Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (427-455)


ΠΡΑΞΗ III


ΚΝ. γραῦ, τὴν θύραν κλείσασ᾽ ἄνοιγε μηδενί,
ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ᾽ ἐγὼ πάλιν· σκότους
ἔσται δὲ τοῦτο παντελῶς, ὡς οἴομαι.
‹ΜΗΤΗΡ›
430 Πλαγγών, πορεύου θᾶττον· ἤδη τεθυκέναι
ἡμᾶς ἔδει. ΚΝ. τουτὶ τὸ κακὸν τί βούλεται;
ὄχλος τις. ἄπαγ᾽ ἐς κόρακας. (ΜΗ.) αὔλει, Παρθενί,
Πανός· σιωπῇ, φασί, τούτῳ τῷ θεῷ
οὐ δεῖ προσιέναι. (ΓΕ.) νὴ Δί᾽ ἀπεσώθητέ γε.
435 ‹ΓΕ.› ὦ Ἡράκλεις, ἀηδίας. καθήμεθα
χρόνον τοσοῦτον περιμένοντες. (ΜΗ.) εὐτρεπῆ
ἅπαντα δ᾽ ἡμῖν ἐστι; (ΓΕ.) ναὶ μὰ τὸν Δία.
‹ΓΕ.› τὸ γοῦν πρόβατον—μικροῦ τέθνηκε γάρ, τάλαν—
οὐ περιμένει τὴν σὴν σχολήν. ἀλλ᾽ εἴσιτε.
440 ‹ΜΗ.› κανᾶ πρόχειρα, χέρνιβας, θυλήματα
ποιεῖτε. ποῖ κέχηνας, ἐμβρόντητε σύ;
ΚΝ. κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε. ποιοῦσίν γε με
ἀργόν· καταλιπεῖν γὰρ μόνην τὴν οἰκίαν
οὐκ ἂν δυναίμην. αἱ δὲ Νύμφαι μοι κακὸν
445 ἀεὶ παροικοῦσ᾽, ὥστε μοι δοκῶ πάλιν
μετοικοδομήσειν καταβαλὼν τὴν οἰκίαν
ἐντεῦθεν. ὡς θύουσι δ᾽ οἱ τοιχωρύχοι·
κοίτας φέρονται, σταμνί᾽, οὐχὶ τῶν θεῶν
ἕνεκ᾽ ἀλλ᾽ ἑαυτῶν. ὁ λιβανωτὸς εὐσεβὲς
450 καὶ τὸ πόπανον· τοῦτ᾽ ἔλαβεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὸ πῦρ
ἅπαν ἐπιτεθέν. οἱ δὲ τὴν ὀσφῦν ἄκραν
καὶ τὴν χολήν, ὅτι ἔστ᾽ ἄβρωτα, τοῖς θεοῖς
ἐπιθέντες αὐτοὶ τἆλλα καταπίνουσι. γραῦ,
ἄνοιγε θᾶττον τὴν θύραν. [ποητέ]ον
455 ἐστὶν γὰρ ἡμῖν τἄνδον ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.


ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ


Ο Κνήμωνας, στην πόρτα του σπιτιού του, έτοιμος
να φύγει, μιλάει στη Σιμίκη, που είναι μέσα.
ΚΝΗ. Γιά κλείσε, γριά, την πόρτα, κι ώσπου νά ᾽ρθω
πίσω, να μην ανοίξεις σε κανένα.
Και λογαριάζω νύχτα να γυρίσω.
Κάνει να ξεκινήσει, αλλά σταματά, βλέποντας να έρχεται κόσμος·
είναι η γυναίκα τού Καλλιππίδη και μητέρα του Σώστρατου,
η κόρη της η Πλαγγόνα, η αυλητρίδα Παρθενίδα και άλλοι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
430Πιο γρήγορα, Πλαγγόνα· αυτή η θυσία
έπρεπε να ᾽χε γίνει. ΚΝΗ. (μέσα του) Κόσμο βλέπω.
Που να χαθούνε! Τί κακό είναι τούτο;
ΓΥΝ. Γιά παίξε στον αυλό σου Παρθενίδα,
σκοπό του Πάνα· σιωπηλός δεν κάνει
σ᾽ αυτόν το θεό, όπως λένε, να σιμώνεις.
Ο Γέτας ακούοντας τον ήχο του αυλού, βγαίνει από το ιερό.
ΓΕΤ. Ήρθατε τέλος πάντων; Μά τον Δία,
μαυρίσανε τα μάτια μας, τόση ώρα
να καθόμαστ᾽ εδώ να καρτερούμε.
ΓΥΝ. Όλα έτοιμα για τη θυσία; ΓΕΤ. Ναι· λίγο
ακόμα και τ᾽ αρνί μας θα ψοφούσε.
ΓΥΝ. Μπα! ΓΕΤ. Το δικό σας κέφι θα προσμένει;
440Μπρος, μπαίνετε. ΓΥΝ. Τα κάνιστρα ετοιμάστε,
τις προσφορές, τ᾽ αγίασμα.
Σε μια δούλη της.
Πού χαζεύεις,
βρε χάχα εσύ;
Της δίνει ένα χαστούκι· μπαίνουν όλοι στο ιερό.
ΚΝΗ. (μόνος) Που να χαθείτε, αλήθεια!
Μ᾽ αναγκάζουν τα χέρια μου να δέσω·
μόνο το σπίτι πώς μπορώ ν᾽ αφήσω;
Οι Νύμφες είναι συμφορά για μένα,
να ᾽χουν κοντά μου το ιερό τους· έτσι
που πάμε, λέω, το σπίτι μου θα ρίξω
κι αλλού θα σύρω να το χτίσω. Κοίτα
πώς κάνουν τις θυσίες τους οι κακούργοι·
μας κουβαλούν εδώ ζεμπίλια, στάμνες·
όχι για τους θεούς, για τον εαυτό τους.
Για την ευσέβεια φτάνει το λιβάνι,
450και στο βωμό το πρόσφορο σα βάλεις,
ο θεός το παίρνει ολάκερο. Μα τούτοι
εκείνα που δεν τρώγονται προσφέρνουν
στους θεούς, τη χολή και την ουρίτσα,
κι όλα τ᾽ άλλα τα χάφτουν. ― Άνοιξέ μου,
βρε γριά· και κάμε γρήγορα· δεν είναι
το σπιτικό μου εν τάξει, για να φύγω.
Μπαίνει στο σπίτι του· στην μπασιά του ιερού
προβάλλει ο Γέτας και μιλά στις δούλες που είναι μέσα.