Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (12.73-12.141)


Οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει
ὀξείῃ κορυφῇ, νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε
75 κυανέη· τὸ μὲν οὔ ποτ᾽ ἐρωεῖ, οὐδέ ποτ᾽ αἴθρη
κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρῃ·
οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐδ᾽ ἐπιβαίη,
οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές γε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν·
πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐϊκυῖα.
80 μέσσῳ δ᾽ ἐν σκοπέλῳ ἐστὶ σπέος ἠεροειδές,
πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖς
νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήϊος ἀνὴρ
τόξῳ ὀϊστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο.
85 ἔνθα δ᾽ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα·
τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς
γίγνεται, αὐτὴ δ᾽ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν
γηθήσειεν ἰδών, οὐδ᾽ εἰ θεὸς ἀντιάσειε.
τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι,
90 ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ
σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες,
πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο.
μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν
ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου,
95 αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα,
δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι
κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.
τῇ δ᾽ οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται
παρφυγέειν σὺν νηΐ· φέρει δέ τε κρατὶ ἑκάστῳ
100 φῶτ᾽ ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο.
Τὸν δ᾽ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ,
πλησίον ἀλλήλων· καί κεν διοϊστεύσειας.
τῷ δ᾽ ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς·
τῷ δ᾽ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ.
105 τρὶς μὲν γάρ τ᾽ ἀνίησιν ἐπ᾽ ἤματι, τρὶς δ᾽ ἀναροιβδεῖ
δεινόν· μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥυβδήσειεν·
οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾽ ἐνοσίχθων.
ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα
νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν
110 ἓξ ἑτάρους ἐν νηῒ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«εἰ δ᾽ ἄγε δή μοι τοῦτο, θεά, νημερτὲς ἐνίσπες,
εἴ πως τὴν ὀλοὴν μὲν ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν,
τὴν δέ κ᾽ ἀμυναίμην, ὅτε μοι σίνοιτό γ᾽ ἑταίρους.»
115Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«σχέτλιε, καὶ δὴ αὖ τοι πολεμήϊα ἔργα μέμηλε
καὶ πόνος· οὐδὲ θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισιν;
ἡ δέ τοι οὐ θνητή, ἀλλ᾽ ἀθάνατον κακόν ἐστι,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν·
120 οὐδέ τις ἐστ᾽ ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ᾽ αὐτῆς.
ἢν γὰρ δηθύνῃσθα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ,
δείδω μή σ᾽ ἐξαῦτις ἐφορμηθεῖσα κίχῃσι
τόσσῃσιν κεφαλῇσι, τόσους δ᾽ ἐκ φῶτας ἕληται.
ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, βωστρεῖν δὲ Κράταιϊν,
125 μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν·
ἥ μιν ἔπειτ᾽ ἀποπαύσει ἐς ὕστερον ὁρμηθῆναι.
Θρινακίην δ᾽ ἐς νῆσον ἀφίξεαι· ἔνθα δὲ πολλαὶ
βόσκοντ᾽ Ἠελίοιο βόες καὶ ἴφια μῆλα,
ἑπτὰ βοῶν ἀγέλαι, τόσα δ᾽ οἰῶν πώεα καλά,
130 πεντήκοντα δ᾽ ἕκαστα· γόνος δ᾽ οὐ γίγνεται αὐτῶν,
οὐδέ ποτε φθινύθουσι. θεαὶ δ᾽ ἐπιποιμένες εἰσί,
νύμφαι ἐϋπλόκαμοι, Φαέθουσά τε Λαμπετίη τε,
ἃς τέκεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι δῖα Νέαιρα.
τὰς μὲν ἄρα θρέψασα τεκοῦσά τε πότνια μήτηρ
135 Θρινακίην ἐς νῆσον ἀπῴκισε τηλόθι ναίειν,
μῆλα φυλασσέμεναι πατρώϊα καὶ ἕλικας βοῦς.
