Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (16.1-16.21)


16. ΧΑΡΙΤΕΣ Ἢ ΙΕΡΩΝ


Αἰεὶ τοῦτο Διὸς κούραις μέλει, αἰὲν ἀοιδοῖς,
ὑμνεῖν ἀθανάτους, ὑμνεῖν ἀγαθῶν κλέα ἀνδρῶν.
Μοῖσαι μὲν θεαὶ ἐντί, θεοὺς θεαὶ ἀείδοντι·
ἄμμες δὲ βροτοὶ οἵδε, βροτοὺς βροτοὶ ἀείδωμεν.
5Τίς γὰρ τῶν ὁπόσοι γλαυκὰν ναίουσιν ὑπ᾽ ἠῶ
ἡμετέρας Χάριτας πετάσας ὑποδέξεται οἴκῳ
ἀσπασίως, οὐδ᾽ αὖθις ἀδωρήτους ἀποπέμψει;
αἳ δὲ σκυζόμεναι γυμνοῖς ποσὶν οἴκαδ᾽ ἴασι,
πολλά με τωθάζοισαι, ὅτ᾽ ἀλιθίην ὁδὸν ἦλθον,
10 ὀκνηραὶ δὲ πάλιν κενεᾶς ἐν πυθμένι χηλοῦ
ψυχροῖς ἐν γονάτεσσι κάρη μίμνοντι βαλοῖσαι,
ἔνθ᾽ αἰεί σφισιν ἕδρη, ἐπὴν ἄπρακτοι ἵκωνται.
τίς τῶν νῦν τοιόσδε; τίς εὖ εἰπόντα φιλήσει;
οὐκ οἶδ᾽· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄνδρες ἐπ᾽ ἔργμασιν ὡς πάρος ἐσθλοῖς
15 αἰνεῖσθαι σπεύδοντι, νενίκηνται δ᾽ ὑπὸ κερδέων.
πᾶς δ᾽ ὑπὸ κόλπου χεῖρας ἔχων πόθεν οἴσεται ἀθρεῖ
ἄργυρον, οὐδέ κεν ἰὸν ἀποτρίψας τινὶ δοίη,
ἀλλ᾽ εὐθὺς μυθεῖται· «ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα·
αὐτῷ μοί τι γένοιτο. θεοὶ τιμῶσιν ἀοιδούς.
20 τίς δέ κεν ἄλλου ἀκούσαι; ἅλις πάντεσσιν Ὅμηρος.
οὗτος ἀοιδῶν λῷστος, ὃς ἐξ ἐμεῦ οἴσεται οὐδέν.»


16. ΧΑΡΙΤΕΣ Ή ΙΕΡΩΝ


Πάντοτ᾽ οι κόρες του Διός υμνούν τους αθανάτους
και πάντα υμνούν οι ποιηταί τη δόξα των ηρώων.
Θεές οι Μούσες, τους θεούς να τραγουδούνε πρέπει,
άνθρωποι εμείς και πρέπει μας να τραγουδούμε ανθρώπους.
5Μα ποιός απ᾽ όσους κατοικούν κάτω απ᾽ το φως του ήλιου
τις χάριτές μας δέχεται μ᾽ ολάνοιχτες αγκάλες
και δεν τις αποδιώχνει ευθύς δίχως κανένα δώρο;
Κι αυτές με φρύδια σουφρωτά και με γυμνά τα πόδια
ξαναγυρίζουν σπίτι μας και μας παραπονιούνται
πως άδικα τις στείλαμε να κάνουν τόσο δρόμο.
Κι όταν ξαναγυρίζουνε δίχως κανένα κέρδος,
10κρύβονται πάλιν οκνηρές μες στ᾽ αδειανό κουτί των
και στα ψυχρά των γόνατα στηρίζουν το κεφάλι.
Ποιός είν᾽ εκείνος σήμερα ο τόσο ανοιχτοχέρης
που θα δεχθεί τους ύμνους μας και θα μας δείξει αγάπη;
Δεν ξέρω· οι άντρες σήμερα δε λαχταρούν επαίνους
γι᾽ ανδραγαθίες κι αρετές, όπως στα πρώτα χρόνια,
15μα νοιάζονται και κόβονται χρήματα να κερδίσουν.
Καθένας με τα χέρια του στον κόρφο του χωμένα
κοιτάζει ολόγυρα να δει πούθε το χρήμα θά ᾽ρθει
και μήτε τ᾽ αποτρίμματα στέργει να δώσει σ᾽ άλλους,
και λέει: «καθένας μας εδώ κοιτάει τον εαυτό του
κι εγώ κοιτάζω όσο μπορώ πιότερα ν᾽ αποκτήσω·
πάντα φροντίζουν οι θεοί για τους τραγουδιστάδες.
20Κι έπειτα, ποιόν ν᾽ ακούσομε; Ο Όμηρος φθάνει για όλους.
Για μένα πιο καλός αυτός, που χρήμα δε μου παίρνει.»