Αν τώρα σε πιάσει ο πόθος για την τρικυμιώδη ναυτιλία:
όταν οι Πλειάδες, τον ισχυρό και δυνατό Ωρίωνα
620για να ξεφύγουν, στο νεφελώδη πόντο πέφτουν,
τότε μανιάζουνε πνοές ανέμων κάθε είδους.
Μην έχεις τότε πια το πλοίο σου στο κρασάτο πέλαγος,
μα δούλευε τη γη κι έχε στο νου σου όσα σου παραγγέλλω.
Τράβα το πλοίο στη στεριά κι ασφάλισέ το με λιθάρια
ολόγυρα, να συγκρατούν αυτά το μένος των ανέμων που υγρά φυσούν,
αφού τον πίρο βγάλεις, για να μη σαπίσει η βροχή του Δία το πλοίο.
Κι όλα τα ξάρτια τακτοποιημένα στο σπίτι σου μέσα απόθεσε,
αφού μαζέψεις μ᾽ ευκοσμία τα φτερά του ποντοπόρου πλοίου.
Και το καλοφτιαγμένο το πηδάλιο κρέμασ᾽ το πάνω απ᾽ τον καπνό.
630Κι εσύ ο ίδιος περίμενε την εποχή του πλου, ωσότου να ᾽ρθει.
Τότε το πλοίο το γοργό σύρε στη θάλασσα και μέσα του
φορτίο να ετοιμάσεις όσο πρέπει, ώστε στο σπίτι σου να φέρεις κέρδος,
όπως, πολύ ανόητε Πέρση, ο πατέρας ο δικός μου και δικός σου
έπλεε στα καράβια, γιατί ᾽χε ανάγκη για ένα βιος καλό.
Αυτός μια μέρα έφτασε κι εδώ αφού διέσχισε θάλασσα πολλή,
αφού την Κύμη την αιολική άφησε πίσω του σε μαύρο πλοίο μέσα,
όχι την αφθονία προσπαθώντας να ξεφύγει, τον πλούτο και την ευτυχία,
μα την κακή τη φτώχεια, που ο Δίας στους ανθρώπους δίνει.
Και πλάι στον Ελικώνα, σε κώμη ελεεινή κατοίκησε,
640στην Άσκρα, κακή το χειμώνα, το θέρος ανυπόφορη, ποτέ καλή.
Εσύ να θυμάσαι, Πέρση, όλα τα έργα στον καιρό τους,
και μάλιστα όταν αφορούν τη ναυτιλία.
|