Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (15.1-15.25)


15. ΣΥΡΑΚΟΣΙΑΙ Ἢ ΑΔΩΝΙΑΖΟΥΣΑΙ


ΓΟΡΓΩ
Ἔνδοι Πραξινόα; ΠΡΑΞΙΝΟΑ. Γοργὼ φίλα, ὡς χρόνῳ. ἔνδοι.
θαῦμ᾽ ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. ὅρη δρίφον, Εὐνόα, αὐτᾷ·
ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον. ΓΟ. ἔχει κάλλιστα. ΠΡ. καθίζευ.
ΓΟ. ὢ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς· μόλις ὔμμιν ἐσώθην,
5 Πραξινόα, πολλῶ μὲν ὄχλω, πολλῶν δὲ τεθρίππων·
παντᾷ κρηπῖδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·
ἁ δ᾽ ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ᾽ ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς.
ΠΡ. ταῦθ᾽ ὁ πάραρος τῆνος· ἐπ᾽ ἔσχατα γᾶς ἔλαβ᾽ ἐνθών
ἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες
10 ἀλλάλαις, ποτ᾽ ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος.
ΓΟ. μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δίνωνα τοιαῦτα
τῶ μικκῶ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.
θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφῦν.
ΠΡ. αἰσθάνεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν. ―καλὸς ἀπφῦς.
15 ἀπφῦς μὰν τῆνός γα πρόαν—λέγομες δὲ πρόαν θην
βάντα νίτρον καὶ φῦκος ἀπὸ σκανᾶς ἀγοράσδειν—
ἦνθε φέρων ἅλας ἄμμιν, ἀνὴρ τρισκαιδεκάπαχυς.
ΓΟ. χὠμὸς ταυτᾷ ἔχει· φθόρος ἀργυρίω Διοκλείδας·
ἑπταδράχμως κυνάδας, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν,
20 πέντε πόκως ἔλαβ᾽ ἐχθές, ἅπαν ῥύπον, ἔργον ἐπ᾽ ἔργῳ.
ἀλλ᾽ ἴθι, τὠμπέχονον καὶ τὰν περονατρίδα λάζευ.
βᾶμες τῶ βασιλῆος ἐς ἀφνειῶ Πτολεμαίω
θασόμεναι τὸν Ἄδωνιν· ἀκούω χρῆμα καλόν τι
κοσμεῖν τὰν βασίλισσαν. ΠΡ. ἐν ὀλβίῳ ὄλβια πάντα.
25 ἠνίδ᾽ ἐγών· εἴπαις κεν ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ ἰδόντι.


15. ΣΥΡΑΚΟΣΙΑΙ Ή ΑΔΩΝΙΑΖΟΥΣΑΙ


ΓΟΡΓΩ
Εδώ είν᾽ η Πραξινόη; ΠΡΑΞΙΝΟΗ. Εδώ. Πολύν καιρό είχες να ᾽ρθεις.
Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη,
και βάλε και προσκέφαλο. ΓΟΡ. Ωραία! ΠΡΑ. Κάθισε τώρα.
ΓΟΡ. Τί τράβηξα ώσπου νά ᾽ρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω.
5Τί κόσμος και τί άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες·
όπου κι αν στρέψεις για να δεις, παντού χλαμύδες βλέπεις.
Κι ο δρόμος είν᾽ ατελείωτος και το δικό σου σπίτι
ώρες μακριά απ᾽ το σπίτι μου. ΠΡΑ. Έτσ᾽ ήθελε ο τρελός μου
εδώ στα πέρατα της γης να ᾽ρθει φωλιά να πιάσει,
γιατί δεν είναι σπίτι αυτό· κι αυτό, μόνο και μόνο
για να μην είμαστε κοντά στη γειτονιά την ίδια.
10Πάντα του τέτοιος, φθονερός, παράξενος, γρινιάρης.
ΓΟΡ. Δεν πρέπει για τον άντρα σου να λες αυτά τα λόγια
μπρος στο μικρό. Για κοίταξε, καλέ, πώς σε κοιτάζει.
Έννοια σου, Ζωπυρίων μου, δεν λέει για τον παπάκη.
ΠΡΑ. Πώς νιώθει, αλήθεια το μικρό! —Καλός είν᾽ ο παπάκης.
15Εκείνος ο κρεμανταλάς (ας λέμε πάντα εκείνος)
πήγε να πάρει κάποτε σαπούνι και φκιασίδι,
κι ενώ ξεκίνησε γι᾽ αυτά, μου γύρισε μ᾽ αλάτι.
ΓΟΡ. Ίδιος είναι κι ο άντρας μου ο Διοκλείδης, ίδιος·
άδικα και παράλογα τα χρήματα ξοδεύει.
Πέταξ᾽ εχθές εφτά δραχμές τάχα μαλλί να πάρει
κι αγόρασε μαδήματα βρώμικα και σκυλίσια
20και πέντε στοίβες έφερε. Μα σήκω τώρα πάμε·
πάρε το πανωφόρι σου και τ᾽ απαλό σου πέπλο
και στο παλάτι ας τρέξομε του πλούσιου Πτολεμαίου,
να δούμ᾽ εκεί τον Άδωνι. Λένε πώς πανηγύρι
μεγάλο η βασίλισσα γι᾽ αυτόν έχει ετοιμάσει.
ΠΡΑ. Ο πλούσιος όλα πλούσια τα κάνει. Τί χαρά μου!
25Θα ᾽χω να λέω ένα σωρό σ᾽ αυτούς που δε θα πάνε.