Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Σαμία (492-539)


ΝΙ. ὦ κάκιστ᾽ ἀνδρῶν ἁπάντων· ὑπονοεῖν γὰρ ἄρχομαι
τὴν τύχην καὶ τἀσέβημα τὸ γεγονὸς μόλις ποτέ.
ΜΟ. τέλος ἔχω τοίνυν ἐγώ. ΔΗ. νῦν αἰσθάνει, Νικήρατε;
495 (ΝΙ.) οὐ γάρ; ὢ πάνδεινον ἔργον· ὢ τὰ Τηρέως λέχη
Οἰδίπου καὶ Θυέστου καὶ τὰ τῶν ἄλλων, ὅσα
γεγον᾽ ὅσ᾽ ἡμῖν ἐστ᾽ ἀκοῦσαι, μικρὰ ποιήσας. (ΜΟ.) ἐγώ;
(ΝΙ.) τοῦτ᾽ ἐτόλμησας σὺ πρᾶξαι; τοῦτ᾽ ἔτλης; Ἀμύντορος
νῦν ἐχρῆν ὀργὴν λαβεῖν σε, Δημέα, καὶ τουτονὶ
500 ἐκτυφλῶσαι. (ΔΗ.) διά σε τούτῳ γέγονε πάν[τα κα]ταφανῆ.
(ΝΙ.) τίνος ἀπόσχοι᾽ ἂν σύ; ποῖον οὐκ ἂν[. . . . .].[
εἶτ᾽ ἐγώ σοι δῶ γυναῖκα τὴν ἐμαυτ[οῦ θυγατέρα;
πρότερον —εἰς κόλπον δέ φασι τὴν Ἀδ[ράστειαν σέβων—
ἐπὶ Διομνήστῳ γενοίμην νυμφίῳ [
505 ὁμολογουμένην ἀτυχίαν. (ΔΗ.) ταῦ[τ᾽ ἐγώ, Νικήρατε
ἠδικημένος κατεῖχον. (ΝΙ.) ἀνδράποδ[ον εἶ, Δημέα.
εἰ γὰρ ἐμὸν ᾔσ[χυνε λέ]κτρον, οὐκ ἂν εἰς ἄλλον ποτὲ
ὕβρισ᾽ οὐδ᾽ ἡ συγ[κλ]ιθεῖσα· παλλακὴν δ᾽ ἂν αὔριον
πρῶτος ἀνθρώπων ἐπώλουν, συναποκηρύττων ἅμα
510 ὑόν, ὥστε μηθ[ὲν εἶ]ναι μήτε κουρεῖον κενόν,
μὴ στοάν, κ[αθη]μένους δὲ πάντας ἐξ ἑωθινοῦ
περὶ ἐμοῦ λαλεῖν λέγοντας ὡς ἀνὴρ Νικήρατος
γέγον᾽ ἐπεξελθὼν δικαίως τῷ φόνῳ. (ΜΟ.) ποίῳ φόνῳ;
(ΝΙ.) φόνον ἐγὼ κρίνω τὰ τοιαῦθ᾽ ὅστις ἐπαναστὰς ποεῖ.
515ΜΟ. αὖός εἰμι καὶ πέπηγα τῷ κακῷ, νὴ τοὺς θεούς.
(ΝΙ.) ἀλλ᾽ ἐγὼ πρὸς τοῖσιν ἄλλοις τὴν τὰ δείν᾽ εἰργασμένην
εἰσεδεξάμην μελάθροις τοῖς ἐμοῖς. (ΔΗ.) Νικήρατε,
ἔκβαλ᾽, ἱκετεύω· συναδικοῦ γνησίως ὡς ἂν φίλος.
(ΝΙ.) ὃς διαρραγήσομ᾽ εἰδώς; ἐμβλέπεις μοι, βάρβαρε;
520 Θρᾷξ ἀληθῶς. οὐ παρήσεις; ΜΟ. πάτερ ἄκουσον, πρὸς θεῶν.
