Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ Ἡμέραι (643-677)


νῆ᾽ ὀλίγην αἰνεῖν, μεγάλῃ δ᾽ ἐνὶ φορτία θέσθαι·
μείζων μὲν φόρτος, μεῖζον δ᾽ ἐπὶ κέρδει κέρδος
645 ἔσσεται, εἴ κ᾽ ἄνεμοί γε κακὰς ἀπέχωσιν ἀήτας.
Εὖτ᾽ ἂν ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψας ἀεσίφρονα θυμὸν
βούληαι χρέα τε προφυγεῖν καὶ λιμὸν ἀτερπέα,
δείξω δή τοι μέτρα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
οὔτε τι ναυτιλίης σεσοφισμένος οὔτε τι νηῶν.
650 οὐ γάρ πώ ποτε νηὶ γ᾽ ἐπέπλων εὐρέα πόντον,
εἰ μὴ ἐς Εὔβοιαν ἐξ Αὐλίδος, ᾗ ποτ᾽ Ἀχαιοὶ
μείναντες χειμῶνα πολὺν σὺν λαὸν ἄγειραν
Ἑλλάδος ἐξ ἱερῆς Τροίην ἐς καλλιγύναικα.
ἔνθα δ᾽ ἐγὼν ἐπ᾽ ἄεθλα δαΐφρονος Ἀμφιδάμαντος
655 Χαλκίδα τ᾽ εἲς ἐπέρησα· τὰ δὲ προπεφραδμένα πολλὰ
ἄεθλ᾽ ἔθεσαν παῖδες μεγαλήτορες· ἔνθα μέ φημι
ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ᾽ ὠτώεντα.
τὸν μὲν ἐγὼ Μούσῃσ᾽ Ἑλικωνιάδεσσ᾽ ἀνέθηκα
ἔνθά με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς.
660 τόσσον τοι νηῶν γε πεπείρημαι πολυγόμφων·
ἀλλὰ καὶ ὣς ἐρέω Ζηνὸς νόον αἰγιόχοιο·
Μοῦσαι γάρ μ᾽ ἐδίδαξαν ἀθέσφατον ὕμνον ἀείδειν.
Ἤματα πεντήκοντα μετὰ τροπὰς ἠελίοιο,
ἐς τέλος ἐλθόντος θέρεος, καματώδεος ὥρης,
665 ὡραῖος πέλεται θνητοῖς πλόος· οὔτε κε νῆα
καυάξαις οὔτ᾽ ἄνδρας ἀποφθείσειε θάλασσα,
εἰ δὴ μὴ πρόφρων γε Ποσειδάων ἐνοσίχθων
ἢ Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεὺς ἐθέλῃσιν ὀλέσσαι·
ἐν τοῖς γὰρ τέλος ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε.
670 τῆμος δ᾽ εὐκρινέες τ᾽ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων·
εὔκηλος τότε νῆα θοὴν ἀνέμοισι πιθήσας
ἑλκέμεν ἐς πόντον φόρτον τ᾽ ἐς πάντα τίθεσθαι·
σπεύδειν δ᾽ ὅττι τάχιστα πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι
μηδὲ μένειν οἶνόν τε νέον καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον
675 καὶ χειμῶν᾽ ἐπιόντα Νότοιό τε δεινὰς ἀήτας,
ὅς τ᾽ ὤρινε θάλασσαν ὁμαρτήσας Διὸς ὄμβρῳ
πολλῷ ὀπωρινῷ, χαλεπὸν δέ τε πόντον ἔθηκεν.


Το μικρό το πλοίο να επαινείς, στο μεγάλο όμως τα φορτία σου να βάζεις.
Πιο μεγάλο το φορτίο, πιο μεγάλο και το κέρδος πάνω στο κέρδος
θα ᾽ναι, αν οι αέρηδες κρατήσουν μακριά τα κακά φυσήματά τους.
Κι αν στο εμπόριο στρέφεις τη μωρή ψυχή σου
και θέλεις τα χρέη να ξεφύγεις και το λιμό τον άχαρο,
τα μέτρα θα σου δείξω εγώ της θάλασσας της πολυτάραχης,
δίχως πεπειραμένος να ᾽μαι ούτε στη ναυτιλία ούτε στα πλοία.
650Γιατί ποτέ ως τώρα σε πλοίο επάνω δεν έπλευσα τον πόντο τον πλατύ,
παρά μονάχα στην Εύβοια απ᾽ την Αυλίδα, όπου οι Αχαιοί
υπομένοντας το βαρύ χειμώνα συγκέντρωσαν στρατό
από την ιερή Ελλάδα για την Τροία με τις ωραίες γυναίκες.
Από εκεί εγώ για τους αγώνες του φιλοπόλεμου Αμφιδάμαντα
πέρασα στη Χαλκίδα. Πολλά τα έπαθλα όρισαν με προκήρυξη
οι γιοι του γενναιόκαρδου. Εκεί, το βεβαιώνω,
κέρδισα τρίποδα με λαβές νικώντας μ᾽ έναν ύμνο.
Κι αυτόν εγώ αφιέρωσα στις Μούσες του Ελικώνα,
εκεί που πρώτη φορά με βάλανε στου καθαρού του τραγουδιού το δρόμο.
660Τόση είναι η πείρα μου από τα πλοία τα καλοκάρφωτα.
Μα κι έτσι το θέλημα θα πω του Δία που βαστάει αιγίδα.
Αφού οι Μούσες μού διδάξανε να ψάλλω ύμνο μ᾽ ανέκφραστη ομορφιά.
Για μέρες πενήντα μετά το ηλιοστάσιο,
σαν φτάσει το κορύφωμα του θέρους, της κοπιαστικής τής εποχής,
είναι ο καιρός του πλου για τους θνητούς. Ούτε το πλοίο σου
τότε θα τσάκιζες, ούτε τους άντρες σου θ᾽ αφάνιζε η θάλασσα,
εκτός κι αν πρόθυμα ο Ποσειδώνας που σείει τη γη
ή και ο Δίας, ο βασιλιάς των αθανάτων, θελήσει να σε καταστρέψει.
Γιατί σ᾽ αυτούς η εκπλήρωση ανήκει και των καλών και των κακών εξίσου.
670Τότε οι αύρες ευδιάκριτες φυσούν κι ο πόντος είναι άβλαβος.
Τότε το πλοίο το γοργό σύρε στον πόντο δίχως φόβο,
με πίστη στους ανέμους, και μέσα βάλε όλο το φορτίο.
Και σπεύδε όσο πιο γρήγορα πίσω στο σπίτι να γυρίσεις,
μήτε να περιμένεις το νέο κρασί, τη φθινοπωρινή βροχή,
την καταιγίδα που έρχεται, και του νοτιά τις θύελλες τις φοβερές:
αυτός τη θάλασσα ξεσηκώνει, έτσι που συνοδεύει τη φθινοπωρινή
και άφθονη βροχή του Δία, και κάνει άγριο τον πόντο.