ΝΙΚ. Παλιάνθρωπε, χειρότερε απ᾽ όλους. Μόλις αρχίζω
να υποψιάζομαι το ανοσιούργημα που έγινε.
ΜΟΣ. Εμένα ήρθε το τέλος μου. ΔΗΜ. Καταλαβαίνεις τώρα, Νικήρατε;
495ΝΙΚ. Αν καταλαβαίνω; Ω, τί πράξη φρικτή! Ω, του Τηρέως
τις αιμομιξίες, και του Οιδίπου και του Θυέστου
και τα έργα των άλλων, όσα έγιναν, όσα έχουμε
ακούσει, τα έκανες ασήμαντα. ΜΟΣ. Εγώ; ΝΙΚ. Πώς τόλμησες
να το κάνεις εσύ αυτό; Πώς μπόρεσες; Δημέα,
έπρεπε τώρα εσύ να νιώσεις την οργή του Αμύντορος
500και να τον τυφλώσεις. ΔΗΜ. Εσύ φταις που αυτός τα ᾽μαθε όλα.
ΝΙΚ. Τί μπορεί εσένα να σε σταματήσει; Έπειτα εγώ
να σου δώσω την κόρη μου γυναίκα; Φτύνω
στον κόρφο μου, που λένε. Καλύτερα να έκανα
γαμπρό μου τον πιο αδέκαρο του κόσμου.
Δυστυχία χωρίς αμφιβολία. ΔΗΜ. Αυτά Νικήρατε, εγώ,
αν και αδικημένος, τα κρατούσα μυστικά. ΝΙΚ. Δημέα,
δεν είσαι άντρας. Αν αυτός ντρόπιαζε την κλίνη
τη δική μου, αυτό θα ήταν το τελευταίο έγκλημά του
καθώς και της συνενοχής του. Αυτήν αύριο,
πρώτη μου δουλειά, θα την πουλούσα και θ᾽ αποκλήρωνα
μαζί τον γιο μου. Έτσι που να μη μείνει ούτε
510κουρείο άδειο ούτε στοά, αλλά όλοι πρωί πρωί να κάθονται
να κουβεντιάζουν για μένα, πως ο Νικήρατος φέρθηκε
σαν άντρας κι αντιμετώπισε σωστά τον φόνο.
ΔΗΜ. Ποιό φόνο; ΝΙΚ. Εγώ θεωρώ φόνο τα τέτοια, που κάνει ένας επαναστάτης.
515ΜΟΣ. Έχω παγώσει και παραλύσει από τον φόβο. Μα τους θεούς.
ΝΙΚ. Αλλ᾽ εγώ, εκτός απ᾽ τα άλλα, δέχτηκα την κακούργα
μέσα στην κατοικία μου. ΔΗΜ. Νικήρατε, σε ικετεύω, να την διώξεις.
Πάρε το μέρος μου σαν γνήσιος φίλος. ΝΙΚ. Εγώ, που μόλις το ᾽μαθα
πάω να σκάσω; Τολμάς, βάρβαρε, να με κοιτάς
κατάματα; Δεν θα κάνεις πέρα να περάσω;
520ΜΟΣ. Πατέρα, για το όνομα των θεών, άκουσέ με. ΔΗΜ. Δεν θ᾽ ακούσω τίποτε.
ΜΟΣ. Τίποτε απ᾽ ό, τι νομίζεις δεν έγινε. Μόλις τώρα
κατάλαβα τις υποψίες σου. ΔΗΜ. Πώς τίποτε; ΜΟΣ. Δεν είναι
η Χρυσίς μητέρα του παιδιού που έχει τώρα. Εγώ
την παρακάλεσα να το παρουσιάσει σαν δικό της.
525ΔΗΜ. Τί λες; ΜΟΣ. Την αλήθεια. ΔΗΜ. Και γιατί σου έκανε αυτή τη χάρη;
ΜΟΣ. Δεν θέλω να το πω, αλλά έτσι γλιτώνω από χειρότερη
κατηγορία και δέχομαι μικρότερη, αν εσύ
καταλαβαίνεις καλά αυτό που έγινε. ΔΗΜ. Θα με πεθάνεις
ώσπου να μου το πεις. ΜΟΣ. Είναι της κόρης του Νικηράτου
από μένα. Αυτό εγώ ήθελα να κρύψω. ΔΗΜ. Τί λες;
530ΜΟΣ. Ό,τι ακριβώς έγινε. ΔΗΜ. Πρόσεξε μη με κοροϊδεύεις.
ΜΟΣ. Αλλά αυτό μπορείς να το ελέγξεις. Και τί θα κερδίσω
παραπάνω; ΔΗΜ. Τίποτε. Αλλά κάποιος βγαίνει. ΝΙΚ. Ω δυστυχία,
δυστυχία μου! Τί αντίκρισαν τα μάτια μου και βγαίνω
τρελός από τον αναπάντεχο πόνο, που μου πλήγωσε
535την καρδιά! ΔΗΜ. Τί θα πει άραγε; ΝΙΚ. Μόλις έπιασα την κόρη μου
μέσα να βυζαίνει το παιδί! ΔΗΜ. Ώστε αυτό ήταν. ΜΟΣ. Ακούς πατέρα;
ΔΗΜ. Είσαι αθώος, Μοσχίων· εγώ φταίω που σε υποψιάστηκα.
ΝΙΚ. Σε σένα, Δημέα, έρχομαι. ΜΟΣ. Εγώ να φεύγω από δω.
ΔΗΜ. Μη φοβάσαι. ΜΟΣ. Αυτόν πεθαίνω που τον βλέπω.
|