(ΔΗ.) οὐκ ἀκούσομ᾽ οὐθέν. (ΜΟ.) οὐδὲν ὧν, μὰ Δία, σὺ προσδοκᾷς
γέγονεν· ἄρτι γὰρ τὸ πρᾶγμα κατανοῶ. (ΔΗ.) πῶς οὐδὲ ἕν;
(ΜΟ.) οὐχὶ Χρυσίς ἐστι μήτηρ οὗ τρέφει νῦν παιδίου,
ἀλλ᾽ ἐμοὶ χαρίζεται τοῦθ᾽ ὁμολογοῦσ᾽ αὑτῆς. (ΔΗ.) τί φῄς;
525 (ΜΟ.) τὰς ἀληθείας. (ΔΗ.) διὰ τί δὲ τοῦτό σοι χαρίζεται;
(ΜΟ.) οὐχ ἑκὼν λέγω μέν, ἀλλὰ μείζον᾽ αἰτίαν φυγὼν
λαμβάνω μικράν, ἐὰν σὺ τὸ γεγονὸς πύθῃ σαφῶς.
(ΔΗ.) ἀλλ᾽ ἀποκτενεῖς πρὶν εἰπεῖν. (ΜΟ.) ἔστι τῆς Νικηράτου
θυγατρός, ἐξ ἐμοῦ. λαθεῖν δὲ τοῦτ᾽ ἐβουλόμην ἐγώ.
530 (ΔΗ.) πῶς λέγεις; (ΜΟ.) ὥσπερ πέπρακται. (ΔΗ.) μή με βουκολεῖς ὅρα.
(ΜΟ.) οὗ λαβεῖν ἔλεγχόν ἐστι; καὶ τί κερδανῶ πλέον;
(ΔΗ.) οὐθέν. ἀλλὰ τὴν θύραν τις— ΝΙ. ὦ τάλας ἐγώ, τάλας·
οἷον εἰσιδὼν θέαμα διὰ θυρῶν ἐπείγομαι
ἐμμανὴς ἀπροσδοκήτῳ καρδίαν πληγεὶς ἄχει.
535ΔΗ. τί ποτ᾽ ἐρεῖ; (ΝΙ.) τὴν θυγατέρ᾽ ‹ἄρτι› τὴν ἐμὴν τῷ παιδίῳ
τιτθίον διδοῦσαν ἔνδον κατέλαβον. (ΔΗ.) τοῦτ᾽ ἦν ἄρα.
ΜΟ. πάτερ, ἀκούεις; (ΔΗ.) οὐδὲν ἀδικεῖς Μοσχίων ‹μ᾽›· ἐγὼ δέ σε
ὑπονοῶν τοιαῦτα. (ΝΙ.) πρός σε, Δημέα, πορεύομαι.
ΜΟ. ἐκποδὼν ἄπειμι. (ΔΗ.) θάρρει. (ΜΟ.) τουτονὶ τέθνηχ᾽ ὁρῶν.


ΝΙΚ. Παλιάνθρωπε, χειρότερε απ᾽ όλους. Μόλις αρχίζω
να υποψιάζομαι το ανοσιούργημα που έγινε.
ΜΟΣ. Εμένα ήρθε το τέλος μου. ΔΗΜ. Καταλαβαίνεις τώρα, Νικήρατε;
495ΝΙΚ. Αν καταλαβαίνω; Ω, τί πράξη φρικτή! Ω, του Τηρέως
τις αιμομιξίες, και του Οιδίπου και του Θυέστου
και τα έργα των άλλων, όσα έγιναν, όσα έχουμε
ακούσει, τα έκανες ασήμαντα. ΜΟΣ. Εγώ; ΝΙΚ. Πώς τόλμησες
να το κάνεις εσύ αυτό; Πώς μπόρεσες; Δημέα,
έπρεπε τώρα εσύ να νιώσεις την οργή του Αμύντορος
500και να τον τυφλώσεις. ΔΗΜ. Εσύ φταις που αυτός τα ᾽μαθε όλα.
ΝΙΚ. Τί μπορεί εσένα να σε σταματήσει; Έπειτα εγώ
να σου δώσω την κόρη μου γυναίκα; Φτύνω
στον κόρφο μου, που λένε. Καλύτερα να έκανα
γαμπρό μου τον πιο αδέκαρο του κόσμου.