τὰς εἰ μέν κ᾽ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι,
ἦ τ᾽ ἂν ἔτ᾽ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε·
εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾽ ὄλεθρον
140 νηΐ τε καὶ ἑτάροις· αὐτὸς δ᾽ εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς,
ὀψὲ κακῶς νεῖαι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους.»


Στην από κει μεριά δυο σκόπελοι αντικρίζονται· του ενός
η σουβλερή κορφή του χάνεται ψηλά στον ουρανό, την περιβάλλει
μαύρο σύννεφο που δεν υποχωρεί ποτέ· ποτέ δεν ξαστερώνει
σ᾽ εκείνου του σκοπέλου την κορφή, μήτε το καλοκαίρι
μήτε το φθινόπωρο. Θνητός δεν τον ανέβηκε τον βράχο, δεν μπόρεσε κανείς
να τον πατήσει, ακόμη κι αν του φύτρωναν είκοσι πόδια
κι άλλα τόσα χέρια· τόσο απότομος και λείος,
λες και τον έχουν πελεκήσει.
80Σ᾽ αυτόν τον σκόπελο, κάπου στη μέση, υπάρχει σκοτεινή σπηλιά,
στραμμένη προς τη δύση, στο Έρεβος. Προβλέπω πως κι εσείς
εκεί κοντά θα οδηγηθείτε με το κοίλο πλοίο, Οδυσσέα περήφανε.
Λοιπόν να ξέρεις, αν κάποιος τόξευε μέσα απ᾽ το βαθουλό καράβι,
κι ας τον στολίζει η δύναμη της νιότης, δεν θα έφτανε το βέλος του
στο βάθος της σπηλιάς.
Σε τούτη τη σπηλιά παραμονεύει η Σκύλλα, φριχτά αλυχτώντας·
αν η φωνή της μοιάζει γάβγισμα από μικρό νιογέννητο κουτάβι,
η ίδια είναι τέρας τρομερό, όποιος το δει
δεν πρόκειται πια να χαρεί, ας ήταν και θεός αυτός που θα την απαντούσε.
Έχει δώδεκα πόδια, κι όλα της μισερά·
90έξι οι ψηλοί λαιμοί της, κι επάνω στον καθένα φυτρώνει
από ένα αποτρόπαιο κεφάλι· τα δόντια της σε τρεις σειρές,
πυκνά, αξεχώριστα, στάζουν τον μαύρο θάνατο.
Αν ως τη μέση κρύβεται σ᾽ εκείνη τη βαθιά σπηλιά,
προβάλλει απέξω τα κεφάλια της σ᾽ αυτό το βάραθρο,
κι έτσι ψαρεύει λαίμαργα, ψάχνοντας γύρω από τον βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα, όταν δεν πιάνει
κάποιο κήτος μεγαλύτερο, από τα τόσα που ανατρέφει η Αμφιτρίτη
άγρια στενάζοντας.
Όχι, ποτέ δεν το καυχήθηκαν οι ναυτικοί πως ξέφυγαν
με το καράβι από τη λύσσα της· πάντα προφταίνει
κι αναρπάζει κάθε της κεφάλι,
100από το πλοίο με τη μαύρη πλώρη, κι ένα ναύτη.
Ο άλλος τώρα σκόπελος, θα δεις, είναι, Οδυσσέα, πιο χαμηλός,
όμως κοντά στον πρώτο· τόση απόσταση, που θα μπορούσες
να τη φτάσεις και τοξεύοντας.
Σ᾽ αυτόν φουντώνει μια μεγάλη κι άγρια συκιά, με φύλλα καταπράσινα,
κι εκεί στη ρίζα της θεοτική η Χάρυβδη αναρροφά το μαύρο κύμα.
