Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (6.24-6.65)

οὔπω τὰν Κνιδίαν, ἔτι Δώτιον ἱρὸν ἔναιον.
25 τεῖδ᾽ αὐτᾷ καλὸν ἄλσος ἐποιήσαντο Πελασγοί,
δένδρεσιν ἀμφιλαφές· διά κεν μόλις ἦνθεν ὀιστός·
ἐν πίτυς, ἐν μεγάλαι πτελέαι ἔσαν, ἐν δὲ καὶ ὄχναι,
ἐν δὲ καλὰ γλυκύμαλα· τὸ δ᾽ ὥστ᾽ ἀλέκτρινον ὕδωρ
ἐξ ἀμαρᾶν ἀνέθυε· θεὰ δ᾽ ἐπεμαίνετο χώρῳ
30 ὅσσον Ἐλευσῖνι, Τριοπᾷ θ᾽ ὅσον ὁκκόσον Ἔννᾳ.
ἀλλ᾽ ὅκα Τριοπίδαισιν ὁ δεξιὸς ἄχθετο δαίμων,
τουτάκις ἁ χείρων Ἐρυσίχθονος ἅψατο βωλά.
σεύατ᾽ ἔχων θεράποντας ἐείκοσι, πάντας ἐν ἀκμᾷ,
πάντας δ᾽ ἀνδρογίγαντας, ὅλαν πόλιν ἀρκίος ἆραι,
35 ἀμφότερον πελέκεσσι καὶ ἀξίναισιν ὁπλίσσας·
ἐς δὲ τὸ τᾶς Δάματρος ἀναιδέες ἔδραμον ἄλσος.
ἦς δέ τις αἴγειρος, μέγα δένδρεον αἰθέρι κῦρον,
τῷ ἔπι ταὶ νύμφαι ποτὶ τὤνδιον ἑψιόωντο·
ἃ πράτα πλαγεῖσα κακὸν μέλος ἴαχεν ἄλλαις.
40 ᾄσθετο Δαμάτηρ, ὅτι οἱ ξύλον ἱερὸν ἀλγεῖ,
εἶπε δὲ χωσαμένα· «τίς μοι καλὰ δένδρεα κόπτει;»
αὐτίκα Νικίππᾳ, τάν οἱ πόλις ἀράτειραν
δαμοσίαν ἔστασαν, ἐείσατο· γέντο δὲ χειρί
στέμματα καὶ μάκωνα, κατωμαδίαν δ᾽ ἔχε κλαῖδα.
45 φᾶ δὲ παραψύχοισα κακὸν καὶ ἀναιδέα φῶτα·
«τέκνον, ὅτις τὰ θεοῖσιν ἀνειμένα δένδρεα κόπτεις,
τέκνον ἐλίνυσον, τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι,
παύεο καὶ θεράποντας ἀπότρεπε, μή τι χαλεφθῇ
πότνια Δαμάτηρ, τᾶς ἱερὸν ἐκκεραΐζεις.»
50 τὰν δ᾽ ἄρ᾽ ὑποβλέψας χαλεπώτερον ἠὲ κυναγόν
ὤρεσιν ἐν Τμαρίοισιν ὑποβλέπει ἄνδρα λέαινα
ὠμοτόκος, τᾶς φαντὶ πέλειν βλοσυρώτατον ὄμμα·
«χάζευ, ἔφα, μή τοι πέλεκυν μέγαν ἐν χροῒ πάξω.
ταῦτα δ᾽ ἐμὸν θησεῖ στεγανὸν δόμον, ᾧ ἔνι δαῖτας
55 αἰὲν ἐμοῖς ἑτάροισιν ἄδην θυμαρέας ἀξῶ.»
εἶπεν ὁ παῖς, Νέμεσις δὲ κακὰν ἐγράψατο φωνάν.
Δαμάτηρ δ᾽ ἄφατόν τι κοτέσσατο, γείνατο δ᾽ ἁ θεύς·
ἴθματα μὲν χέρσω, κεφαλὰ δέ οἱ ἅψατ᾽ Ὀλύμπω.
οἳ μὲν ἄρ᾽ ἡμιθνῆτες, ἐπεὶ τὰν πότνιαν εἶδον,
60 ἐξαπίνας ἀπόρουσαν ἐνὶ δρυσὶ χαλκὸν ἀφέντες.