Δυστυχία χωρίς αμφιβολία. ΔΗΜ. Αυτά Νικήρατε, εγώ,
αν και αδικημένος, τα κρατούσα μυστικά. ΝΙΚ. Δημέα,
δεν είσαι άντρας. Αν αυτός ντρόπιαζε την κλίνη
τη δική μου, αυτό θα ήταν το τελευταίο έγκλημά του
καθώς και της συνενοχής του. Αυτήν αύριο,
πρώτη μου δουλειά, θα την πουλούσα και θ᾽ αποκλήρωνα
μαζί τον γιο μου. Έτσι που να μη μείνει ούτε
510κουρείο άδειο ούτε στοά, αλλά όλοι πρωί πρωί να κάθονται
να κουβεντιάζουν για μένα, πως ο Νικήρατος φέρθηκε
σαν άντρας κι αντιμετώπισε σωστά τον φόνο.
ΔΗΜ. Ποιό φόνο; ΝΙΚ. Εγώ θεωρώ φόνο τα τέτοια, που κάνει ένας επαναστάτης.
515ΜΟΣ. Έχω παγώσει και παραλύσει από τον φόβο. Μα τους θεούς.
ΝΙΚ. Αλλ᾽ εγώ, εκτός απ᾽ τα άλλα, δέχτηκα την κακούργα
μέσα στην κατοικία μου. ΔΗΜ. Νικήρατε, σε ικετεύω, να την διώξεις.
Πάρε το μέρος μου σαν γνήσιος φίλος. ΝΙΚ. Εγώ, που μόλις το ᾽μαθα
πάω να σκάσω; Τολμάς, βάρβαρε, να με κοιτάς
κατάματα; Δεν θα κάνεις πέρα να περάσω;
520ΜΟΣ. Πατέρα, για το όνομα των θεών, άκουσέ με. ΔΗΜ. Δεν θ᾽ ακούσω τίποτε.
ΜΟΣ. Τίποτε απ᾽ ό, τι νομίζεις δεν έγινε. Μόλις τώρα
κατάλαβα τις υποψίες σου. ΔΗΜ. Πώς τίποτε; ΜΟΣ. Δεν είναι
η Χρυσίς μητέρα του παιδιού που έχει τώρα. Εγώ
την παρακάλεσα να το παρουσιάσει σαν δικό της.
525ΔΗΜ. Τί λες; ΜΟΣ. Την αλήθεια. ΔΗΜ. Και γιατί σου έκανε αυτή τη χάρη;
ΜΟΣ. Δεν θέλω να το πω, αλλά έτσι γλιτώνω από χειρότερη
κατηγορία και δέχομαι μικρότερη, αν εσύ
καταλαβαίνεις καλά αυτό που έγινε. ΔΗΜ. Θα με πεθάνεις
ώσπου να μου το πεις. ΜΟΣ. Είναι της κόρης του Νικηράτου
από μένα. Αυτό εγώ ήθελα να κρύψω. ΔΗΜ. Τί λες;
530ΜΟΣ. Ό,τι ακριβώς έγινε. ΔΗΜ. Πρόσεξε μη με κοροϊδεύεις.
ΜΟΣ. Αλλά αυτό μπορείς να το ελέγξεις. Και τί θα κερδίσω
παραπάνω; ΔΗΜ. Τίποτε. Αλλά κάποιος βγαίνει. ΝΙΚ. Ω δυστυχία,
δυστυχία μου! Τί αντίκρισαν τα μάτια μου και βγαίνω
τρελός από τον αναπάντεχο πόνο, που μου πλήγωσε
535την καρδιά! ΔΗΜ. Τί θα πει άραγε; ΝΙΚ. Μόλις έπιασα την κόρη μου
μέσα να βυζαίνει το παιδί! ΔΗΜ. Ώστε αυτό ήταν. ΜΟΣ. Ακούς πατέρα;
ΔΗΜ. Είσαι αθώος, Μοσχίων· εγώ φταίω που σε υποψιάστηκα.
ΝΙΚ. Σε σένα, Δημέα, έρχομαι. ΜΟΣ. Εγώ να φεύγω από δω.
ΔΗΜ. Μη φοβάσαι. ΜΟΣ. Αυτόν πεθαίνω που τον βλέπω.