Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Σαμία (249-282)


. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ]α καὶ
250 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . γεγο]νέναι.»
. . . . . . . . . . . . . ]καὶ θεραπαινιδίῳ τινὶ
ἔξωθεν εἰστρέχοντι, «λούσατ᾽, ὦ τάλαν,
τὸ παιδίον» φησίν, «τί τοῦτ᾽; ἐν τοῖς γάμοις
τοῖς τοῦ πατρὸς τὸν μικρὸν οὐ θεραπεύετε;»
255 εὐθὺς δ᾽ ἐκείνη· «δύσμορ᾽, ἡλίκον λαλεῖς»,
φήσ᾽, «ἔνδον ἐστὶν αὐτός.» «οὐ δήπου γε· ποῦ;»
«ἐν τῶι ταμιείῳ», καὶ παρεξήλλαξέ τι,
«αὐτὴ καλεῖ, τίτθη, σε» καὶ «βάδιζε καὶ
σπεῦδ᾽, οὐκ ἀκήκο᾽ οὐδέν· εὐτυχέστατα.»
260 εἰποῦσ᾽ ἐκείνη δ᾽ «ὦ τάλαινα τῆς ἐμῆς
λαλιᾶς», ἀπῇξεν ἐκποδών, οὐκ οἶδ᾽ ὅποι.
κἀγὼ προῄειν τοῦτον ὅνπερ ἐνθάδε
τρόπον ἀρτίως ἐξῆλθον, ἡσυχῇ πάνυ,
ὡς οὔτ᾽ ἀκούσας οὐδὲν οὔτ᾽ ᾐσθημένος.
265 αὐτὴν δ᾽ ἔχουσαν αὐτὸ τὴν Σαμίαν ὁρῶ
ἔξω διδοῦσαν τιτθίον παριὼν ἅμα.
ὥσθ᾽ ὅτι μὲν αὐτῆς ἐστι τοῦτο γνώριμον
εἶναι, πατρὸς δ᾽ ὅτου ποτ᾽ ἐστίν, εἴτ᾽ ἐμὸν
εἴτ᾽ — οὐ λέγω δ᾽, ἄνδρες, πρὸς ὑμᾶς τοῦτ᾽ ἐγώ,
270 οὐχ ὑπονοῶ, τὸ πρᾶγμα δ᾽ εἰς μέσον φέρω
ἅ τ᾽ ἀκήκο᾽ αὐτός, οὐκ ἀγανακτῶν οὐδέπω.
σύνοιδα γὰρ τῷ μειρακίῳ, νὴ τοὺς θεούς,
καὶ κοσμίῳ τὸν πρότερον ὄντι χρόνον ἀεὶ
καὶ περὶ ἔμ᾽ ὡς ἔνεστιν εὐσεβεστάτῳ.
275 πάλιν δ᾽, ἐπειδὰν τὴν λέγουσαν καταμάθω
τίτθην ἐκείνου πρῶτον οὖσαν, εἶτ᾽ ἐμοῦ
λάθρᾳ λέγουσαν, εἶτ᾽ ἀποβλέψω πάλιν
εἰς τὴν ἀγαπῶσαν αὐτὸ καὶ βεβιασμένην
ἐμοῦ τρέφειν ἄκοντος, ἐξέστηχ᾽ ὅλως.
280 ἀλλ᾽ εἰς καλὸν γὰρ τουτονὶ προσιόνθ᾽ ὁρῶ
τὸν Παρμένοντ᾽ ἐκ τῆς ἀγορᾶς· ἐατέον
αὐτὸν παραγαγεῖν ἐστι τούτους οὓς ἄγει.


250και σ᾽ ένα κορίτσι του σπιτιού που έμπαινε
τρέχοντας, «λούστε καλέ, το παιδί» λέει,
«τί πράγματ᾽ είν᾽ αυτά; Στου πατέρα του
τον γάμο παραμελείτε το μωρό;»
255Και τότε η άλλη «καημένη, τί φωνάζεις έτσι;»
της λέει, «ο κύριος είναι μέσα». «Όχι βέβαια·
πού;» «Στην αποθήκη». Και αλλάζοντας τον τόνο
της φωνής της «η κυρία σε ζητά, παραμάνα»
και «φύγε γρήγορα, δεν άκουσε, ευτυχώς,
τίποτε». Η γριά έγινε άφαντη λέγοντας
260«δυστυχία μου, η φλυαρία μου».
Κι εγώ έφυγα από το σπίτι ήσυχα ήσυχα,
όπως βγήκα εδώ πριν από λίγο,
σαν να μην είχα ακούσει τίποτε
ούτε καταλάβει. Βγαίνοντας όμως έξω
265βλέπω την ίδια τη Σαμιώτισσα με το παιδί
στην αγκαλιά, να του δίνει το στήθος της.
Ώστε το ξέρουμε ότι είναι δικό της· αλλά
ποιού πατέρα; Δικό μου ή — δεν το
ξεστομίζω, θεατές, σε σας, ούτε το υποθέτω·
270απλώς ανακοινώνω το συμβάν κι όσα
ο ίδιος άκουσα, χωρίς να εκφράζω ακόμη
αγανάκτηση. Γιατί είμαι βέβαιος,
μα τους θεούς, ότι ο νέος ήταν ως τώρα
πάντοτε φρόνιμος και με σεβόταν
όσο γινόταν περισσότερο. Αλλά πάλι όταν
σκεφτώ αυτήν που άκουσα, ότι παλιά
275ήταν παραμάνα του, έπειτα ότι μιλούσε
κρυφά από μένα, έπειτα προσέξω πάλι
αυτήν που το αγαπά και που παρά τη θέλησή μου
το ανατρέφει με το έτσι θέλω, βγαίνω
από τα ρούχα μου. Αλλά πάνω στην ώρα
βλέπω αυτόν εδώ τον Παρμένοντα
280να φτάνει από την αγορά. Ας τον αφήσω
να οδηγήσει μέσα αυτούς που φέρνει.