Μέσα στην ίδια μέρα τρεις φορές ξερνά θαλάσσιο νερό, και τρεις φορές
το απορροφά με πάταγο. Να μη σου τύχει να ᾽σαι εκεί,
όταν εκείνη καταπίνει το νερό· δεν θα μπορούσε να σε σώσει
μήτε ο Κοσμοσείστης.
Γι᾽ αυτό σου λέω, πιο καλά κοντύτερα στον σκόπελο της Σκύλλας,
κι όσο μπορείς πιο γρήγορα, με το καράβι σου να παραπλεύσεις.
Γιατί συμφέρει περισσότερο να χάσεις έξι, παρά να μείνεις μόνος
110στο καράβι, ποθώντας όλους τους συντρόφους.»
Όταν απόσωσε τον λόγο της, εγώ τη ρώτησα μιλώντας:
«Τώρα, θεά, πες μου κι αυτό και μη μου κρύψεις την αλήθεια·
πώς θα μπορούσα, αν τη φριχτή αποφύγω Χάρυβδη,
να φυλαχτώ κι από την άλλη πολεμώντας, την ώρα
που θα αρπάζει τους συντρόφους μου;»
Έτσι της μίλησα, κι ευθύς μου ανταποκρίθηκε η ωραία θεά:
«Πολύ παράτολμος μου φαίνεσαι, που πάλι σκέφτεσαι
έργα και κατορθώματα πολέμου· αλήθεια, δεν θα σκύψεις το κεφάλι
μήτε και στους αθάνατους θεούς; Πρέπει να ξέρεις,
δεν είναι αυτή θνητή· τέρας αθάνατο και φοβερό,
φριχτό κι ανήμερο, ακαταμάχητο.
Δεν ωφελεί λοιπόν εδώ η όποια αλκή·
120η γρήγορη φυγή, αυτό είναι το καλύτερο.
Γιατί αν βραδύνεις πλάι στον βράχο, για να ντυθείς τον οπλισμό σου,
φοβάμαι πως θα σε προλάβει και θα χυμήξει πάλι επάνω σου,
κι όσα κεφάλια έχει, τόσους συντρόφους θα σου αρπάξει.
Γι᾽ αυτό σου λέω, πέρασε γρήγορα όσο μπορείς, αναφωνώντας «Κράταιη!»
Είναι αυτή μάνα της Σκύλλας, που τη γέννησε κατάρα των θνητών·
ίσως εκείνη την μποδίσει, να μην ξαναχυμήξει.
Μετά θα φτάσεις στο νησί της Θρινακίας, όπου και βόσκουν
τα πολλά βόδια του Ήλιου, τα παχιά γελάδια του·
επτά οι αγέλες των βοδιών, επτά και τα καλά κοπάδια των προβάτων·
130η κάθε αγέλη με πενήντα ζωντανά, που δεν γεννοβολούν ποτέ,
αλλά ποτέ τους και δεν φθείρονται. Τα βγάζουν στη βοσκή θεές,
δυο Νύμφες καλλιπλόκαμες, Φαέθουσα και Λαμπετώ,
κόρες της θείας Νέαιρας, που τις εγέννησε ο Υπερίων Ήλιος.
Αφού ξεγέννησε και τις ανάστησε η αρχοντική τους μάνα,
μετά τις έστειλε μακριά, να κατοικήσουν το νησί της Θρινακίας,
για να φυλάν τα πατρικά κοπάδια, τα ελικοκέρατα γελάδια.
Αυτά λοιπόν απείραχτα αν τ᾽ αφήσεις, άλλο αν δεν σκέφτεται πάρεξ τον νόστο
ο νους σου, υπάρχει τότε ελπίδα, έστω με βάσανα και πάθη,
να φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη.
Αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω βέβαιο όλεθρο,
140για το καράβι σου και τους εταίρους· ο ίδιος, αν τυχόν γλιτώσεις,
αργά θα φτάσεις στην πατρίδα κι άσχημα, θα χάσεις πρώτα
τους συντρόφους όλους.»