλλα γένοιτο, καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι,
135 Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει, καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι,
κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο.»
λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.


100Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη,
πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου·
λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια;
ε! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάει ο Δάφνις».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

«Σύρε να βρεις τον Άδωνι, τον όμορφο Άδωνί σου,
110σύρε στην Ίδη να τον βρεις που βόσκει το κοπάδι.
Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη
λέγοντας πώς ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

115«Λύκοι, τσακάλια, αφήνω γεια, κι αφήνω γεια και πάλι,
αρκούδες που φωλιάζετε μες σε σπηλιές βουνήσιες·
ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θα ᾽ναι πια σε λόγγους,
δε θα ᾽ναι σε λαγκάδια πια, δε θα ᾽ναι πια σε δάση.
Αρέθουσα, σ᾽ αφήνω γεια, κι αφήνω γεια, ποτάμια».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.

«Ω Πάν, είτε στ᾽ ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
125παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ᾽ ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη, εκεί, παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κι οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κι έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
119Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ᾽ αγροτικό τραγούδι.

123«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
που ᾽ν᾽ όμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
130γιατί απ᾽ τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
121ο Δάφνις που τα βόδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
122που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
131Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ᾽ αγροτικό τραγούδι.

«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες
και συ, ζιμπούλι, στόλισε τ᾽ αγκαθωτά βοτάνια,
οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ᾽ αχλάδια,
135τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλους
και τώρα οι κούκοι ας κελαηδούν τ᾽ αηδόνια να σωπαίνουν
κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μια που πεθαίνει ο Δάφνις».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ᾽ αγροτικό τραγούδι.