Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (5.57-5.92)

παῖδες, Ἀθαναία νύμφαν μίαν ἔν ποκα Θήβαις
πουλύ τι καὶ πέρι δὴ φίλατο τᾶν ἑταρᾶν,
ματέρα Τειρεσίαο, καὶ οὔποκα χωρὶς ἔγεντο·
60ἀλλὰ καὶ ἀρχαίων εὖτ᾽ ἐπὶ Θεσπιέων
63 ἢ ᾽πὶ Κορωνείας, ἵνα οἱ τεθυωμένον ἄλσος
64καὶ βωμοὶ ποταμῷ κεῖντ᾽ ἐπὶ Κουραλίῳ,
61 ἢ ᾽πὶ Κορωνείας, ἢ εἰς Ἁλίαρτον ἐλαύνοι
62ἵππως, Βοιωτῶν ἔργα διερχομένα,
65 πολλάκις ἁ δαίμων νιν ἑῶ ἐπεβάσατο δίφρω·
οὐδ᾽ ὄαροι νυμφᾶν, οὐδὲ χοροστασίαι
ἁδεῖαι τελέθεσκον, ὅκ᾽ οὐχ ἁγεῖτο Χαρικλώ.
ἀλλ᾽ ἔτι καὶ τήναν δάκρυα πόλλ᾽ ἔμενε,
καίπερ Ἀθαναίᾳ καταθύμιον ἔσσαν ἑταίραν.
70δή ποκα γὰρ πέπλων λυσαμένα περόνας
ἵππω ἐπὶ κράνᾳ Ἑλικωνίδι καλὰ ῥεοίσᾳ
λῶντο· μεσαμβρινὰ δ᾽ εἶχ᾽ ὄρος ἁσυχία.
ἀμφότεραι λώοντο, μεσαμβριναὶ δ᾽ ἔσαν ὧραι,
πολλὰ δ᾽ ἁσυχία τῆνο κατεῖχεν ὄρος.
75 Τειρεσίας δ᾽ ἔτι μῶνος ἁμᾶ κυσὶν ἄρτι γένεια
περκάζων ἱερὸν χῶρον ἀνεστρέφετο·
διψάσας δ᾽ ἄφατόν τι ποτὶ ῥόον ἤλυθε κράνας,
σχέτλιος· οὐκ ἐθέλων δ᾽ εἶδε τὰ μὴ θεμιτά.
τὸν δὲ χολωσαμένα περ ὅμως προσέφασεν Ἀθάνα·
80«τίς σε, τὸν ὀφθαλμὼς οὐκέτ᾽ ἀποισόμενον,
ὦ Εὐηρείδα, χαλεπὰν ὁδὸν ἄγαγε δαίμων;»
ἁ μὲν ἔφα, παιδὸς δ᾽ ὄμματα νὺξ ἔλαβεν.
†ἐστάθη δ᾽ ἄφθογγος, ἐκόλλασαν γὰρ ἀνῖαι
γώνατα καὶ φωνὰν ἔσχεν ἀμαχανία.
85 ἁ νύμφα δ᾽ ἐβόασε· «τί μοι τὸν κῶρον ἔρεξας
πότνια; τοιαῦται, δαίμονες, ἐστὲ φίλαι;
ὄμματά μοι τῶ παιδὸς ἀφείλεο. τέκνον ἄλαστε,
εἶδες Ἀθαναίας στήθεα καὶ λαγόνας,
ἀλλ᾽ οὐκ ἀέλιον πάλιν ὄψεαι. ὢ ἐμὲ δειλάν,
90ὢ ὄρος, ὢ Ἑλικὼν οὐκέτι μοι παριτέ,
ἦ μεγάλ᾽ ἀντ᾽ ὀλίγων ἐπράξαο· δόρκας ὀλέσσας
καὶ πρόκας οὐ πολλὰς φάεα παιδὸς ἔχεις.»

Παιδιά μου, η Αθηνά μια νύμφη κάποτε στη Θήβα
περσότερο αγαπούσε απ᾽ όλες τις συντρόφισσές της,
του Τειρεσία τη μάνα, κι ήτανε αχώριστες.
60Και στις αρχαίες Θεσπιές σαν πήγαινε
63ή στην Κορώνεια, που ευωδιασμένον άλσος της υπήρχε
64και οι βωμοί της ήταν δίπλα στον Κουράλιο ποταμό,
61ή κατά την Κορώνεια ή την Αλίαρτο οδηγούσε
62τους ίππους της, διαβαίνοντας από τα κτήματα των Βοιωτών
65πολλές φορές τη νύμφη ανέβαζε η θεά στο δίφρο της.
Κι ούτε οι παρέες των νυμφών, ούτε οι χοροί τους
της άρεσαν αν δεν τους οδηγούσε η Χαρικλώ.
Μα και σ᾽ αυτή μελλόταν δάκρυα πολλά να χύσει,
κι ας ήταν η αγαπημένη σύντροφος της Αθηνάς.
70Μια μέρα τις περόνες έλυσαν των πέπλων τους
και στο τρεχούμενο της Ιπποκρήνης καθαρό νερό στον Ελικώνα
λούζονταν. Στο βουνό μεσημβρινή γαλήνη.
Κι οι δυο τους λούζονταν κι ήταν η ώρα του μεσημεριού,
και πολλή απλωνόταν ησυχία στο βουνό εκείνο.
75Πρωτόχνουδος ο Τειρεσίας, μόνο με τους σκύλους του
στον ιερό το χώρο περπατούσε.
Κι ως δίψασε πολύ, πήγε προς το τρεχούμενο νερό της κρήνης,
ο δύστυχος, κι αθέλητά του είδε όσα δεν έπρεπε.
Αν και του χόλιασε πολύ η Αθηνά, όμως του είπε:
80«Ποιός δαίμονας, εσένα που στο γυρισμό τα μάτια σου δεν θα ᾽χεις πια,
γιε του Ευήρη, στην οδό τούτη σ᾽ οδήγησε τη φοβερή;»
Αυτά σαν είπε, του παιδιού νυχτώθηκαν τα μάτια.
Στάθηκε αμίλητο και κόλλησαν από τη θλίψη
τα γόνατά του, και η αμηχανία τού πήρε τη φωνή.
85Η νύμφη τότε φώναξε: «Τί του ᾽κανες του γιου μου
ω σεβαστή; Τέτοιες είσαστε φίλες μας σεις οι θεές;
Πήρες το φως του γιου μου. Άραχλο τέκνο μου,
τα στήθη είδες της Αθηνάς και τα λαγόνια,
όμως τον ήλιο δεν θα ξαναδείς. Ωιμέ τη δύστυχη.
90Ω βουνό, ω Ελικώνα που δεν θα σε ξαναπατήσω,
για τα λίγα που ᾽δωσες πήρες πολλά. Λίγα ζαρκάδια
αν έχασες κι ελάφια, όμως τα μάτια του παιδιού μου κράτησες».