Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (1-49)


ΠΡΑΞΗ I


(ΠΑΝ)
Τῆς Ἀττικῆς νομίζετ᾽ εἶναι τὸν τόπον,
Φυλήν, τὸ νυμφαῖον δ᾽ ὅθεν προέρχομαι
Φυλασίων καὶ τῶν δυναμένων τὰς πέτρας
ἐνθάδε γεωργεῖν, ἱερὸν ἐπιφανὲς πάνυ.
5 τὸν ἀγρὸν δὲ τὸν ἐπὶ δεξί᾽ οἰκεῖ τουτονὶ
Κνήμων, ἀπάνθρωπός τις ἄνθρωπος σφόδρα
καὶ δύσκολος πρὸς ἅπαντας, οὐ χαίρων τ᾽ ὄχλῳ—
«ὄχλῳ» λέγω; ζῶν οὗτος ἐπιεικῶς χρόνον
πολὺν λελάληκεν ἡδέως ἐν τῷ βίῳ
10 οὐδεν‹ί›, προσηγόρευκε πρότερος δ᾽ οὐδένα,
πλὴν ἐξ ἀνάγκης γειτνιῶν παριών τ᾽ ἐμὲ
τὸν Πᾶνα· καὶ τοῦτ᾽ εὐθὺς αὐτῷ μεταμέλει,
εὖ οἶδ᾽. ὅμως οὖν, τῷ τρόπῳ τοιοῦτος ὤν,
χήραν γυναῖκ᾽ ἔγημε, τετελευτηκότος
15 αὐτῇ νεωστὶ τοῦ λαβόντος τὸ πρότερον
ὑοῦ τε καταλελειμμένου μικροῦ τότε.
ταύτῃ ζυγομαχῶν οὐ μόνον τὰς ἡμέρας
ἐπιλαμβάνων δὲ καὶ τὸ πολὺ νυκτὸς μέρος
ἔζη κακῶς. θυγάτριον αὐτῷ γίνεται·
20 ἔτι μᾶλλον. ὡς δ᾽ ἦν τὸ κακὸν οἷον οὐθὲν ἂν
ἕτερον γένοιθ᾽, ὁ βίος τ᾽ ἐπίπονος καὶ πικρός,
ἀπῆλθε πρὸς τὸν ὑὸν ἡ γυνὴ πάλιν
τὸν πρότερον αὐτῇ γενόμενον. χωρίδιον
τούτῳ δ᾽ ὑπάρχον ἦν τι μικρὸν ἐνθαδὶ
25 ἐν γειτόνων, οὗ διατρέφει νυνὶ κακῶς
τὴν μητέρ᾽, αὑτόν, πιστὸν οἰκέτην θ᾽ ἕνα
πατρῷον. ἤδη δ᾽ ἐστὶ μειρακύλλιον
ὁ παῖς ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν τὸν νοῦν ἔχων·
προάγει γὰρ ἡ τῶν πραγμάτων ἐμπειρία.
30 ὁ γέρων δ᾽ ἔχων τὴν θυγατέρ᾽ αὐτὸς ζῇ μόνος
καὶ γραῦν θεράπαιναν, ξυλοφορῶν σκάπτων τ᾽, ἀεὶ
πονῶν, ἀπὸ τούτων ἀρξάμενος τῶν γειτόνων
καὶ τῆς γυναικὸς μέχρι Χολαργέων κάτω
μισῶν ἐφεξῆς πάντας. ἡ δὲ παρθένος
35 γέγονεν ὁμοία τῇ τροφῇ τις, οὐδὲ ἓν
εἰδυῖα φλαῦρον. τὰς δὲ συντρόφους ἐμοὶ
Νύμφας κολακεύουσ᾽ ἐπιμελῶς τιμῶσά τε
πέπεικεν αὐτῆς ἐπιμέλειαν σχεῖν τινα
ἡμᾶς· νεανίσκον τε καὶ μάλ᾽ εὐπόρου
40 πατρὸς γεωργοῦντος ταλάντων κτήματα
ἐνταῦθα πολλῶν, ἀστικὸν τῇ διατριβῇ,
ἥκο]ν̣τ᾽ ἐπὶ θήραν μετὰ κυνηγέτου τινὸς
φίλο]υ κατὰ τύχην παραβαλόντ᾽ εἰς τὸν τόπον
ἔρωτ᾽]· ἔχειν πως ἐνθεαστικῶς ποῶ.
45 ταῦτ᾽ ἐστὶ τὰ κεφάλαια, τὰ καθ᾽ ἕκαστα δὲ
ὄψεσθ]᾽ ἐὰν βούλησθε—βουλήθητε δέ.
καὶ γὰ]ρ προσιόνθ᾽ ὁρᾶν δοκῶ μοι τουτονὶ
τὸν ἐρῶντα τόν τε συγκ̣[υνηγέτη]ν̣ ἅμα,
αὑτοῖς ὑπὲρ τούτων τι σ[υγκοινουμ]ένους.


ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ: Στο βάθος, στη μέση, μια σπηλιά, ιερό του Πάνα και των Νυμφών. Αριστερά ως προς τον θεατή, το σπίτι του Κνήμωνα. Δεξιά, το σπίτι του Γοργία.

Ο θεός ο Πάνας βγαίνει από τη σπηλιά και προλογίζει.

ΠΑΝΑΣ
Αυτός ο τόπος, να το ξέρετε, είναι
στην Αττική· Φυλή τον λένε· το άντρο
απ᾽ όπου βγήκα είν᾽ ένα ξακουσμένο
Νυμφών ιερό και ανήκει στους δημότες
της Φυλής, τους ανθρώπους που τους βράχους
του τόπου αυτού μπορούν και καλλιεργούνε.
Στο χωράφι που βλέπετε δεξιά μου
μένει ένας γέρος —Κνήμωνα τον λένε—,
στραβόξυλο και ζόρικος προς όλους.
Ο κόσμος δεν του αρέσει. Ο κόσμος λέω;
Τα τόσα χρόνια που έχει ζήσει ως τώρα
λόγο γλυκό δεν είπε σε κανέναν,
10άνθρωπο δε χαιρέτησε αυτός πρώτος,
έξω απ᾽ τον Πάνα εμέ· κι αυτό απ᾽ ανάγκη:
γείτονας είναι και περνά από μπρος μου·
και πάλι, μόλις πει την καλημέρα,
αμέσως μετανιώνει· αυτό το ξέρω.
Κι ωστόσο, τέτοιος χαρακτήρας που είναι,
παντρεύτηκε· μια χήρα πήρε· ο πρώτος
άντρας της λίγο πριν είχε πεθάνει
κι ένα μικρό τής είχε αφήσει αγόρι.
Σκληρά μ᾽ αυτή παλεύοντας τις μέρες,
ακόμα και πολλές της νύχτας ώρες,
κακή ζωή περνούσε· κι αποχτήσαν
μια κόρη· τότε πια χειρότερα ήταν.
20Έφτασαν στο απροχώρητο· η ζωή τους
ήταν γεμάτη βάσανα και πίκρες·
τότε η γυναίκα πια έφυγε και πήγε
και μένει με το γιο της, κείνον που είχε
απ᾽ τον πρώτο της άντρα. Αυτός ο νέος
έχει ένα χτηματάκι εδώ στα γύρω,
κι απ᾽ αυτό κουτσοζούν κι εκείνος ο ίδιος
κι η μάνα του· μαζί, ένας πατρικός του
δούλος πιστός. Κι είν᾽ ένα μυαλωμένο
παλικαράκι· ο νους του ξεπερνάει
την ηλικία του· βλέπετε, τον ψήνει
τον άνθρωπο η τραχιά ζωή κι η πείρα.
30Ο γέρος ζει μονάχος με την κόρη
και με μια δούλη γριά· σκληρή η ζωή του·
σκάβει ολημέρα, ξύλα κουβαλάει,
και κάνοντας αρχή από τους γειτόνους
κι απ᾽ τη δόλια γυναίκα του, μισεί
όλο τον κόσμο, αράδα, ως εκεί κάτω
στο Χολαργό. Η κοπέλα, αναθρεμμένη
με τέτοιον τρόπο, ένα κακό δεν ξέρει.
Πολύ τιμά και με μεγάλο ζήλο
λατρεύει τις συντρόφισσές μου Νύμφες,
κι έτσι κι εμένα μ᾽ έχει καταφέρει
κάπως γι᾽ αυτή να γνοιάζομαι· ένα νέο,
40γιο κάποιου πλούσιου, που έχει εδώ στα γύρω
κτηματική μεγάλη περιουσία,
τον έκαμα να νιώσει για την κόρη
έναν παράφορο έρωτα· αυτός μένει
στην πόλη κι ήρθε εδώ μ᾽ ένα του φίλο
να κυνηγήσει, κι έτσι κατά τύχη
την είδε μπρος του. — Αυτή ᾽ναι η ιστορία
σε γενικές γραμμές. Τις λεπτομέρειες
θα τις δείτε, αν το θέλετε. Και λέω
να θέλετε. Γιατί θαρρώ πως βλέπω
να ᾽ρχεται κατά δω ο ερωτευμένος
μαζί κι ο σύντροφός του στο κυνήγι
και κουβεντιάζουν για το θέμα που είπα.

Ο θεός ξαναμπαίνει στη σπηλιά·
έρχονται ο Σώστρατος και ο Χαιρέας.