Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ Ἡμέραι (493-528)


Πὰρ δ᾽ ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην
ὥρῃ χειμερίῃ, ὁπότε κρύος ἀνέρα ἔργων
495 ἰσχάνει, ἔνθα κ᾽ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλοι,
μή σε κακοῦ χειμῶνος ἀμηχανίη καταμάρψῃ
σὺν πενίῃ, λεπτῇ δὲ παχὺν πόδα χειρὶ πιέζῃς.
πολλὰ δ᾽ ἀεργὸς ἀνήρ, κενεὴν ἐπὶ ἐλπίδα μίμνων,
χρηίζων βιότοιο, κακὰ προσελέξατο θυμῷ.
500 ἐλπὶς δ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένον ἄνδρα κομίζειν,
ἥμενον ἐν λέσχῃ, τῷ μὴ βίος ἄρκιος εἴη.
δείκνυε δὲ δμώεσσι θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος·
«οὐκ αἰεὶ θέρος ἐσσεῖται, ποιεῖσθε καλιάς.»
Μῆνα δὲ Ληναιῶνα, κάκ᾽ ἤματα, βουδόρα πάντα,
505 τοῦτον ἀλεύασθαι καὶ πηγάδας, αἵ τ᾽ ἐπὶ γαῖαν
πνεύσαντος Βορέαο δυσηλεγέες τελέθουσιν,
ὅς τε διὰ Θρῄκης ἱπποτρόφου εὐρέι πόντῳ
ἐμπνεύσας ὤρινε, μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη·
πολλὰς δὲ δρῦς ὑψικόμους ἐλάτας τε παχείας
510 οὔρεος ἐν βήσσῃς πιλνᾷ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
ἐμπίπτων, καὶ πᾶσα βοᾷ τότε νήριτος ὕλη·
θῆρες δὲ φρίσσουσ᾽, οὐρὰς δ᾽ ὑπὸ μέζε᾽ ἔθεντο·
τῶν καὶ λάχνῃ δέρμα κατάσκιον· ἀλλά νυ καὶ τῶν
ψυχρὸς ἐὼν διάησι δασυστέρνων περ ἐόντων·
515 καί τε διὰ ῥινοῦ βοὸς ἔρχεται οὐδέ μιν ἴσχει,
καί τε δι᾽ αἶγα ἄησι τανύτριχα· πώεα δ᾽ οὔτι,
οὕνεκ᾽ ἐπηεταναὶ τρίχες αὐτῶν, οὐ διάησι
ἲς ἀνέμου Βορέω· τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν
καὶ διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν,
520 ἥ τε δόμων ἔντοσθε φίλῃ παρὰ μητέρι μίμνει,
οὔπω ἔργα ἰδυῖα πολυχρύσου Ἀφροδίτης,
εὖ τε λοεσσαμένη τέρενα χρόα καὶ λίπ᾽ ἐλαίῳ
χρισαμένη μυχίη καταλέξεται ἔνδοθι οἴκου,
ἤματι χειμερίῳ, ὅτ᾽ ἀνόστεος ὃν πόδα τένδει
525 ἔν τ᾽ ἀπύρῳ οἴκῳ καὶ ἤθεσι λευγαλέοισιν·
οὐ γάρ οἱ ἠέλιος δείκνυ νομὸν ὁρμηθῆναι,
ἀλλ᾽ ἐπὶ κυανέων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε
στρωφᾶται, βράδιον δὲ Πανελλήνεσσι φαείνει.


Προσπέρνα του χαλκουργού το μαγαζί και τις ζεστές τις λέσχες
στη χειμερινή εποχή, όταν το κρύο τούς ανθρώπους απ᾽ τις δουλειές τους
εμποδίζει, τότε που ο άοκνος άντρας το σπίτι του πολύ το δυναμώνει,
μην τύχει και του κακού χειμώνα η Δυσκολία σε προφτάσει
με τη Φτώχεια, και με αδύνατο χέρι πόδι παχύ πιέζεις.
Ο άεργος άντρας, που στην κενή του ελπίδα επιμένει
και τ᾽ αναγκαία της ζωής του λείπουν, λόγια πολλά κακά προς την καρδιά του λέει.
500Δε φτάνει η ελπίδα το στερημένο άντρα να τον θρέψει,
σαν κάθεται στη συντροφιά και αρκετό δεν είν᾽ το βιος του.
Συμβούλευε τους δούλους σου όταν στη μέση του το θέρος είναι ακόμα:
«δε θα ᾽ναι για πάντα καλοκαίρι. Φτιάξτε καλύβες».
Το Ληναιώνα μήνα —μέρες κακές, που γδέρνουν όλες τους ακόμη και τα βόδια—
να τον φυλάγεσαι, καθώς και τα νερά τα παγωμένα που εμφανίζονται
πάνω στη γη σκληρά σαν ο βοριάς φυσήξει.
Αυτός από τη Θράκη την ιππότροφη μες στο πλατύ το πέλαγος
φυσώντας το σηκώνει. Μουγκρίζει το δάσος και η γη.
Πολλές βελανιδιές ψηλόκορφες κι έλατα ογκώδη
510μες στα φαράγγια του βουνού τα ρίχνει κάτω στην πολύτροφη γη
σαν πέφτει πάνω τους. Κι όλο το δάσος τότε το απέραντο βοά.
Τρέμουν τ᾽ αγρίμια και βάζουν την ουρά απ᾽ τ᾽ αχαμνά τους κάτω.
Είναι ορισμένων απ᾽ αυτά το δέρμα κατάσκιο απ᾽ τις τρίχες.
Ακόμη κι έτσι όμως περνά από μέσα τους ψυχρός ο άνεμος δασύστερνα κι ας είναι.
Και μέσα απ᾽ το δέρμα του βοδιού περνά, χωρίς αυτό να τον κρατάει,
και μέσα από τη μακρυμάλλα γίδα πνέει. Τα πρόβατα όμως,
μια που ᾽ναι η τρίχα τους δασιά, δεν τα περνά φυσώντας
η δύναμη του ανέμου, του βοριά. Το γέροντα γοργόδρομο τον κάνει.
Μα την παρθένα με τ᾽ απαλό το δέρμα δε διαπερνά,
520που μένει μες στο σπίτι πλάι στη μητέρα της
και δε γνωρίζει ακόμη τις δουλειές της Αφροδίτης της πολύχρυσης.
Κι αφού το απαλό της δέρμα έλουσε καλά και πλούσια έχρισε
με λάδι, στο βάθος του σπιτιού ξαπλώνει στις μέρες του χειμώνα,
όταν ο δίχως κόκαλα τρώει το πόδι του
στ᾽ ανήλιο σπίτι του, στα θλιβερά του μέρη.
Τροφή ο ήλιος δεν του δείχνει να ορμήσει,
μα στο λαό στριφογυρνά των μελαψών ανθρώπων και την πόλη,
και πιο αργά στο πανελλήνιο λάμπει.