Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ Ἡμέραι (582-617)


Ἦμος δὲ σκόλυμός τ᾽ ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ
δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν καταχεύετ᾽ ἀοιδὴν
πυκνὸν ὑπὸ πτερύγων, θέρεος καματώδεος ὥρῃ,
585 τῆμος πιόταταί τ᾽ αἶγες, καὶ οἶνος ἄριστος,
μαχλόταται δὲ γυναῖκες, ἀφαυρότατοι δέ τοι ἄνδρες
εἰσίν, ἐπεὶ κεφαλὴν καὶ γούνατα Σείριος ἄζει,
αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος· ἀλλὰ τότ᾽ ἤδη
εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ βίβλινος οἶνος
590 μάζα τ᾽ ἀμολγαίη γάλα τ᾽ αἰγῶν σβεννυμενάων
καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης
πρωτογόνων τ᾽ ἐρίφων· ἐπὶ δ᾽ αἴθοπα πινέμεν οἶνον,
ἐν σκιῇ ἑζόμενον, κεκορημένον ἦτορ ἐδωδῆς,
ἀντίον ἀκραέος Ζεφύρου τρέψαντα πρόσωπα·
595 κρήνης δ᾽ ἀεινάου καὶ ἀπορρύτου, ἥ τ᾽ ἀθόλωτος,
τρὶς ὕδατος προχέειν, τὸ δὲ τέτρατον ἱέμεν οἴνου.
Δμωσὶ δ᾽ ἐποτρύνειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν
δινέμεν, εὖτ᾽ ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠρίωνος,
χώρῳ ἐν εὐαεῖ καὶ ἐυτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ.
600 μέτρῳ δ᾽ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν· αὐτὰρ ἐπὴν δὴ
πάντα βίον κατάθηαι ἐπάρμενον ἔνδοθι οἴκου,
θῆτά τ᾽ ἄοικον ποιεῖσθαι καὶ ἄτεκνον ἔριθον
δίζησθαι κέλομαι· χαλεπὴ δ᾽ ὑπόπορτις ἔριθος·
καὶ κύνα καρχαρόδοντα κομεῖν, μὴ φείδεο σίτου,
605 μή ποτέ σ᾽ ἡμερόκοιτος ἀνὴρ ἀπὸ χρήμαθ᾽ ἕληται.
χόρτον δ᾽ ἐσκομίσαι καὶ συρφετόν, ὄφρα τοι εἴη
βουσὶ καὶ ἡμιόνοισιν ἐπηετανόν. αὐτὰρ ἔπειτα
δμῶας ἀναψῦξαι φίλα γούνατα καὶ βόε λῦσαι.
Εὖτ᾽ ἂν δ᾽ Ὠρίων καὶ Σείριος ἐς μέσον ἔλθῃ
610 οὐρανόν, Ἀρκτοῦρον δ᾽ἐσίδῃ ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὦ Πέρση, τότε πάντας ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυς,
δεῖξαι δ᾽ ἠελίῳ δέκα τ᾽ ἤματα καὶ δέκα νύκτας,
πέντε δὲ συσκιάσαι, ἕκτῳ δ᾽ εἰς ἄγγε᾽ ἀφύσσαι
δῶρα Διωνύσου πολυγηθέος. αὐτὰρ ἐπὴν δὴ
615 Πληιάδες θ᾽ Ὑάδες τε τό τε σθένος Ὠρίωνος
δύνωσιν, τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἀρότου μεμνημένος εἶναι
ὡραίου· πλειὼν δὲ κατὰ χθονὸς ἄρμενος εἴη.


Και μόλις το γαϊδουράγκαθο ανθίζει και το τζιτζίκι βουερό
πάνω στο δέντρο καθισμένο οξύ τραγούδι χύνει συνεχώς
απ᾽ τα φτερά του κάτω, την ώρα του θέρους τού κοπιαστικού,
τότε παχύτατες οι γίδες είναι κι άριστο το κρασί,
λάγνες όσο ποτέ οι γυναίκες, μα ασθενικότατοι οι άντρες,
αφού ο Σείριος τους ξεραίνει το κεφάλι και τα γόνατα,
κι είναι το δέρμα μαραμένο από την κάψα. Μα τότε πια
είθε να έχεις τη σκιά του βράχου και βίβλινο κρασί,
590κριθαρόψωμο με γάλα ζυμωμένο και γάλα από γίδες που παύουν να θηλάζουν,
κρέας από δασόθρεφτη δαμάλα που δε γέννησε ακόμα
κι από πρωτότοκα κατσίκια. Να πίνεις κι από πάνω φλογερό κρασί
στον ίσκιο καθισμένος, με χορτασμένη από φαΐ καρδιά,
το πρόσωπό σου στρέφοντας απέναντι στο Ζέφυρο που ζωηρά φυσάει.
Κι από αέναη κρήνη και τρεχούμενη, αθόλωτη, να χύνεις πρώτα
τρία μέρη το νερό, ενώ το τέταρτο κρασί να ρίχνεις.

Τους δούλους σου παρότρυνε της Δήμητρας το ιερό το στάρι
ν᾽ αλωνίζουν, μόλις φανεί πρώτη φορά ο δυνατός Ωρίων,
σε χώρο ευάερο, σ᾽ αλώνι ολοστρόγγυλο.
600Καλά μετρώντας το στ᾽ αγγεία σου μέσα βάλ᾽ το. Κι όταν
όλο το βιος σου ταιριαστά στο σπίτι μέσα αποθηκεύσεις,
άνθρωπο δίχως οικογένεια για εργάτη σου να πάρεις και για υπηρέτρια δίχως παιδί
να ψάξεις σε προτρέπω. Δύσκολη είναι η υπηρέτρια παιδί στο στήθος σαν βυζαίνει.
Και σκύλο να φροντίζεις κοφτερόδοντο, να μη λυπάσαι το ψωμί γι᾽ αυτόν,
μην τύχει και τα πράγματά σου αφαιρέσει ο κλέφτης που κοιμάται την ημέρα.
Χορτάρι κι άχυρα μέσα να φέρεις, για να ᾽χουν άφθονο
τα μουλάρια και τα βόδια σου. Κι ύστερα άσε τους δούλους σου
τα γόνατά τους ν᾽ αναπαύσουν και τα βόδια σου να λύσουν.

Κι όταν ο Ωρίωνας κι ο Σείριος στο μέσον έρθουν
610τ᾽ ουρανού και τον Αρκτούρο δει η ροδοδάχτυλη αυγή,
τότε να κόψεις και να πάρεις σπίτι, Πέρση, όλα τα σταφύλια.
Δείξ᾽ τα στον ήλιο για μέρες δέκα και δέκα νύχτες,
βάλ᾽ τα στον ίσκιο πέντε μέρες, και την έκτη άδειασε στους κάδους σου
τα δώρα του πολύτερπνου Διόνυσου.
Κι όταν οι Υάδες κι οι Πλειάδες κι ο δυνατός Ωρίων
βασιλεύουν, τότε να θυμηθείς πως είναι η ώρα του οργώματος.
Και η σπορά κάτω απ᾽ τη γη καλά βαλμένη ας είναι.