ἃ δ᾽ ἄλλως μὲν ἔασεν, ἀναγκαίᾳ γὰρ ἕποντο
δεσποτικὰν ὑπὸ χεῖρα, βαρὺν δ᾽ ἀπαμείψατ᾽ ἄνακτα·
«ναὶ ναί, τεύχεο δῶμα, κύον κύον, ᾧ ἔνι δαῖτας
ποιησεῖς· θαμιναὶ γὰρ ἐς ὕστερον εἰλαπίναι τοι.»
65 ἃ μὲν τόσσ᾽ εἰποῖσ᾽ Ἐρυσίχθονι τεῦχε πονηρά.

Στην Κνιδία όχι ακόμα, μα στο ιερό το Δώτιο ήδη κατοικούσαν,
25όταν για σένα άλσος έφκιαξαν καλό οι Πελασγοί,
πυκνόδεντρο, που ανάμεσά του μόλις θα περνούσε βέλος.
Πεύκα σε τούτο ήτανε, φτελιές μεγάλες και αγριαπιδιές
κι ωραία γλυκόμηλα. Νερό κεχριμπαρένιο
ανάβλυζε από τις πηγές. Κι ευφραίνονταν στο χώρο τούτο η θεά,
30όπως και στην Ελευσίνα, στον Τριόπα και στην Έννα.
Μα όταν η ευπρέπεια χάθηκεν από τους Τριοπίδες,
τότες ο Ερυσίχθονας βουλήθη τα χειρότερα.
Είκοσι παίρνοντας βοηθούς και όλους στην ακμή τους,
όλους τους γιγαντόκορμους, να ξεπατώσουν αρκετούς ακέρια πόλη,
35μ᾽ αυτά τα δυο τούς όπλισε: πελέκια και αξίνες,
και δράμανε μ᾽ αναίδεια στης Δήμητρας το άλσος.
Ήταν εκεί και κάποια λεύκα δέντρο μέγα που άγγιζε τα αιθέρια
όπου και τέρπονταν τα μεσημέρια οι νύμφες.
Κι όπως πρωτοπληγώθηκεν αυτή, πόνου κραυγήν αφήνει και στις άλλες.
40Η Δήμητρα αιστάνθηκε ότι πονάει το ιερό το δέντρο
κι είπε οργισμένη: «Ποιός μου κόβει τα καλά δέντρα;»
Έλαβε αμέσως της Νικίππης τη μορφή, που ιέρεια οι πολίτες
δημόσια την ορίσανε, κι αφού πήρε στα χέρια
στεφάνια, παπαρούνες και στον ώμο κρέμασε κλειδί,
45είπε, να μαλακώσει τον κακό κι αναίσχυντο άντρα:
«Παιδί μου, που τα δέντρα κόβεις τ᾽ αφιερωμένα στους θεούς,
παιδί μου ησύχασε, αγαπημένο τέκνο στους γονείς σου,
πάψε, και τους βοηθούς σου απότρεψε μην κι οργιστεί
η Δήμητρα η Σεβάσμια, τον ιερό της τόπο που ξεκάνεις».
50Τότες εκείνος αγριοκοιτάζοντας, όπως τον κυνηγό
στα Τμάρια όρη αγριοκοιτάζει λιονταρίνα
που μόλις ξελεχώνεψε, κι έχει, όπως λένε, βλοσυρό το βλέμμα,
«φύγε, της είπε, μη σου μπήξω το μεγάλο μου πελέκι στο κορμί.
Μ᾽ αυτά τα ξύλα ωραία θα φκιάσω στέγη του σπιτιού μου, όπου τραπέζια
55πλούσια για τους συντρόφους μου κι ευχάριστα θα παραθέτω».
Ετούτα είπε το παιδί και η Νέμεση σημείωσε την ύβρη.
Η θεά εξοργίστηκε πολύ, τη θεϊκή μορφή της πάλι παίρνοντας.
Τα πόδια της στη γη, μα η κεφαλή της άγγιζε τον Όλυμπο.
Κι εκείνοι μισοπεθαμένοι από το φόβο όταν είδανε τη Σεβαστή,
60απότομα αρατίστηκαν, στους δρυς τα χάλκινά τους παρατώντας σύνεργα.
Τους άλλους άφησε η θεά να φύγουν, αφού απ᾽ ανάγκη τον ακολουθούσαν,
γιατί ήταν υποτακτικοί του, όμως έτσι μίλησε στον ασεβή αρχηγό τους:
«Ναι, ναι! τη στέγη φκιάξε σκυλομούρη, όπου τραπέζια
θα κάνεις. Θα ᾽ναι αργότερα συχνές οι ευωχίες σου».
65Αυτά είπε εκείνη, όμως βάσανα τρανά στον Ερυσίχθονα μαγείρεψε.