Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (546-573)


[ΓΕ.] τί τὸ κακόν; οἴει χεῖρας ἑξήκοντά με,
ἄνθρωπ᾽, ἔχειν; τοὺς ἄνθρακάς σοι ζωπυρῶ
. . . .]μαι, φέρω πλύνω κατατέμνω σπλάγχν᾽ ἅμα
μάττω περιφέρω τὰ [κεράμια, νὴ το]υτονί,
550 ὑπὸ τοῦ καπνοῦ τυφλὸς [γεγονὼ]ς τούτοις ὅλος.
ἄγειν δοκῶ μοι τὴν ἑορτήν. ΣΩ. παῖ Γέτα.
ΓΕ. ἐμὲ τίς; (ΣΩ.) ἐγώ. (ΓΕ.) σὺ δ᾽ εἶ τίς; (ΣΩ.) οὐχ ὁρᾷς; (ΓΕ.) ὁρῶ·
τρόφιμος. (ΣΩ.) τί ποιεῖτ᾽ ἐνθάδ᾽, εἰπέ μοι; (ΓΕ.) τί γάρ;
τεθύκαμεν ἄρτι καὶ παρασκευάζομεν
555 ἄριστον ὑμῖν. (ΣΩ.) ἐνθάδ᾽ ἡ μήτηρ; (ΓΕ.) πάλαι.
(ΣΩ.) ὁ πατὴρ δέ; (ΓΕ.) προσδοκῶμεν. ἀλλὰ πάραγε σύ.
(ΣΩ.) μικρὸν διαδραμών ‹γ᾽›. ἐνθαδὶ τρόπον τινὰ
γέγον᾽ οὐκ ἄκαιρος ἡ θυσία· παραλήψομαι
τὸ μειράκιον τουτὶ γάρ, ἐλθὼν ὡς ἔχω,
560 καὶ τὸν θεράποντ᾽ αὐτοῦ· κεκοινωνηκότες
ἱερῶν γὰρ εἰς τὰ λοιπὰ χρησιμώτεροι
ἡμῖν ἔσονται σύμμαχοι πρὸς τὸν γάμον.
(ΓΕ.) τί φῄς; ἐπ᾽ ἄριστόν τινας παραλαμβάνειν
μέλλεις πορευθείς; ἕνεκ᾽ ἐμοῦ τρισχίλιοι
565 γένοισθ᾽· ἐγὼ μὲν γὰρ πάλαι τοῦτ᾽ οἶδ᾽, ὅτι
οὐ γεύσομ᾽ οὐδενός· πόθεν γάρ; συνάγετε
πάντας. καλὸν γὰρ τεθύκαθ᾽ ἱερεῖον, πάνυ
ἄξιον ἰδεῖν. ἀλλὰ ‹τὰ› γύναια ταῦτά μοι
(ἔχει γὰρ ἀστείως) μεταδοίη γ᾽ ἄν τινος;
570 οὐδ᾽ ἄν, μὰ τὴν Δήμητρ᾽, ἁλὸς πικροῦ. (ΣΩ.) καλῶς
ἔσται, Γέτα, τὸ τήμερον — μαντεύσομαι
τοῦτ᾽ αὐτός, ὦ Πάν· ἀλλὰ μὴν προσεύχομαι
ἀεὶ παριών σοι — καὶ φιλανθρωπεύσομαι.


ΓΕΤ. Τί φρίκη! Εξήντα χέρια πρέπει να ᾽χω·
αυτό καταλαβαίνω. Εγώ για σένα
τα κάρβουνα συμπάω, μωρέ άνθρωπέ μου,
αλευρώνω, τα εντόσθια κομματιάζω,
ζυμώνω, κουβαλώ το ᾽να και τ᾽ άλλο,
550κι απ᾽ τον καπνό στραβός, παλεύω μόνος·
της γιορτής το γαϊδούρι εγώ ειμαι, λέω.
ΣΩΣ. Ε Γέτα! ΓΕΤ. Εμένα κράζουνε; Ποιός είναι;
ΣΩΣ. Εγώ. ΓΕΤ. Ποιός δηλαδή; ΣΩΣ. Δε βλέπεις;
ΓΕΤ. (τρίβοντας τα μάτια του) Βλέπω·
είσαι ο μικρός μου αφέντης. ΣΩΣ. Μα, γιά πες μου,
τί κάνετε εδώ πέρα; ΓΕΤ. Έχουμε κάμει
τώρα δα τη θυσία, και το τραπέζι
τοιμάζουμε για σας. ΣΩΣ. Η μάνα εδώ ᾽ναι;
ΓΕΤ. Από ώρα. ΣΩΣ. Κι ο πατέρας; ΓΕΤ. Όπου να ᾽ναι,
θά ᾽ρθει κι αυτός. Λοιπόν κι εσύ έλα μέσα.
ΣΩΣ. Θα κάμω πρώτα μια μικρή βολτίτσα.
Μπορεί να μού ᾽βγει σε καλό η θυσία·
θα πάω έτσι όπως είμαι να καλέσω
τ᾽ αγόρι εδώ από δίπλα στη θυσία,
560μαζί του και το δούλο του· σα λάβουν
μέρος στην τελετή, βοηθοί μου θα είναι
πιο θερμοί στο να πάρω το κορίτσι.
ΓΕΤ. Τί λες; Θα φέρεις κόσμο στο τραπέζι;
Δεν πάτε να είστε, λέω, και τρεις χιλιάδες;
Έτσι κι αλλιώς εγώ —καλά το ξέρω—
ούτε μπουκιά στο στόμα δε θα βάλω.
Πού να βρεθεί; Μαζέψτε όλο τον κόσμο·
έχετε δα προσφέρει για θυσία
ένα σφαχτό πανέμορφο στην όψη.
Αλλά οι κυράδες —τί χαριτωμένες!—
θα δώσουνε μερίδιο και σ᾽ εμένα;
570Μπα, μά τη Δήμητρα, ούτε λίγο αλάτι.
ΣΩΣ. Καλά θα πάνε σήμερα όλα, Γέτα.
Γυρίζει κατά το ιερό.
Μάντης σ᾽ αυτό θα γίνω, ω Πάνα, ο ίδιος·
σε προσκυνώ δα πάντα όταν περνάω,
και θα ᾽μαστε έτσι πάντα αγαπημένοι.
Φεύγει κατά το σπίτι του Γοργία· από του Κνήμωνα
βγαίνει η Σιμίκη, αλαλιασμένη.