Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (9.29-9.56)


ἐγένοντ᾽· ἐπεὶ ἀντίον [στρ. β]
30πῶς ἂν τριόδοντος Ἡ-
ρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν,
ἁνίκ᾽ ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν,
ἤρειδεν δέ νιν ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων
Φοῖβος, οὐδ᾽ Ἀΐδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον,
βρότεα σώμαθ᾽ ᾇ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν
35θνᾳσκόντων; ἀπό μοι λόγον
τοῦτον, στόμα, ῥῖψον·
ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεούς
ἐχθρὰ σοφία, καὶ τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρόν

μανίαισιν ὑποκρέκει. [ἀντ. β]
40μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοι-
αῦτ᾽· ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν
χωρὶς ἀθανάτων· φέροις δὲ Πρωτογενείας
ἄστει γλῶσσαν, ἵν᾽ αἰολοβρέντα Διὸς αἴσᾳ
Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε
δόμον ἔθεντο πρῶτον, ἄτερ δ᾽ εὐνᾶς ὁμόδαμον
45κτισσάσθαν λίθινον γόνον·
λαοὶ δ᾽ ὀνύμασθεν.
ἔγειρ᾽ ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν,
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ᾽ ὕμνων

νεωτέρων. λέγοντι μάν [ἐπῳδ. β]
50χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν
ὕδατος σθένος, ἀλλά
Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας
ἄντλον ἑλεῖν. κείνων δ᾽ ἔσαν
χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι
55ἀρχᾶθεν, Ἰαπετιονίδος φύτλας
κοῦροι κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν,
ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί,


εγίναν. Γιατί και πώς αλλιώς [στρ. β]
30τα χέρια του Ηρακλή το ρόπαλο
θα τίναζαν στην τρίαινα ενάντια,
όταν κοντά στην Πύλο ο Ποσειδών στάθηκε και τον πίεζε σκληρά,
κι όταν πολεμώντας τον με το αργυρό του τόξο
τον πίεζε ο Φοίβος
κι ούτε ο Άδης τη ράβδο του ακίνητη δεν κρατούσε,
που την έχει να οδηγεί των θνητών τα σώματα
35στο βαθουλό παλάτι κάτω των νεκρών;
Όμως τον λόγο τούτον, στόμα μου, απόρριψέ τον,
γιατί τους θεούς να λοιδορείς
κακιά το βρίσκω τέχνη, και η καύχηση η παράκαιρη

προανάκρουσμα της φρενοβλάβειας είναι. [αντ. β]
40Λοιπόν ας λείπουν τέτοιες φλυαρίες
οι πόλεμοι και οι μάχες
μακριά από τους αθάνατους· η γλώσσα σου ας μιλήσει τώρα
για της Πρωτογένειας την πόλη, όπου με τη βουλή
του αστραποβρόντη Δία
ο Δευκαλίων κι η Πύρρα κατέβηκαν από τον Παρνασσό
και ιδρύσανε την πρώτη κατοικία, και δίχως να σμίξουνε σε κλίνη
45δημιούργησαν έναν λαό που από την πέτρα καταγόταν·
και από αυτή το όνομά του πήρε.
Γι᾽ αυτόν τώρα άνοιξε του γλυκόλαλου του τραγουδιού τον δρόμο,
τραγούδα το παλιό κρασί και τ᾽ άνθη των καινούριων

ύμνων. Λένε λοιπόν [επωδ. β]
50πως άλλοτε κατακλυσμού νερά σκεπάσανε
τη μαύρη γη, αλλά
πως με του Δία τις τέχνες ξαφνικά τα νερά
τράβηξε η άμπωτη. Απ᾽ αυτούς κρατάν
οι πρόγονοί σας με τις χάλκινες ασπίδες
55βλαστάρια από τις θυγατέρες της γενιάς του Ιαπετού
κι από τους έξοχους γιους του Κρόνου,
τούτης της γης βασιλιάδες για πάντα.